Στον πάγκο με την γιαγιά σου
Ας πούμε λέει ότι βρίσκεσαι στον πάγκο μιάς μεγάλης ομάδας.
Ας πούμε πως δίπλα σου, έχεις γιά βοηθό, γιά ασίσταν ρε παιδί μου πώς το λένε, την γιαγιά σου.
Μιά σεβάσμια κυρία, με το τσεμπέρι της, τις παντούφλες της και το βελονάκι γιά το πλέξιμο.
Κάθε φορά που ετοιμάζεσαι να κάνεις μιά σημαντική αλλαγή στο παιχνίδι, ρωτάς την γιαγιά σου. Οχι πως ξέρει από ποδόσφαιρο, αλλά να. Εχει τρομερό ένστικτο η γιαγιά και την εμπιστεύεσαι, άσε που είναι και γουρλού.
Φτάνει λοιπόν η ανάπαυλα και η ομαδάρα σου προηγείται με 1-0 εντός έδρας κάποιας άλλης ομάδας μικρότερου βεληνεκούς.
Εχεις παίξει καλή μπάλα, δεν έχεις απειληθεί παρά ελάχιστα και αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά στην εικόνα του αγώνα μάλλον θα βάλεις άλλο ένα γκολ και θα “κλειδώσεις” το παιχνίδι.
Αλλά και αυτό να μην συμβεί, δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις, γιά πρώτη φορά η ομάδα σου φέτος λειτουργεί σωστά επιθετικά.
Εσύ όμως δεν ησυχάζεις ποτέ.
Σε τρώει ο…απαυτός σου.
Γυρίζεις λοιπόν στην γιαγιά σου και την ρωτάς:
– Γιαγιά να βγάλω τον Μάντζιο που δεν έκανε εκεί πέρα πάσα στον Σαλπιγγίδη και μου την έσπασε και να βάλω τον Ροντρίγκο; (τυχαία τα ονόματα)
Η γιαγιά σηκώνει απορημένη το βλέμμα της απ το βελονάκι και σε κατακεραυνώνει
-Τί λες γιόκα μου; Αυτός έχει να παίξει δύο μήνες. Καθάρισε πρώτα το παιχνίδι και βάλτον μετά. Οταν πας γιά να νικήσεις οπωσδήποτε, αφήνεις στην άκρη την διάπλαση των παίδων. Δεν σε παίρνει τώρα, κατάλαβες;
Εσύ χαμογελάς αμήχανα, αλλά τελικά κάνεις την αλλαγή σου.
Μετά από λίγο το παιχνίδι στραβώνει κι εσύ αποφασίζεις πως πρέπει να κάνεις κάτι γιά να το ξαναγυρίσεις
Τί να κάνεις, τί να κάνεις;
– Γιαγιά να βγάλω τον Γκάμπριελ που δεν γυρίζει πίσω να βάλω τον Τζιώλη να έχω δύο αμυντικά χαφ γιά να μην τρώω αντεπιθέσεις;
Η γιαγιά αυτή την φορά ούτε καν σηκώνει το βλέμμα απ το βελονάκι της. Απλά κουνάει το κεφάλι της
-Αααααχ παιδάκι μου, πολύ σκερβελές είσαι. Βρε, πρώτη φορά έφτιαξες μιά σωστή πλευρά που δουλεύει καλά, άσε που η αδύνατη πλευρά των Κρητικών (τυχαία η αναφορά) είναι αριστερά.
Και θες να το χαλάσεις γιά να βάλεις μέσα αυτόν τον…κάτι σαν παίκτη;
Τί θα σου προσφέρει αυτός;
Αν θες κάποιον γιά να κόβει στο κέντρο βάλε τουλάχιστον τον Σιμάο (τυχαίο το όνομα) που τρέχει μήπως και βγει πρώτος καμιά φορά στην μπάλα. Τον Τζιώλη τί το θέλεις; Τα ανάκτορα θα φυλάξεις;
Εσύ χαμογελάς και πάλι αμήχανα αλλά τελικά αποφασίζεις και πάλι να μην ακούσεις την γιαγιά σου
Το παιχνίδι στραβώνει εντελώς κι εσύ καταλαμβάνεσαι από πανικό.
Τώρα τί κάνουμε, σκέφτεσαι και κρύος ιδρώτας λούζει το αυλακωμένο σου μέτωπο
– Γιαγιά, να βγάλω τον Σαλπιγγίδη (τυχαίο το όνομα) να βάλω τον Ρουκάβινα (τυχαίο το όνομα) και να πλακώσω τις γιόμες; Μας πιέζει ο χρόνος…
Αυτή την φορά η γιαγιά σήκωσε το ζιπουνάκι που σχεδόν είχε τελειώσει και το πρόβαρε επάνω σου με ικανοποίηση. Μόλις τελείωνε θα έπιανε κάτι σε χοντρή ζακέτα, γιατί όχι και σε παλτό.
– Παιδί μου, εσύ μάλλον θες να βγάλεις λεφτά απ το στοίχημα. Αλλοιώς θα με αναγκάσεις γιά πρώτη φορά στην ζωή μου να σε πώ βλάκα και ξέρεις πόσο σε αγαπάω.
Βρε ένα παίκτη έχεις που σου κάνει γκολ απ το τίποτα και θα τον βγάλεις έξω τώρα που χάνεις;
Και μάλιστα ενώ θέλει ακόμα 30 λεπτά, εσύ θα χεις κάνει όλες τις αλλαγές σου;
Δεν τον βλέπεις τον Κλέϊτον (τυχαίο το όνομα) που σε λίγο θα θέλει μπουκάλα οξυγόνου;
Αυτά είπε η γιαγιά μου και αποχώρησε απ τον πάγκο.
Πήγε να ξέσει μαλλί, λέει, γιατί της είχε τελειώσει.
Εγώ πάλι συνέχισα να κάνω τα δικά μου.
Την κατάληξη την ξέρετε.
Το βράδυ κατά τις μία χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι μου.
Και ναι, καλά το καταλάβατε.
Δεν ήταν η γιαγιά μου…