O μυστακοφόρος ψυχάκιας της Βρετανίας
Στο Αγγλικό (και το Βρετανικό) ποδόσφαιρο των 70’s, των 80’s αλλά και των 90’s υπήρξαν ένα σωρό σκληροί και βίαιοι ποδοσφαιριστές. Το παράδοξο είναι πως όλοι αυτοί δεν ήταν μόνο αμυντικοί ή κεντρικοί μέσοι, θέσεις δηλαδή που έχουν αρκετό ξύλο επειδή οι παίκτες βρίσκονται σε συνθήκες άμυνας. Στην Αγγλία πολλοί επιθετικοί (ή επιθετικογενείς) παίκτες είχαν και έχουν ιστορικό βίας και χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας. Από τον θρύλο της Έβερτον, Ντάνκαν Φέργκιουσον στο Μικ Χάρφορντ της Λούτον και απ’ τον μεσοεπιθετικό γυρολόγο Τσίκ Τσάρνλει στον άλλο γυρολόγο της Αγγλίας τον Μπίλι Γουάιτχερστ στην πιο πρόσφατη περίπτωση του γκόλφερ Κρεγκ Μπέλαμι. Όλοι τους έπαιζαν συχνότερα ξύλο και απ’ το Μαϊκ Τάισον όταν ο διάσημος μποξέρ είχε βρεθεί για τρία χρόνια σε φυλακές των Η.Π.Α.
Ποιος ήταν όμως ο σκληρότερος και βιαιότερες όλων; Σύμφωνα με το γνωστό δημοσιογράφο της Daily Mail, Μπέρνι Φρεντ ο τίτλος αυτός ανήκει δικαιωματικά στον επιθετικό Ρόι ΜακΝτόναχ. Ο δημοσιογράφος έχει γράψει μάλιστα και ένα βιβλίο για την περιπτωσάρα του παίκτη με τίτλο “Red Roy”. Ο ΜακΝτόναχ, για να σας βάλω καλύτερα στο κλίμα, έχει ψηφιστεί ως ο πιο βρώμικος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της Βρετανίας. Ο ίδιος – λογικά – θα πίνει ένα ποτάκι κάθε μέρα σε αυτό, μιας και δεν νομίζω να τον στεναχώρησε ιδιαίτερα αυτός ο “τίτλος ευγενείας”. Όχι Σερ δεν τον έκανε η Βασίλισσα και είναι κάτι που λογικά θα συζητιέται αρνητικά στο Μπάκινγκχαμ.
Ο ΜακΝτόναχ γεννήθηκε το 1958 στο Σόλιχολ και στα 18 του θα διχάσει το ποδοσφαιρικό κοινό του Μπέρμινγκχαμ μιας και άφησε την Άστον Βίλα – όπου και είχε κάνει τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα – για τη φανέλα της συμπολίτισσας Μπέρμινγκχαμ. Εννοείται είχε προλάβει να δεχθεί την πρώτη του κόκκινη κάρτα ενάμιση χρόνο νωρίτερα στο σχολικό κύπελλο της πόλης όταν και προσπάθησε να χτυπήσει το διαιτητή της αναμέτρησης. Όταν έκλεισε την καριέρα του στην Κόλτσεστερ, το 1994, ο αριθμός των αποβολών του είχε φτάσει τις 22 κάτι που αποτελεί ρεκόρ για την Αγγλία. Ο ίδιος πάντως το θεωρεί τελείως φυσιολογικό μιας και όπως γράφει στο βιβλίο του ο Φρεντ “σε 20 χρόνια καριέρας οι 22 αποβολές είναι ένας μικρός αριθμός, μία και κάτι ανά σεζόν”. (Ο Γιώργος Ανατολάκης μόλις γέλασε σαρδόνια στο Υπουργείο που δουλεύει ως υπάλληλος).
Απ’ το ’78 όταν και άφησε το Σεντ Άντριους μέχρι το 1994 που αποσύρθηκε απ’ την ενεργό δράση πρόλαβε να αγωνιστεί σε 9 ομάδες (και την Τσέλσι όταν αυτή αγωνίζονταν σε μικρότερες κατηγορίες) και να τρομοκρατήσει συμπαίκτες και αντιπάλους απ’ τη θέση του επιθετικού στις μικρές κατηγορίες της Αγγλίας. Δίπλα σε όλα τα περιστατικά βίας και σε μερικά εξαιρετικά τέρματα θα υπάρχει πάντα ως παράσημο ο αποκλεισμός της Τότεναμ στο β’ γύρο του Λιγκ Καπ τη σεζόν ’89/’90 ως παίκτης της Σάουθεντ Γιουνάϊτεντ – εννοείται ο ΜακΝτόναχ είχε αποβληθεί στο τέλος του αγώνα – και το νταμπλ ημιεπαγγελματιών με την Κόλτσεστερ το 1992. Στον τελικό κυπέλλου η ομάδα του “Ρεντ Ρόι” είχε επικρατήσει με 3-1 της Γουϊτον Άλμπιον στο Γουέμπλει. Ο Ρόι ΜακΝτόναχ είχε το ρόλο του παίκτη-προπονητή απ’ το 1991 ως και το 1994 όταν και απολύθηκε. Σεβασμός μηδέν στο Στάδιο Κομιούμιτι όπως καταλαβαίνετε για ένα “ποδοσφαιράνθρωπο” που έβαλε το τιμημένο Κόλτσεστερ στον ποδοσφαιρικό χάρτη.
Ο σκληρός και βίαιος χαρακτήρας του είχε διαμορφωθεί σε νεαρή ηλικία όταν και μεγάλωσε φτωχικά παρέα με τα τρία αδέρφια του (ο ένας δίδυμος) και τις δύο αδερφές του με την εικόνα του πατέρα να είναι συνεχώς απούσα. Μόνη διέξοδος ήταν το ποδόσφαιρο με τους “δαίμονες” του παρελθόντος όμως να μην αφήνουν ποτέ τον παίκτη να ηρεμήσει. Όλα αυτά που τον βασάνιζαν έβγαιναν – δυστυχώς – και στην προσωπική του ζωή. Πολύ ποτό, πολλές γυναίκες (χωρίς να είναι και Σπαλιάρας), ένα διαζύγιο και ο χαμός του καλύτερου του φίλου – και συμπαίκτη του στην Κόλτσεστερ – Τζον Λάιονς, οδήγησαν τον ΜακΝτόναχ στον αλκοολισμό.
Υπήρχε περίοδος της ζωής του που για περίπου δέκα μήνες έπινε 7-8 μπουκάλια τη βδομάδα, σύμφωνα πάντα με φίλους και συμπαίκτες, τα χρόνια στην Κόλτσεστερ. Αν και όπως έχει πει ο ίδιος τα προβλήματα αλκοολισμού είχαν ξεκινήσει στην Έξετερ το 1984 όταν ο προπονητής της ομάδας Τζιμ Άλλει δεν εμπιστευόταν σχεδόν ποτέ το ταλέντο του σε μια περίοδο που ήταν πανέτοιμος για το μεγάλο βήμα στην καριέρα του. Κάτι που δεν έγινε ποτέ και κάτι που τον άλλαξε προς το χειρότερο όπως είναι εύκολο να καταλάβετε. Εκείνη την περίοδο αποβλήθηκε για το περιβόητο κουνγκ-φου χτύπημα στον Τόνυ Πιούλις σε ένα παιχνίδι κυπέλλου κόντρα στη Μπρίστολ Ρόβερς. Τσακώθηκε με τον πρώην συμπαίκτη του Ντέιβιντ Μόγιες όταν αυτός έπαιζε στην Κέημπριζ και φυσικά τα νεύρα και οι βίαιες συμπεριφορές ήταν υπόθεση ρουτίνας για τον παίκτη, σε βαθμό που να τον φοβούνται ακόμα και οι συμπαίκτες με τους προπονητές του.
Ο Ρόι ΜακΝτόναχ δεν υπήρξε ποτέ ο σούπερ ταλαντούχος επιθετικός. Δεν ήταν ποτέ υπόδειγμα αθλητή ούτε καν ανθρώπου. Ήταν – ως νέος – αυτό που οι γονείς μας έλεγαν να μη γίνουμε όταν μεγαλώσουμε (το καταφέρατε;) αλλά είναι και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εποχής πιο ρομαντικής, πιο ερασιτεχνικής, με λιγοστά φώτα και πολλά περισσότερα σκοτάδια. Ένας ποδοσφαιριστής που λογικά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν θα άντεχε ούτε μισή σεζόν. Για τους φίλους της Κόλτσεστερ θα είναι πάντα ένας ήρωας, άλλωστε μπήκε στο Hall Of Fame της ομάδας το 2012, και για τον εαυτό του θα είναι πάντα ένας αδικημένος, λιγάκι νευρικός επιθετικός μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Άλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει πως βρίσκει ελάχιστα κοινά στο δικό του ποδόσφαιρο με αυτό της εποχής μας.
Γι’ αυτό λοιπόν κλείνω και εγώ το κείμενο με μερικά δικά του λόγια. “Οι σημερινοί μοντέρνοι ποδοσφαιριστές δεν ξέρουν πόσο παραχαιδεμένοι είναι. Θεωρούν πως το παιχνίδι είναι περισσότερο γρήγορο απ’ ότι ήταν 30 χρόνια πίσω αλλά εμείς πίναμε, τσακωνόμασταν και παίζαμε κάθε τρεις μέρες. Δεν φτιάχναμε τα μαλλιά μας, δεν μας έκαναν μασάζ και φυσικά δεν κλέβαμε τους αντιπάλους ούτε κοροϊδεύαμε το κοινό πέφτοντας στο έδαφος με το παραμικρό”.