Ντέρμπυ να θυμάσαι …
39 χρόνια πέρασαν από εκείνη τη μέρα που ο ΑΕΚτζής θείος μου (ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του) μην μπορώντας πλέον να κάνει τίποτα με την περίπτω σή μου, με πήρε από το χέρι και με πήγε στην Λεωφόρο να δούμε ένα Παναθηναϊκός – Εθνικός.
Είχε προηγηθεί η «βάρβαρη» από μέρους μου πράξη να δώσω στην μητέρα μου μια φανέλα του Μίμη του Παπαϊωάννου για να σκουπίζει τα τζάμια. Πάλεψε πολύ ο θειός μου να με κάνει ΑΕΚτζή και είναι περίεργο πώς δεν τα κατάφερε αφού μέχρι τα δέκα μου περίπου χρόνια δεν υπήρχε άλλος στην οικογένεια που να ασχοληθεί με την … ποδοσφαιρική μου διαπαιδαγώγηση.
Μέχρι σήμερα προσπαθώ να εξηγήσω πού οφειλόταν αυτό το πείσμα μου, απέναντι σ έναν άνθρωπο που λάτρευα κυριολεκτικά, αλλά άκρη δεν βγάζω.
Τέλος πάντων, για να μην σας κουράζω, από εκείνη τη μέρα που βρέθηκα στα κρύα τσιμέντα της Λεωφόρου, παρέα με μια πορτοκαλάδα σε πλαστικό στρογγυλό διαφανές μπουκαλάκι, μέχρι σήμερα, έχω παρακολουθήσει διά ζώσης καμιά 200αριά ντέρμπυ. Καθένα είχε τις δικές του συγκινήσεις, την δική του αγωνία για το αποτέλεσμα και την δική του σημασία στην άτυπη ζυγαριά των ποδοσφαιρικών εμπειριών της ζωής μου. Λίγα όμως είναι αυτά που θα θυμάμαι για πάντα για αγωνιστικούς και … εξωαγωνιστικούς λόγους.
Όπως εκείνο το Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στο στάδιο (και όχι γήπεδο που είναι σήμερα) Καραϊσκάκη για τον αποτυχημένο και βραχύβιο θεσμό του Λιγκ Καπ που νομίζω πως κράτησε ένα μόνο χρόνο.
Δεν το είχα σκοπό να πάω, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως, με ξεσήκωσε ένας φίλος. Κι έτσι παρατήσαμε την φραπεδιά μας στην λιακάδα της πλατείας, πήραμε την Ηλεκτρικό απ την Ομόνοια και κατηφορίσαμε για το Νέο Φάληρο.
Είχαμε αποφασίσει να πάρουμε εισιτήριο σε «ακριβή» θύρα, πιστεύοντας πως εκεί θα βρίσκονται πιο πολιτισμένοι οπαδοί και θα την βγάλουμε σχετικά ανώδυνα.
Πού να ξέραμε…
Φτάνουμε λοιπόν στο Καραϊσκάκη και ανακατευόμαστε με τον κόσμο στις ουρές μπροστά από τα εκδοτήρια. Ο φίλος μου αγόρασε δύο ακριβά εισιτήρια στη 10 (1500 δραχμές του ένα είχαν αν θυμάμαι καλά) και με τα εισιτήρια ανά χείρας και τα απαραίτητα φελιζόλ στη μασχάλη κατευθυνθήκαμε προς τη θύρα μας.
Γύρω μας κόσμος πολύς. Ηταν ακόμα τα «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού, αλλά η άφιξη του Κοσκωτά και του Λάγιος Ντέταρι στο λιμάνι είχε αναπτερώσει τις ελπίδες των οπαδών για ανάκαμψη. Εκείνη μάλιστα τη μέρα, το κίνητρο ήταν μεγάλο, αφού ο Ολυμπιακός κατέβαινε κομπλέ, ενώ ο Παναθηναϊκός με τους … γίγαντες Αμπαδιωτάκη (με διαφορά ο χειρότερος τερματοφύλακας που φόρεσε την φανέλα του Παναθηναϊκού), Πόλακ (το γνωστό … κράμα Ρότσα και Ζάετς απ την χώρα των καγκουρό), Φίτος (ουγγαρέζικο «παλτό» που μας προέκυψε από την Χόνβεντ σε ένα περίεργο νταραβέρι μετά από δύο ευρωπαϊκές μας αναμετρήσεις) και Καραμπάτση (αιώνιο ταλέντο).
Με χαλαρή λοιπόν διάθεση, καθήσαμε στη θέση μας χωρίς να πολυπιστεύουμε στη νίκη, άσε που και ο θεσμός δεν προσφερόταν για μεγάλες συγκινήσεις. Δίπλα μας καθόταν τύπος ξερακιανός, μαυριδερός, με σουβλερή μύτη και μυτερά σκαρπίνια που βασάνιζε μια οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα κιτρινισμένα απ τον καπνό δόντια του, παράγοντας τον απαραίτητο και εξαιρετικά σπαστικό ήχο «τς … τς … τς …».
Πίσω μας ακριβώς καθόταν άλλος τύπος, κουστουμαρισμένος με κόκκινη ριγέ γραβάτα και καμιά εικοσαριά κιλά χρυσαφικά επάνω του. Χρυσό ρολόϊ, χρυσή ταυτότητα, χρυσό δαχτυλίδι, χρυσή αγκράφα στη ζώνη του και σίγουρα χρυσό σταυρό μέσα απ το ακριβό του πουκάμισο.
Το περιβάλλον όντως έδειχνε ακίνδυνο και εμείς χαλαρώσαμε περισσότερο ξαπλώνοντας στην κερκίδα και περιμένοντας την είσοδο των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο.
Διαιτητής του αγώνα ήταν κάποιος Δημητριάδης, που εκείνη την εποχή ο Φίλλιπας Συρίγος πήγε να μπλέξει σ ένα σκάνδαλο δωροδοκίας κάποιου Κιάπε (άλλου διαιτητή) αλλά η υπόθεση εξελίχθηκε σε φιάσκο.
Μπαίνουν λοιπόν οι ομάδες στο γήπεδο κι εμείς χτυπάμε τα απαραίτητα παλαμάκια (σιγά τώρα μην καταλάβαιναν ποιόν χειροκροτάμε).
Ξαφνικά, ο «χρυσαφένιος» από πίσω πετάγεται επάνω σαν ελατήριο, καβαλάει από πάνω μας, φτάνει στα κάγκελα και αρχίζει να ουρλιάζει απευθυνόμενος προς τον Δημητριάδη
– Σφύρα καλά μωρή λούγκραααααα. Σφύρα καλά μωρή Κιάπεεεεεεε. Θα σου κάνω την κηδεία απόψε. Νεκροθάφτης είμ εγώ!!!
Οσο να πεις, μια ανησυχία μας κυρίεψε. Ο άλλος δίπλα μας με την οδοντογλυφίδα πάντως παρέμενε ατάραχος και συνέχιζε τα «τς … τς … τς …»
Ο αγώνας αρχίζει και ο Ολυμπιακός μπαστακώνεται στα καρέ μας και δεν φεύγει με τίποτα.
Ντέταρι, Τσιαντάκης και Τσαλουχίδης χάνουν τα άχαστα, ενώ ο Αμπαδιωτάκης σε μια ξαφνική του μετάλλαξη σε … Σμάϊχελ κατεβάζει τα ρολά μπλοκάροντας σταθερά ακόμα και μύτους απ τα δύο μέτρα!
Τελικά, εκεί γύρω στο μισάωρο, ο Ντέταρι κάνει ένα σουτ, η μπάλα κοντράρει δύο φορές, ξεγελάει τον Σμάϊχελ της Κορίνθου και καταλήγει στα δίχτυα.
Γκοοοοοοολ φωνάζουν όλοι, γκολ κι εμείς για να μην καρφωθούμε και μόνο ο «οδοντογλυφίδας» δίπλα συνέχιζε το ευγενές του σπορ χωρίς να σαλεύει διόλου. Περιττό να σας πω τι έκανε ο «χρυσαφένιος», που σε μία αναμενόμενη έκρηξη ενθουσιασμού πέταξε το σακάκι του τρεις σειρές παρακάτω και απειλούσε φωνάζοντας «και τα παπούτσια μέσα», αλλά τελικά μας άφησε με την απορία αν φορούσε και χρυσές κάλτσες.
Δεν περνάνε πέντε λεπτά και ο Παναθηναϊκός σε μια σπάνια φορά που δρασκέλισε τη σέντρα, κερδίζει κόρνερ. Είναι στο πέταλο απ την πλευρά της Καστέλας (που θα έλεγε και ο εκπληκτικός Αντώνης Πηλιαρός) και σπεύδει να το εκτελέσει ο Πάρις Γεωργακόπουλος, ένας εκ των ολίγων πράσινων βασικών της αναμέτρησης.
Λίγα μέτρα φόρα απ τον Πάρη και … ασυναίσθητα πετάγομαι επάνω. Η μπάλα έχει καρφωθεί στο γάμα του εμβρόντητου Αρβανίτη. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου συνειδητοποιώ το μέγεθος του κινδύνου. Ένα αστραπιαίο βλέμα στον φίλο μου ήταν αρκετό. Τον βλέπω να έχει ασπρίσει. Δεν έχουν μεσολαβήσει πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Όπως είμαι όρθιος, πιάνω τα μαλλιά μου και φωνάζω δυνατά.
– Όχι ρε τον κωλόφαρδο. Τι έβαλε ρε;
Φαίνεται ότι το σωσα, γιατί ο χρυσαφένιος πίσω μου συμφώνησε μαζί μου.
– Βαζέλες ρε φίλε. Τι περιμένεις; Σε μπανιέρα χέζουν!
Ο οδοντογλυφίδας δίπλα παρέμεινε για μια ακόμη φορά ατάραχος και απλώς άλλαξε πόδι.
Το εκπληκτικό γκολ του Πάρη, έδρασε σαν καταλύτης για την συνέχεια του αγώνα. Ο Ολυμπιακός απογοητεύτηκε, ο Παναθηναϊκός αναθάρρησε κι εμείς βρήκαμε την ευκαιρία μαζί με όλους τους υπόλοιπους … Ολυμπιακούς να γκρινιάξουμε που μας ξεφτιλίζουν τα δεύτερα του βαζέλα.
Το ματσάκιον λήγει 1-1 χωρίς πολλές φάσεις στο δεύτερο ημίχρονο και όλοι συμφωνούν πως ο επαναληπτικός στο ΟΑΚΑ θα είναι μεγάλη πίκρα, καθώς οι βαζέλες εκεί δεν θα ξαναβάλουν τα δεύτερα. Την ώρα που σηκωνόμαστε να την κάνουμε για τον ηλεκτρικό, ο οδοντογλυφίδας με σκουντάει στην πλάτη και μου ψυθιρίζει μέσα στ αυτί
– Κι εγώ βάζελος είμαι. Πάμε να την πουλέψουμε τώρα. Αφού δεν τις άρπαξες εκεί που σηκώθηκες επάνω… Αγιο είχες.
Μου έκλεισε το μάτι και αποχώρησε πίσω απ τον χρυσαφένιο που τώρα διαπληκτιζόταν με κάποιον άλλον Ολυμπιακό απ τα Τρίκαλα, σχετικά με την φορά που είχαν τα τέρματα το 1960 που το Καραϊσκάκη ήταν ποδηλατοδρόμιο.
– Ασε ρε βλάχο που θα μας πεις εσύ τώρα. Εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μπετά, τον αποστόμωσε και σηκώνοντας τα χαμηλωμένα μπατζάκια του ακριβού του πατελονιού εξαφανίστηκε προς άγνωστον κατεύθυνση.
Στον ηλεκτρικό γινόταν το έλα να δεις. Η ουρά έφτανε έξω απ την υπόγεια διάβαση κι εγώ είχα την φαεινή ιδέα να φύγουμε από την Πειραιώς με το 49 (λεωφορείο) για Ομόνοια.
Βλέπετε γνώριζα καλά τα κατατόπια αφού σπούδαζα στα ΤΕΙ Πειραιά και τότε κάναμε κάποια εργαστήρια στην ΣΕΥΠ, απέναντι απ την «Ελαϊς».
Με το πάσο μας λοιπόν, φτάνουμε στη στάση του λεωφορείου και περιμένουμε. Η υπερένταση του αγώνα αρχίζει να μας εγκαταλείπει, είμαστε χαλαροί και αφού δεν υπάρχει άλλος κόσμος στη στάση αρχίζουμε να αναλύουμε το παιχνίδι. Και τι γκολάρα έβαλε ο Πάρης και τι εκπληκτικές αποκρούσεις ο Αμπαδιωτάκης και πώς βίδωσε τον Ντέταρι ο Καραμπάτσης, τέτοια ….
Ξαφνικά, βλέπω τον φίλο μου να χλωμιάζει και πάλι και να με σκουντάει δείχνοντάς μου κάπου πίσω, στην πλάτη μου.
Γυρίζω αργά και ψιλοπαγώνω. Είκοσι μέτρα μακριά μας, βλέπουμε τέσσερα τέρατα με κασκόλ του Ολυμπιακού, δερμάτινα μπουφάν με καρφιά και στρατιωτικά άρβυλα να μας πλησιάζουν.
– Ψυχραιμία, ψιθυρίζω. Ασε με να καθαρίσω εγώ…
Τα τέρατα φτάνουν δίπλα μας και ο αρχηγός της παρέας βάζει τα χέρια στη μέση και με ρωτάει:
– Τι γίνεται μάγκες; Το λεωφορείο για Πειραιά περιμένετε κι εσείς;
Με ζοχαδιασμένο ύφος του απαντάω
– Χέσε μας κι εσύ ρε φιλαράκο. Βάζελος είσαι; Δεν ξέρεις πως από δω πάει γι Αθήνα; Στην Μακρυγιάννη στο Μοσχάτο πάμε. Εσείς, για πού το βάλατε από δώ;
Ο γορίλας σαστίζει και κάτι ψάχνει στις τσέπες του.
– Όχι και βάζελοι ρε μάγκα. Μην ξηγιέσαι έτσι.
Και μου δείχνει ένα μπρελόκ Πόρτο Λεόνε.
– Ξέρω γω, του λέω. Ακου το λεωφορείο για Πειραιά! Είμαστε που είμαστε φορτωμένοι απ το κωλοπαίχνιδο, να χουμε κι εσάς να μας φτιάχνετε;
– Σκατά ρε φίλε, μου λέει ένας άλλος που το πήρε απόφαση πως ήμασταν δικοί του. Δεν έπαιξαν τίποτα τα μαλακισμένα. Ρόμπες μας έκαναν.
– Θα την ακούσουν τώρα απ τον Τάμπυ, του λέω εγώ με περισπούδαστο ύφος και θα κερδίσουμε μέσα στο ΟΑΚΑ. Γιατί, κωλώνουμε, ρώτησα αγριεμένος και τους ξανακοίταξα μέσα στα μάτια.
– Όχι βέβαια, είπε ο αρχηγός υπερθεματίζοντας. Και θα είναι πιο γλυκό εκεί μέσα!
– Αει γειά σου, του απάντησα και ίσα που πρόλαβα να κάνω νόημα στο λεωφορείο και ναχωθούμε γρήγορα μέσα.
– Λοιπόν. Γειά σας μάγκες! Κι άλλη φορά να ξέρετε. Από δώ πάει για Αθήνα. Αλλά περνάει και από Μοσχάτο και από Ρέντη πρώτα!
Οι άλλοι χαχάνισαν και έφυγαν προς τα κάτω, ευχαριστημένοι που γνώρισαν νέους γάβρους.
Εμείς ξαφυσήσαμε ανακουφισμένοι και πιάσαμε γαλαρία. Είχαν περάσει μόλις 4 ώρες απ τη στιγμή που παρατήσαμε τον φραπέ μας και ξαμοληθήκαμε στα Φάληρα και στις Ελαϊδες
Κι όμως. Ηταν σαν να είχε περάσει ολόκληρο εικοσιτετράωρο!
4 σχόλια σχετικά με το “Ντέρμπυ να θυμάσαι …”
Έλεος..
Τόση ώρα διαβάζω και περιμένω το πικάντικο κομμάτι με το ξύλο, για να μας πεις στο τέλος ότι δεν σας δείρανε;; Ξενέρωμα..
πολυ ωραιο κειμενο..
εγω παλι περιμενα να τους δειρετε..lol
περα απ’την πλακα μια περιπου ιδια κατασταση ειχε περασει ο θειος μου παλια αλλα σε αγωνα Αεκ-Παο..αλλα τελικα το φαγε το ξυλο..
Ξύλο παραλίγο να φάω σ ένα μπάσκετ Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός, αλλά από τους δικούς μας 🙂
Αψογο!