Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως μετά από το γεγονός ότι η διοίκηση της ομάδας για την οποία εργάζεται, διατήρησε χωρίς ίχνος τύψεων ή προβληματισμού, στο δυναμικό της, ως κανονικό μέλος του συμβουλίου, για ολόκληρο το διάστημα που κράτησε η εκδίκαση της υπόθεσης του νεκρού Φιλόπουλου,
έναν άνθρωπο που κατηγορήθηκε επίσημα ως συναυτουργός στην δολοφονία, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, λέγαμε λοιπόν, πως δεν υπήρχε μεγαλύτερη ηθική κατάπτωση απ’αυτήν. Δυστυχώς, όταν προχωρά κανείς στα τυφλά μέσα από τα ολισθηρά εδάφη της καθημερινότητας του Ελληνικού ποδοσφαίρου, όταν ο πραγματισμός αναλαμβάνει την μπαγκέτα και διευθύνει τη συναυλία δίχως να ενδιαφέρεται τι γράφει το πεντάγραμμο, το πλέον βέβαιο είναι ότι η επιτακτική λογική της εξαχρείωσης, έρχεται να αποδείξει πως, εντέλει, υπήρχαν ακόμα μερικά σκαλοπάτια για να κατέβει. Έτσι λοιπόν, ο Σάββας Θεοδωρίδης, απαρνήθηκε κάθε σχέση της ομάδας που εκπροσωπεί, με τους ανθρώπους που εισέβαλλαν παράνομα στο γήπεδο, κατέστρεψαν ότι βρήκαν στο πέρασμα τους και σαν επιστέγασμα της ειρωνείας που εξουσιάζει τα πάντα σ’αυτήν την χώρα, παρακολούθησαν άνετοι τον αγώνα, από την καλύτερη κερκίδα που διαθέτει το γήπεδο, δηλαδή την κεντρική, καθισμένοι σε θέσεις τις οποίες είχαν προπληρώσει, κάποιοι από το καλοκαίρι ακόμα, φίλαθλοι της Τρίπολης. Και για να ολοκληρώσει την κατάβαση στην σκάλα της ξεφτίλας, ο ίδιος άνθρωπος, κατηγόρησε τους ανθρώπους των γηπεδούχων, για τις φωνές που του έβαλαν στα αποδυτήρια ζητώντας έστω μια ‘συγγνώμη’, τονίζοντας ως επιχείρημα ότι στο γήπεδο Καραΐσκάκη, δεν συμβαίνουν ποτέ τέτοια περιστατικά, προκαλώντας φυσικά την δημόσια μνήμη ή οποιαδήποτε ατομική μνήμη τέλος πάντων, μπορεί να ανακαλέσει τον φετινό Αύγουστο και
την προσπάθεια της Ανόρθωσης, να προπονηθεί στο γήπεδο του Ολυμπιακού.
(Πολύ πιθανόν, ένα μικρό διάστημα τριβής με την Ελληνική πραγματικότητα, να έπειθε τον Ζοζέ Σαραμάγκου, πως ακόμα και η δικιά του, ιδιαίτερη και περιγραφικότατη γραφή, δεν αρκεί για να εκφράσει επακριβώς τα όσα βιώνει ο απλός παρατηρητής, με στοιχειώδη μνήμη.)