Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Αλεξάντερ Τζούριτς: Ο αθλητής πρόσφυγας

Το Ντόμποϊ είναι μια πόλη που βρίσκεται στα βόρεια της Βοσνίας, αρκετά κοντά στα σύνορα με την Κροατία. Όταν όμως ο Αλεξάνταρ Τζούριτς μεγάλωνε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η πόλη ήταν μέρος μια άλλης χώρας, της Γιουγκοσλαβίας που δεν υπάρχει πια. Ο Τζούριτς λάτρευε το ποδόσφαιρο και έπαιζε συνέχεια, πολλές φορές ξεχνώντας να πάει και στο σχολείο. Τα παιδιά ήταν όλα φτωχά, έπαιζαν στο δρόμο με πέτρες για δοκάρια, χωρισμένα σε δυο ομάδες (με μπλουζάκια και ημίγυμνα), πολύ συχνά ξυπόλητα για να μη φθείρουν τα μοναδικά παπούτσια που είχαν στην ιδιοκτησία τους. Αυτή ήταν η απλή ζωή του Άλεξ μέχρι που στα 15 του γνώρισε ένα άλλο άθλημα από τους γείτονές του. Το κανόε-καγιάκ τον συνεπήρε, ο Τζούριτς κολυμπούσε στο παγωμένο και πενταβρώμικο από το κοντινό εργοστάσιο ποτάμι που μύριζε πετρέλαιο, πολλές φορές δίπλα σε νεκρά ψάρια. Ο Τζούριτς ήταν ένας καταπληκτικός αθλητής, άρχισε προπονήσεις στο κανόε-καγιάκ, τα πήγε εξαιρετικά και στα 15 του ήταν πρωταθλητής νέων της Γιουγκοσλαβίας και ένας από τους πιο ταλαντούχους στον κόσμο, παίρνοντας την 8η θέση το 1987. Το όνειρό του ήταν να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη, αλλά τα πράγματα όπως ξέρουμε δεν πήγαν καλά στη γειτονική χώρα.

Η Γιουγκοσλαβία ήταν υπό διάλυση. Το κλίμα είχε αλλάξει και αυτό ήταν εμφανές. Ακόμα πιο εμφανές για τον πιτσιρικά Τζούριτς που έκανε την υποχρεωτική θητεία του στον στρατό και καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζούριτς ήταν Σέρβος στην καταγωγή, αλλά μεγαλωμένος στο Ντόμποϊ με μουσουλμανική πλειοψηφία και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο φανατισμός και το μίσος μεγάλωναν συνεχώς στη χώρα. Όταν έφτασε η ώρα να πάρει βαθμό, οι ανώτεροί του τον φώναξαν και του έκαναν ερωτήσεις για το αν του αρέσει ο Πρόεδρος, ποια η γνώμη του για τους Αμερικάνους, αν συμπαθεί την αστυνομία και άλλα τέτοια. Υπήρχε και το κακό προηγούμενο με τον πατέρα του που δεν ήταν υπέρ του κομμουνισμού και για κάποια αρνητικά του σχόλια για το καθεστώς είχε πάει στη φυλακή. Ο Άλεξ όμως ήταν εξαιρετικός αθλητής και φυσικά στρατιώτης και τελικά έγινε αξιωματικός. Δεν του άρεσε όμως ο πόλεμος και δεν μπορούσε να υπακούει τυφλά σε εντολές. Σε μια αποστολή μετέφερε πυρομαχικά στη Βοσνία (καθώς άρχιζαν οι προετοιμασίες για έναν εμφύλιο) και όταν του ζητήθηκε να το ξανακάνει, αρνήθηκε. Τον συνέλαβαν, τον αποκάλεσαν δειλό, τον έδειραν και τον πέταξαν σε ένα κελί.

Ο τοπικός σύλλογος καγιάκ στη Γιουγκοσλαβία (ο Άλεξ δεύτερος από αριστερά στην κάτω σειρά)

Ο κόσμος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η χώρα πήγαινε σε εμφύλιο. Ο πατέρας του Άλεξ, ένας απλός άνθρωπος με προβλήματα αλκοολισμού που πολλές φορές όταν έπινε γινόταν βίαιος, αποφάσισε ότι τουλάχιστον ένας από τους γιους του έπρεπε να φύγει, να γλιτώσει από τον επερχόμενο πόλεμο, να κρατήσει ζωντανή την οικογένεια. Επιλέχθηκε ο μικρότερος Άλεξ που ήταν και αθλητής και πιο… αντιδραστικό στοιχείο. Στα 21 του ο Άλεξ χαιρέτισε τους δικούς του, μπήκε σε ένα φορτηγό και πέρασε κρυφά με έναν ακόμα φίλο στην Ουγγαρία. Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο αδερφός του πολέμησαν στον εμφύλιο. Ελάχιστες οικογένειες βγήκαν αλώβητες από τον πόλεμο. Το Ντόμποϊ έγινε γνωστό αργότερα για εγκλήματα πολέμου και την εκεί σφαγή, ένα από τα πολλά δράματα του πολέμου.

Ο Τζούριτς ήταν ένας πρόσφυγας σε μια ξένη χώρα, χωρίς χρήματα, ψάχνοντας να βρει ομάδα. Κατάφερε να φτάσει μέχρι και τη Σουηδία όπου προπονήθηκε στην ΑΪΚ αλλά τελικά επέστρεψε πίσω στην Ουγγαρία. Χωρίς χαρτιά πλέον μετά και την επίσημη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Για καλή του τύχη μια οικογένεια του έδωσε στέγη, ενώ βρήκε και θέση σε μια ομάδα Β’ εθνικής. «Δεν είχα καμία επαφή με τη χώρα μου. Δεν ήξερα τι είχαν γίνει οι δικοί μου. Πάλευα για ένα συμβόλαιο, πάλευα για τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να δείξω τα συναισθήματά μου στους συμπαίκτες μου, έπρεπε να φανώ δυνατός. Πήγαινα κάθε μέρα στην προπόνηση, γύριζα στο σπίτι, έβλεπα τις ειδήσεις και έκλαιγα

Μέσα σε όλα αυτά ήρθε η πρόταση από την Ολυμπιακή Επιτροπή της Βοσνίας να εκπροσωπήσει τη χώρα στη Βαρκελώνη το καλοκαίρι του 1992 ως αθλητής του καγιάκ. Η ΔΟΕ πρότεινε να στείλει η Βοσνία δέκα αθλητές, για να δείξει ότι όλα τα έθνη πρέπει να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Τζούριτς ήταν όμως Σέρβος και δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να εκπροσωπήσει μια χώρα με την οποία η Σερβία βρισκόταν σε πόλεμο; «Ήταν μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου. Καθόμουν μόνος στο δωμάτιό μου. Ήξερα ότι μπορούσα να αντιμετωπίσω τους φίλους μου. Δεν ήθελα όμως να απογοητεύσω τους γονείς μου και τον αδερφό μου

Η αποστολή της Βοσνίας το 1992 στη Βαρκελώνη

Τελικά πήρε την απόφαση με βάση όσα του είχαν μάθει οι γονείς του. «Όταν μεγάλωνα μου είπαν ότι πρέπει να σέβομαι όλους τους ανθρώπους, ακόμα και αυτούς που δεν μου φέρονται καλά. Όλοι οι φίλοι μου ήταν Βόσνιοι, ήμουν κι εγώ Βόσνιος.» Σε αυτό τον βοήθησαν και τα λόγια ενός φίλου του. «Είσαι Σέρβος, αλλά πρώτα είσαι Βόσνιος. Μπορείς να δείξεις ότι Βοσνία δεν σημαίνει απαραίτητα Μουσουλμάνος, ότι είναι μια χώρα με διαφορετικούς ανθρώπους. Έζησες όλη σου τη ζωή εκεί, την μισή κολυμπώντας στον ποταμό Μπόσνα. Αξίζεις να γίνεις Ολυμπιακός αθλητής αυτής της χώρας».

Ο Τζούριτς πήρε την απόφαση, αλλά αυτό ήταν ο μισός κόπος. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να φτάσει στη Σλοβενία για να βρει τους υπόλοιπους αθλητές. Με τον σάκο του, ένα κουπί που του είχαν κάνει δώρο και 20 δολάρια στην τσέπη ξεκίνησε. Πήρε ένα λεωφορείο, έκανε οτοστόπ σε ένα φορτηγό και σε άλλα δύο αυτοκίνητα μέχρι να καταφέρει να φτάσει στα σύνορα Αυστρίας-Ουγγαρίας. Ένας από τους οδηγούς ήταν Σέρβος και όταν έμαθε ότι ο Άλεξ θα αγωνιζόταν με τα χρώματα της Βοσνίας δεν ενθουσιάστηκε καθόλου. Στα σύνορα και χωρίς χαρτιά, οι Αυστριακοί δεν τον άφηναν να περάσει. Παραλίγο το όνειρο να σταματήσει εκεί, αλλά τελικά μετά από επικοινωνία με την αυστριακή Ολυμπιακή Επιτροπή πέρασε. Έφτασε στη Σλοβενία, ταξίδεψε με την αποστολή και αγωνίστηκε έστω και χωρίς καμία προπόνηση για σχεδόν δύο χρόνια. Ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές στη ζωή του. Κατάφερε να φτάσει στην ημιτελική φάση, όπου όμως τερμάτισε 19ος και τελευταίος. Ο συνολικός χρόνος που αγωνίστηκε ήταν περίπου 4,5 λεπτά, αλλά η ταλαιπωρία άξιζε. Κανείς δεν ξέρει αν η ζωή του ήταν φυσιολογική και με προπονήσεις, τι επίδοση θα μπορούσε να είχε.

Επιστρέφοντας στην Ουγγαρία μπόρεσε να έχει επικοινωνία με τους γονείς του στο τηλέφωνο, να μάθει ότι ζούσαν, να μιλήσει μαζί τους. Έστω και έτσι τους ξαναβρήκε. Μέχρι που μια μέρα πριν τα γενέθλιά του το 1993 η μητέρα του έχασε τη ζωή της. Παρ’ ότι υπήρχε τυπικά εκεχειρία, στην πράξη οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν. Κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών από τους Μουσουλμάνους, ένα βλήμα έσκασε στο σπίτι της οικογένειας Τζούριτς. Η μητέρα του σκοτώθηκε στον κήπο και ο πατέρας του τραυματίστηκε. Ο Άλεξ δεν μπόρεσε να πάρει άδεια από την ουγγρική κυβέρνηση να ταξιδέψει στη Βοσνία για την κηδεία, δεν ξαναείδε την μητέρα του ποτέ μετά εκείνο το βράδυ που μπήκε στο φορτηγό για τα σύνορα. Για μήνες έκλαιγε καθημερινά και μόνη διέξοδος ήταν το ποδόσφαιρο. Παίζοντας μπάλα κατάφερνε να ξεχνιέται. Η καριέρα του τον ταξίδεψε σε διάφορα μέρη. Αυστραλία, Κίνα και ξανά Αυστραλία.

Ο Τζούριτς επιτελεί μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, ενώ έχει υιοθετήσει και ένα παιδάκι από ίδρυμα

Παρ’ ότι πήρε την υπηκοότητα δεν κατάφερε να παίξει στην εθνική της Αυστραλίας όπως ήθελε. Πήγε τελικά στη Σιγκαπούρη, σε μια χώρα πολύ πίσω ποδοσφαιρικά, αλλά με καλές συνθήκες. Εκεί, εξαιτίας της κορμοστασιάς του, ο προπονητής τον μετέτρεψε στα 29 του σε επιθετικό, ενώ αγωνιζόταν πάντα ως χαφ ή αριστερό μπακ. Στη Σιγκαπούρη λατρεύτηκε, έγινε από τους πιο σημαντικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Κατέκτησε οχτώ πρωταθλήματα και τρία κύπελλα με διάφορες ομάδες, όπως και τίτλους πολυτιμότερου παίκτη. Το 2000 επέστρεψε για πρώτη φορά στην πατρίδα του. Ο πατέρας του είχε καρκίνο και ήταν ετοιμοθάνατος. Ο Άλεξ γύρισε στο σπίτι του και αυτή τη φορά πρόλαβε να μιλήσει μαζί του λίγο πριν πεθάνει. Να λύσουν διαφορές, να συμφιλιωθούν για τα παιδικά χρόνια, να θυμηθούν την μητέρα του.

Ένα μικρό αφιέρωμα στον Τζούριτς από το FourFourTwo

Παρά την προχωρημένη αθλητικά ηλικία του, ο Τζούριτς συνέχισε να παίζει μπάλα σε υψηλό (για τα δεδομένα της Σιγκαπούρης) επίπεδο. Την στιγμή που οι ντόπιοι έβγαιναν έξω και ξενυχτούσαν, αυτός σηκωνόταν στις έξι το πρωί και έκανε μόνος του προπόνηση τρέχοντας και κάνοντας ασκήσεις. Πήγαινε τα παιδιά του με το ποδήλατο στο σχολείο και το απόγευμα ξανά ατομική προπόνηση. Κοιμόταν από τις 10 το βράδυ, πρόσεχε τι έτρωγε. Έβαζε κάτω σε αντοχή ποδοσφαιριστές με τα μισά του χρόνια σχεδόν. Η Σιγκαπούρη του άρεσε γιατί είχε πολυεθνικό χαρακτήρα. Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον στη Βοσνία, ποτέ του δεν ξεχώριζε ανθρώπους για την εθνικότητα ή τη θρησκεία τους. Άνθρωποι άλλης θρησκείας ήταν υπεύθυνοι για το χαμό της μητέρας του, αλλά ο Τζούριτς δεν ένιωσε ποτέ μίσος.

Στα 29 έγινε επιθετικός, στα 37 διεθνής (και σκόρερ δύο γκολ)

Ο Τζούριτς είχε το απωθημένο να παίξει στην εκεί εθνική. Δυο φορές έκανε αίτηση για υπηκοότητα και δυο φορές δεν έγινε αποδεκτή, όταν την τρίτη φορά τα κατάφερε είχε φτάσει πλέον 37 ετών. Παρ’ όλα αυτά η αξία του δεν έμενε απαρατήρητη. Κλήθηκε στην εθνική της Σιγκαπούρης και έγινε ο πρώτος μη γηγενής που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της. Το ντεμπούτο το 2007 απέναντι στο Τατζικιστάν ήταν ονειρικό, καθώς σκόραρε και τα δύο γκολ της νίκης με 2-0. Σε 53 συμμετοχές σκόραρε 24 φορές και μαζί της κατέκτησε το AFF Cup, το κύπελλο των ομάδων της νοτιοανατολικής Ασίας σε ηλικία 42 ετών, σκοράροντας μάλιστα μέσα στην Μαλαισία στον τελικό. Έπαιξε μπάλα για ακόμα δύο χρόνια και στα 44 του εγκατέλειψε την ενεργό δράση σκοράροντας πάνω από 300 φορές για 16 διαφορετικούς συλλόγους και μέχρι την στιγμή εκείνη ο πρώτος στο κόσμο εν ενεργεία σκόρερ σε ένα πρωτάθλημα. Η αθλητική του πορεία από τα δύσκολα χρόνια στη Γιουγκοσλαβία, τον στρατό, τη φυγή του, μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την λατρεία που γνώρισε σε μια εξωτική γι’ αυτόν χώρα έλαβε τέλος. Μετά το τέλος της καριέρας του προσπαθεί να βοηθάει παιδιά και συμμετέχει σε διάφορες φιλανθρωπίες. Δεν ξεχνά ποτέ τα δικά του παιδικά χρόνια και όσα έζησε με τη διάλυση μιας χώρας.

Κάποιοι ποδοσφαιριστές βγάζουν αυτοβιογραφία στα 24 τους. Κανείς δεν έζησε τη ζωή του Τζούριτς.

Πηγές:
The Olympians
Red Sports

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ιστορίες για το τζάκι, παγκόσμιο ποδόσφαιρο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο θρύλος του Ντίξι Ντιν

Τελειώματα Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάπου στην Αίγυπτο οι Βρετανοί στρατιώτες περιφρουρούν κάποιους Ιταλούς αιχμαλώτους, περιμένοντας εντολές από τους ανώτερους για το τι ακριβώς θα τους κάνουν. Όταν η χαλαρή αρχικά κουβέντα μεταξύ των δυο πλευρών ξεφεύγει λίγο, ένας εξοργισμένος Ιταλός καταφεύγει σε μπινελίκια εναντίον των Άγγλων. Ανάμεσα στις… ερωτικές ευχές που εκστομίζει ξεχωρίζουν δυο ονόματα: […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ο Μάγος με τη μεγάλη καρδιά και τα πολλά γκολ

Αργά το βράδυ της Τετάρτης ένας παγωμένος αέρας από τον Βισκαϊκό κόλπο φυσούσε κι η ως συνήθως υγρή πόλη της Χιχόν καλυπτόταν από μία ομίχλη. Το θερμόμετρο έδειχνε 2 βαθμούς Κελσίου. Η ώρα είχε ξεπεράσει τις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Κι όμως υπήρχε κόσμος έξω από το δημοτικό στάδιο της πόλης, το Ελ Μολινόν. Λίγες […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

3 σχόλια σχετικά με το “Αλεξάντερ Τζούριτς: Ο αθλητής πρόσφυγας”

  1. Ο/Η Pauleta λέει:

    Respect για τον κύριο. Και respect γισ το άρθρο. Υπάρχει ακόμα ελπίδα…

  2. Ο/Η mitsods λέει:

    ανετα η ζωη του γινοταν ταινια , ανθρωπος που δε το βαλε κατω ποτε αξιζει χιλια μπραβο , ελπιζω ν βγει η αυτοβιογραφια του και στα μερη μας

  3. Ο/Η Γιώργης λέει:

    η Γιουγκοσλαβία είναι το πιό εμφατικό παράδειγμα για το πόσο κακό πράγμα είναι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία.
    Όποιος είχε πράσει από αυτή τη χώρα πριν τον πόλεμο έλεγε οτι ήταν ένας παράδεισος, εκατό χρόνια μπροστά από την Ελλάδα. Μετατράπηκε σε κόλαση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *