Δεν έχετε ομάδα δεν έχετε λαό
Ενα από τα χαρακτηριστικά του οπαδού, είναι η υποτίμηση του παραδοσιακού του αντιπάλου.
Η επιτυχία του είναι συνήθως «βρώμικη» γιατί δεν γίνεται αυτός να έχει πετύχει κάτι καθαρό, αλλά και αν είναι καθαρό θα προσπαθήσουμε να το υποβαθμίσουμε (σιγά το πράγμα, με «καφενείο» παίζατε).
Και αν τύχει και χάσουμε απ αυτόν και δεν μπορούμε να το αποδόσουμε στην κακή διαιτησία, τότε φτάνουμε στο σημείο να υποτιμήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Ημασταν «νοσοκομείο», φέτος έχουμε τα χάλια μας, δεν έχουμε λεφτά, δεν ασχολούμαστε και άλλα πολλά και γραφικά που βέβαια δεν λέγαμε πριν τον αγώνα
Αυτό όμως που καταντάει τελείως αστείο, είναι η προσπάθεια τεκμηρίωσης της οπαδικής ανυπαρξίας του αντιπάλου μας. Δεν υπάρχετε, δεν κάνετε εκδρομές, δεν γεμίζετε το γήπεδο, περιορίζεστε στο οικοδομικό τετράγωνο του «κλουβιού» σας, είστε είδος υπό εξαφάνιση.
Γιατί φαίνεται πως στον πορωμένο οπαδό δεν φτάνει η επιβεβαίωση της αγωνιστικής κυριαρχίας. Στο μυαλό του φαντάζεται έναν κόσμο όπου υπάρχει μόνον αυτός ή σε κάθε περίπτωση όλοι οι υπόλοιποι εκτός απ τον «σιχαμένο» εχθρό του.
Αυτό τον κρατάει άλλωστε όρθιο ακόμα και όταν η ομάδα του δεν καταφέρνει τίποτα.
«Είδες όμως λαό που είχαμε; Πού να τα δείτε εσείς αυτά τα μεγαλεία. Είδες καπνογόνα; Είδες βεγγαλικά; Είδες χορογραφίες; Εσείς είστε πρώτοι και δεν γεμίζετε ταξί».
Οταν η κατάσταση ξεφεύγει, ο οπαδός θυμάται ιστορικά «πεσίματα», φάπες, κλωτσίδια και άλλα τέτοια ηρωϊκά.
«Ρε κότες, θυμάστε τότε που σας κυνηγούσαμε μέσα στην Εθνική;»
Στην ακραία του μορφή, ο οπαδισμός φτάνει στο σημείο της αλλαγής ρόλων. Φανταζόμαστε δηλαδή πως δεν παίζει η ομάδα αλλά εμείς. Οχι ποδόσφαιρο, ή μπάσκετ ή οποιοδήποτε άλλο άθλημα, αλλά ξύλο.
Και φυσικά πάντα «δέρνουμε τον σιχαμένο εχθρό μας». Αν όμως καμιά φορά τις φάμε, τότε θα πρόκειται γιά άνανδρη επίθεση, ψευτοπαλικαριά όπου πεντακόσιοι την έπεσαν σε έναν, ενώ εμείς τέτοια πράγματα δεν τα κάνουμε ποτέ, πάντα μετράμε πόσοι είναι οι άλλοι πριν τους την πέσουμε. Αν όμως τύχει και την πέσουμε σε λιγότερους την δικαιολογία την έχουμε έτοιμη: «Πού πηγαίνατε ρε βλάκες; Τρία άτομα με τα κασκόλ μέσα στην πλατεία Τάδε; Τα ήθελε ο κώλος σας! Μαζέψτε τώρα τις φάπες σας γιά να μάθετε»
Ο οπαδός βιώνει μιά στρεβλή πραγματικότητα, έχει μάθει να δικαιολογεί τα πάντα που αφορούν την ομάδα του ή τον εαυτό του και να μην συγχωρεί τίποτα στον αντίπαλό του, έστω κι αν αυτός έχει κάνει τα ίδια και χειρότερα.
Ο οπαδός έχει επιλεκτική μνήμη και κρίση.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι να βλέπεις ανθρώπους καθ όλα ήρεμους, σοβαρούς, κοινωνικά αγαπητούς, καλούς στην δουλειά τους, να μεταμορφώνονται σε κάφρους όταν η κουβέντα περιστραφεί γύρω από τα αθλητικά.
Μπορεί οι ίδιοι ποτέ να μην έχουν ρίξει ούτε ένα κέρμα, όμως τις παλικαριές των άλλων τις επικαλούνται γιά να τεκμηριώσουν το μεγαλείο της ομαδάρας τους.
Και το χειρότερο είναι πως δεν δικαιολογεί μόνο ο ίδιος τον εαυτό του αλλά και πολλοί άλλοι : «κάπου πρέπει να εκτονωθεί κι αυτός, τραβάει ζόρια, η δουλειά του έχει μεγάλο άγχος, έχει προβλήματα στο σπίτι κλπ κλπ»
Είναι πραγματικά κρίμα να βλέπεις ανθρώπους να ξοδεύουν φαιά ουσία, δυνάμεις, χιούμορ, χρόνο σε μαλακίες.
Αφορμή γιά όλα τα παραπάνω αποτέλεσε η επίσκεψή μου σε ένα blog κάποιου οπαδού μεγάλης ομάδας.
Ο τύπος έσφιζε από χιούμορ και έμπνευση. Τί κρίμα όμως. Από τα δέκα κείμενά του, τα οκτώ ήταν φανταστικές ιστορίες που έπλεκε γιά να βρίσει ή να ειρωνευτεί τον αντίπαλό του.
Δυστυχώς φίλοι μου σπαταλιόμαστε. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πάρει τον αθλητισμό στραβά, ταλαιπωρούμε τα κορμιά μας κι αυτόν μαζί.
Κι όταν βλέπεις ανθρώπους ευφυείς να μετατρέπονται σε κάφρους, καταλήγεις στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει ούτ ελπίδα, ούτε σωτηρία.
Ας πούμε την αλήθεια: η βία δεν υπάρχει επειδή μερικά ανήλικα είναι παραστρατημένα, μαστουρωμένα, η βλαμένα. Η βία υπάρχει γιατί δυστυχώς έτσι θέλει η κοινωνία στο σύνολό της.
Και μάλλον η μόνη λύση γιά τα παιδιά μας, γιατί εμείς πιά την κάψαμε την λάμπα, είναι να τα ωθήσουμε να ασχοληθούν με κάποιο άθλημα. Οποιοδήποτε, όποιο τους αρέσει.. Ας τα σηκώσουμε από καναπέδες, ντιβάνια, καρέκλες, καφετέριες και ας τα στείλουμε να βιώσουν το πραγματικό νόημα του αθλητισμού.
Και αν δεν καταφέρουν να γίνουν Τζόρνταν ή Μέσσι, τουλάχιστον θα έχουν γίνει καλύτεροι φίλαθλοι και καλύτεροι άνθρωποι.