Μια μικρή ωδή στον Τσικ Τσαρνλεϊ
Θα μπορούσε να έχει αγωνιστεί με επιτυχία, σε όλη τη Βρετανία, βάσει του ταλέντου του αντ’ αυτού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του σε ομάδες γύρω απ’ τη γενέτειρά του, τη Γλασκώβη, έχοντας και ένα μικρό πέρασμα απ’ τη Σουηδία για την Τζουργκάντεν, επειδή πολύ απλά εκεί ένιωθε άνετα και εκεί επίσης υπάρχει η μεγάλη του αγάπη. Για τον Τζέιμς Κάλαχαν «Τσικ» Τσάρνλεϊ άλλωστε το ποδόσφαιρο ως επάγγελμα έμπαινε πάντα σε δεύτερη μοίρα μιας και η βασική του ιδιότητα ήταν –και είναι- αυτή του ορκισμένου οπαδού της Σέλτικ. Από το ντεμπούτο του το 1982 ως παίκτης της Σεντ Μίρεν απέναντι στη Χιμπέρνιαν, όταν και είχε «κεράσει» με μία απίστευτη «ποδιά» στην πρώτη του μάλιστα επαφή τον Μάικ Κόνροϊ μέχρι και το τέλος το 2003 ως παίκτης της Πάρτικ Θιστλ, τον ενδιέφεραν μόνο τρία πράγματα. Το πρώτο να βλέπει την Σέλτικ, το δεύτερο να χαίρεται το παιχνίδι ως κάποιος που δεν μπαίνει σε συστήματα και καλούπια, και το τρίτο να προσπαθεί να παραμείνει ήρεμος εντός και εκτός γηπέδων. Αυτό δεν το κατάφερνε και πολύ συχνά.
Γεννημένος το 1963 χαρακτηρίστηκε από πολύ νωρίς ως σπουδαίο ταλέντο, χωρίς όμως να δικαιώσει ποτέ όλους αυτούς που τον πίστεψαν, ούτε φυσικά τον εαυτό του. Ένας κεντρικός μέσος με τρομερά σωματικά προσόντα και ένα υψηλής ποιότητας αριστερό πόδι που όλοι οι ειδικοί της εποχής τον έβλεπαν ακόμα και ηγέτη με τα χρώματα της εθνικής Σκωτίας σε μία περίοδο που η σπουδαία παλιά φουρνιά έμπαινε σιγά-σιγά στη Δύση της. Ο Τσικ από τα πρώτα χρόνια του στην Σεντ Μίρεν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, απουσίαζε συνεχώς από πολλές προπονήσεις επειδή προτιμούσε να δει μία προπόνηση της Σέλτικ. Άλλες φορές, ενώ είχε θέση βασικού, προτιμούσε να πάει σε αγώνα της Σέλτικ για να ξελαρυγγιαστεί στο πέταλο και πάντα σε όλα αυτά έμπαιναν και οι αμέτρητες βραδιές κραιπάλης και οι ακόμα πιο αμέτρητοι τσαμπουκάδες του. Όταν ήθελε ήταν ο τέλειος μέσος. Μπορούσε να σκοράρει με κάθε πιθανό τρόπο από την πιο δύσκολη γωνία, να μαρκάρει και να οργανώσει το παιχνίδι από χαμηλά με αξιοζήλευτες μπαλιές ακριβείας μόνο που αυτός προτιμούσε να τσακώνεται σε υγρά και σκοτεινά στενά για τους αγαπημένους του «Κέλτες». Κάπως έτσι δεν μπορούσε να στεριώσει κυριολεκτικά πουθενά φορώντας την φανέλα 15 διαφορετικών ομάδων. Σε αυτό το ταξίδι η Πάρτικ Θιστλ, του αγαπημένου του προπονητή Τζον Λάμπι, μπορεί να καυχιέται ότι τον είχε δικό της σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους λειτουργώντας περισσότερο ως το ησυχαστήριό του.
O Μπίλι Μακ Νιλ, προπονητής της Σέλτικ από το 1978 μέχρι το 1983 και από το 1987 μέχρι το 1991, εκτιμούσε πολύ το ταλέντο του Τσικ και προσπάθησε μάλιστα να τον φέρει στο Σέλτικ Παρκ. Ήταν στις αρχές του 1990, σε μία περίοδο που ο Τσάρνλεϊ ήταν στην καλύτερη φάση της καριέρας του ως παίκτης της Πάρτικ Θιστλ με τον προβληματικό του χαρακτήρα να μπαίνει εν τέλει εμπόδιο. Η δήλωση του Μακ Νιλ «το δεξί μου χέρι μου λέει να σε υπογράψω και το αριστερό θέλει να με χτυπήσει» έχει μείνει στην ιστορία του Σκοτσέζικου ποδοσφαίρου μιας και ο Τσικ βρέθηκε για πρώτη φορά πολύ κοντά στο να εκπληρώσει το όνειρό του. Όπως έχει παραδεχτεί εκείνη ήταν η πιο απογοητευτική στιγμή της ποδοσφαιρικής ζωής του, μα δεν το έβαλε κάτω, φτάνοντας και πάλι αρκετά κοντά στη Σέλτικ, το 1994, στο δεύτερο πέρασμά του από την Πάρτικ Θιστλ. Ο Λου Μακάρι προπονητής της Σέλτικ εκείνο το διάστημα είχε σε τεράστια εκτίμηση τον Τσάρνλεϊ και τον κάλεσε να αγωνιστεί στο φιλικό που θα γινόταν στο Ολντ Τράφορντ, ανάμεσα σε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Σέλτικ, για να τιμηθεί ο σπουδαίος Μαρκ Χιουζ. Η φανέλα με το νούμερο 6 θα ήταν δική του κάτι που όμως το έμαθε ενώ ήταν μεθυσμένος μία μέρα πριν το παιχνίδι. Όπως έχει γράψει μάλιστα ο ίδιος ο Τσικ στην αυτοβιογραφία του, έφτασε στο Ολντ Τράφορντ, ενώ ήταν ακόμα με χάνγκοβερ, με αυτοκίνητο φίλου βάζοντας το κοστούμι του λίγα μέτρα πριν την είσοδο του Ολντ Τράφορντ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μισή ώρα πριν τη σέντρα.
Αυτό φυσικά δε τον εμπόδισε να είναι ο καλύτερος παίκτης της αναμέτρησης φορώντας την φανέλα της αγαπημένης του ομάδας απέναντι στην καλύτερη ομάδα της Αγγλίας εκείνη την εποχή. Η Σέλτικ επικράτησε με 3-1 με τον Τσάρνλεϊ να δημιουργεί δύο γκολ και να χαρίζει μία μοναδική στιγμή στο κοινό κάνοντας μία εξωπραγματική «ποδιά» στον σπουδαίο Ερίκ Καντονά, που είχε μείνει να τον κοιτάζει αποσβολωμένος, αποχωρώντας τελικά με την φανέλα του τεράστιου Ράιαν Γκιγκς και το βραβείο του παίκτη του αγώνα ως αναμνηστικά. Ο Μακάρι τον κάλεσε να δοκιμαστεί στο καλοκαιρινό τουρ της ομάδας που θα γινόταν στην Πορτογαλία, με τη μεταγραφή να θεωρείται «κλεισμένη», αλλά η απομάκρυνσή του από τον πάγκο των «Χουπς» έβαλε φρένο στην ολοκλήρωση της μετακίνησης. Ακόμα και η πίεση των φανατικών της Σέλτικ προς τη διοίκηση με το σύνθημα που είχε ξεκινήσει στο Ολντ Τραφορντ και έλεγε ότι «Υπάρχει μόνο ένας Τσικ Τσάρνλεϊ» δεν κατάφερε να αντιστρέψει την κατάσταση. Η απογοήτευση ήταν φυσικά μεγάλη και θεωρείται ότι εκείνο το σημείο ήταν ουσιαστικά και η αρχή του τέλους των σπουδαίων εμφανίσεων του παίκτη που γινόταν ολοένα και πιο βίαιος εντός (και πολλές φορές και εκτός) των γηπέδων. Το ρεκόρ άλλωστε των 17 αποβολών με τις περισσότερες από αυτές να είναι για χτυπήματα εκτός φάσης και όχι για κάποιο βίαιο μαρκάρισμα λέει πολλά για την ιδιοσυγκρασία του Σκοτσέζου μέσου.
Από το 1994 μέχρι και το 2003, όταν και έβαλε τέλος στην καριέρα του στην Πάρτικ Θιστλ, ουσιαστικά είχε μόνο δύο εξαιρετικές σεζόν. Η πρώτη το 1996-1997 στη Νταντί και η δεύτερη το 1997-1998 στη Χιμπέρνιαν. Εκεί, στους Χιμπς, είχε κρατήσει και την κορυφαία εμφάνισή του απέναντι στην ομάδα της καρδιάς του. Κάτι σαν να ήθελε να τους δείξει τι είχαν χάσει όλα αυτά τα χρόνια που δεν του έδωσαν ποτέ μία ευκαιρία, στερώντας κι από το ποδοσφαιρικό κοινό να δει ένα ντέρμπι Σέλτικ-Ρέιντζερς με τον Τσάρνλεϊ από τη μία και τον Γκασκόιν από την άλλη. Ήταν 3 Αυγούστου του ’97 με τους Χιμπς να υποδέχονται τη Σέλτικ στο ντεμπούτο μάλιστα του θρυλικού Χένρικ Λάρσον. Ο Τσάρνλεϊ ήταν απλά μαγικός σε ολόκληρο το παιχνίδι οργανώνοντας άψογα το παιχνίδι για την ομάδα του. Στο 75ο λεπτό και με το σκορ στο 1-1 ο Λάρσον που είχε περάσει στο παιχνίδι λίγα λεπτά νωρίτερα στη θέση του Τόμας Θορ θα κάνει λάθος πάσα στο κέντρο του γηπέδου. Ο Τσικ θα πάρει την μπάλα, θα την περάσει μαεστρικά ανάμεσα από τα πόδια του νεαρού Σουηδού και με έναν αριστερό κεραυνό σχεδόν από τα 30 μέτρα θα καρφώσει τη στρογγυλή Θεά στο γάμα της εστίας του Γκόρντον Μάρσαλ γράφοντας παράλληλα το 2-1, που ήταν και το τελικό σκορ, μπροστά από το πέταλο που ήταν οι φανατικοί της Σέλτικ.
Στο πέταλο των οπαδών της Σέλτικ ήταν και ο γιος του που όπως λέει ο μύθος έκανε πολλές μέρες για να μιλήσει στον «προδότη» μπαμπά του κάτι που δεν ενόχλησε καθόλου την κόρη του την Ντανιέλα που ήταν μασκότ στην αναμέτρηση. Λέγεται μάλιστα πως όταν οι ομάδες έμπαιναν στον αγωνιστικό χώρο η μικρούλα ζήτησε από τον διαιτητή της αναμέτρησης να μην αποβάλλει τον μπαμπά της με τον διαιτητή, όταν άκουσε το όνομα του Τσικ, να της λέει ότι δεν μπορεί να της υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Την επόμενη σεζόν, αφού είχε βρεθεί για τρίτη φορά στην Πάρτικ Θιστλ, κι ενώ ήταν σε κάποιο πάρκο του επιτέθηκαν δύο ληστές. Ο ένας μάλιστα κρατούσε ένα σπαθί σαμουράι. Ο Τσικ κατάφερε να αμυνθεί πολύ καλά παίρνοντας το σπαθί στα δικά του χέρια και κυνηγώντας τους δύο επίδοξους ληστές για πάρα πολλά μέτρα κάνοντας όλους τους ανθρώπους που είχαν βγει για μία χαλαρή βόλτα στο πάρκο να παγώσουν. Την ίδια εβδομάδα οι φίλοι της ομάδας των ψήφισαν ως τον σπουδαιότερο παίκτη στην ιστορία του κλαμπ. Όπως είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό ο λαός της Σκωτίας ξέρει να εκτιμά το καλό ποδόσφαιρο και τις ακόμα μεγαλύτερες αξίες.
Όσοι θέλετε να μάθετε περισσότερα για αυτή την τόσο ιδιαίτερη προσωπικότητα μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο “Seeing Red – The Chic Charnley Story“. Για την ιστορία, το προσωνύμιο που ακολουθούσε τον ποδοσφαιριστή όλα τα χρόνια που έπαιξε ποδόσφαιρο ήταν το Hot Head. Ο λόγος είναι πολύ απλός και δε νομίζω πως χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις.
1 σχόλια σχετικά με το “Μια μικρή ωδή στον Τσικ Τσαρνλεϊ”
Παίδες, γάμησε το άρθρο – μια διευκρίνιση μόνο για να μη σας κυνηγάνε σε κανένα πάρκο. Πάρτικ Θίστλ, όχι Πάτρικ.