Μια γλώσσα που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει
Κάνοντας ζάπινγκ στα δορυφορικά κανάλια πριν από αρκετά χρόνια, όταν ακόμα το ίντερνετ λειτουργούσε με ταχύτητες Βασίλη Τσιάρτα ακόμα και σε περιπτώσεις που ήθελες απλά να ανοίξεις μια σμικρυμένη φωτογραφία του Ρομπέρτο Κάρλος και η δορυφορική ήταν μια από τις λιγοστές σου επιλογές για να δεις πως ακριβώς ζούνε οι άνθρωποι που δεν μιλάνε Ελληνικά κι έτσι δεν μπορούν να απολαύσουν τον Νίκο Αλέφαντο ή τον Βασίλη Λεβέντη, είχα πέσει πάνω σ’ ένα ντοκιμαντέρ για τον Μίκαελ Λάουντρουπ.
Με μια πρώτη σκέψη η συγκεκριμένη τηλεοπτική επιλογή φαινόταν ιδανική για εκείνη την ώρα αλλά υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα: Το ντοκιμαντέρ ήταν στα Δανέζικα κι εγώ το μόνο Δανέζικο που ήξερα πέρα από το όνομα του Μίκαελ Λάουντρουπ ήταν το όνομα του αδερφού του, Μπρίαν. Εκτός αυτού, το να παρακολουθείς ανθρώπους να μιλάνε αρκετή ώρα στα Δανέζικα αντέχεται μόνο σε περίπτωση που αυτό που βλέπεις το έχει σκηνοθετήσει ο Βίντερμπεργκ και ο ένας εκ των ανθρώπων είναι ο Μαντς Μίκελσεν και στην συγκεκριμένη περίπτωση τίποτα από τα δυο δεν συνέβαινε.
Το γεγονός ότι ανάμεσα σε άγνωστους Δανούς, που από το νοσταλγικό τους βλέμμα υπέθετα ότι μιλούσαν για την παιδική ηλικία του Λάουντρουπ, περνούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η γνώριμη φιγούρα του Γιόχαν Κρόιφ, κρατούσε οριακά το δάχτυλο μου μακριά από το κουμπί που αλλάζει κανάλι αλλά το ότι ο Κρόιφ μιλούσε Ολλανδικά, με τα οποία επίσης δεν έχω καμία απολύτως σχέση, με έκανε να νοσταλγώ τις πρώτες-πρώτες επιλογές του τηλεκοντρόλ όπου τουλάχιστον μπορούσα να ακούσω γνώριμες λέξεις, όπως “ερωτοδικείο” και “βλαχάρα”.
Και τότε, λίγο πριν η υπομονή μου εξαντληθεί, άρχισαν τα highlights. Ενδιάμεσα από τύπους που εκστόμιζαν λέξεις που δεν καταλάβαινα ο σκηνοθέτης πλέον πετούσε και πλάνα με τα κατορθώματα του Λάουντρουπ στον αγωνιστικό χώρο. Και εκεί δεν χρειαζόταν καμία λέξη, σε καμία γλώσσα. Ο Λάουντρουπ προσπερνούσε αντιπάλους με μια αδιανόητη ευκολία και χάρη, με μια τεχνική και ένα στυλ που στο μυαλό μου ταίριαζε μόνο στους μεγάλους θρύλους του ποδοσφαίρου, στους οποίους φυσικά και δεν συγκαταλεγόταν ως τότε ο ψυχρός Δανός. Και δεν ήταν μόνο οι χορευτικές του ντρίπλες, ούτε η χαρακτηριστική άνεση με την οποία περνούσε τη μπάλα από το ένα του πόδι στο άλλο (κάτι που θα στοιχημάτιζες ούτε θα μπορούσε να κάνει και μέσα σε ασανσέρ 4 ατόμων με 3 σκληροτράχηλους αντιπάλους να τον μαρκάρουν), ούτε τα αμέτρητα γκολ του, ούτε τα εξαιρετικά του σουτ. Ήταν οι ασίστ του.
Ο Λάουντρουπ συνδύαζε φαντασία και γεωμετρία στις πάσες του, περνούσε την μπάλα από όπου ήθελε και όπως ήθελε, είτε με δυνατές συρτές μπαλιές, είτε με αριστοτεχνικά σηκώματα της πάνω από αναστατωμένα κεφάλια, διέλυε ολόκληρη την αμυντική διάταξη μιας ομάδας με μια απλή επαφή από το χώρο του κέντρου, είχε το χάρισμα του πλέι μέκερ, ο οποίος φτιάχνεται δημιουργώντας ένα σχεδόν έτοιμο γκολ για κάποιον άλλον, ένα χαρακτηριστικό που ξεχώριζα και συνεχίζω να ξεχωρίζω στο ποδόσφαιρο, όπως ακριβώς και ο Ερικ Καντονά.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πόση ώρα κράτησε το ντοκιμαντέρ για να υπολογίσω πόση ώρα έμεινα αποσβολωμένος μπροστά σε μια τηλεόραση από τα ηχεία της οποίας έβγαιναν ακατάληπτες προτάσεις. Αυτό που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι το είδα ως το τέλος, ως τη στιγμή που μαύρισε η οθόνη και εμφανίστηκαν διαφημίσεις, και μπορεί να μην κατάλαβα ούτε μια πληροφορία απ’ όσες πιθανόν δόθηκαν αλλά έκλεισα την τηλεόραση με μια αίσθηση πληρότητας και απόλαυσης, που όπως δεν χρειάζεται λέξεις για να δημιουργηθεί στον εγκέφαλο σου, δεν χρειάζεται λέξεις και για να περιγραφεί σε κάποιον άλλον.
Λίγα χρόνια μετά ανακάλυψα ένα μικρό χειρόγραφο του Παύλου Σιδηρόπουλου που περιγραφεί ικανοποιητικά αυτή την κατάσταση παρ’ όλο που μιλάει για κάτι διαφορετικό, πολύ ανώτερο και πιο δυνατό από το ποδόσφαιρο:
Η μουσική είναι η μόνη γλώσσα που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει. Ο μόνος τρόπος συνεννόησης. Είναι μια αδερφοσύνη. Να το θυμάσαι, φίλε μου. Κάποτε δε θα χρειάζεται να μιλάμε. Θα στο αποδείξω αμέσως τώρα.
Ήταν μια βραδιά που μπήκα σ’ ένα κέντρο, έτσι για να ακούσω πάλι λίγη μουσική. Έπαιζε εκεί ένας φλαουτίστας, που αργότερα έμαθα ότι ήταν ο καλύτερος της Γιουγκοσλαβίας. Δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο το βράδυ η μουσική και ειδικά η έκφραση αυτουνού του ανθρώπου με είχαν μαγνητίσει. Ήταν ένα ξέχειλο παράπονο, μια αισιόδοξη μελαγχολία κι ένας ξέφρενος ενθουσιασμός συνάμα. Χωρίς να πολυσκεφτώ σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του.
Ήταν μια χάρη που του ζήτησα. Να μου παίξει το ‘Body and soul’. Χαμογέλασε. Άφησε το φλάουτο κι έπιασε το σαξόφωνο. Οι νότες που ξεχύθηκαν μαζί με το χαμόγελό του, που είχε καρφωθεί πάνω μου, μου θύμιζαν αιώνια Άνοιξη. Τα μάτια του κοίταζαν την καρδιά μου. Ήμασταν πια δυο φίλοι. Κι ας μην είδα ποτέ πια ξανά τον φλαουτίστα Μίλαν Στογιάνοβικ.
Άλλωστε δεν χρειαζόταν να τον ξαναδώ. Δεν νομίζω ότι θα ‘χαμε τίποτα παραπάνω να πούμε οι δυό μας.
Τα ‘χαμε, ήδη, πει όλα.
2 σχόλια σχετικά με το “Μια γλώσσα που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει”
Εκπληκτικό άρθρο!
Πωπω φιλε τρομερο αρθρο τρομερη δουλεια και μιλησες μες στην καρδια μου. Δυστυχως μαλλον ειμαι λιγο νεωτερος (88 γεννηθεις) και δυστυχως δεν τον προλαβα στα ντουζενια του τον λαουντρουπ. Ειχα παθειομως το ιδιο μυρμυγκιασμα μυαλου μετα απο ενα βιντεο με highlights του μεγαλου Dennis Bergkamp , ποσο ημουν τοτε δεν θυμαμαι ακριβως , 12, 13 … Θυμαμαι εβλεπα ξανα και ξανα την τριπλα που σκαει στον καημενο τον νταμπιζα για να καταλαβω τι εκανε , πως , και γιατι .