Μάλκολμ Άλισον: ο πλεϊμπόι που άλλαξε τη μοίρα της Μάντσεστερ Σίτι
Ο Ζοσέ Μουρίνιο λέει ότι ήταν ένας από τους προπονητές που τον επηρέασαν περισσότερο. Όμως, όσο κι αν προσπαθεί ο Πορτογάλος –και προσπαθεί πολύ– δεν θα γίνει ποτέ τόσο σταρ.
Ο Μάλκολμ Άλισον έγινε ο Μάλκολμ Άλισον όταν κατάλαβε πως η ζωή είναι πολύ μικρή. Πριν από αυτό, πριν δηλαδή αρρωστήσει στα 30 από φυματίωση κι αναγκαστεί να εγκαταλείψει την μπάλα, έπαιζε στη Γουέστ Χαμ, παθιαζόταν με τη μελέτη του έργου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, δεν κάπνιζε, δεν έπινε και ζούσε μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Μετά; Μετά άφησε στο πόδι του τον 17χρονο αναπληρωματικό του, τον Μπόμπι Μουρ, κι άρχισε να ζει κάθε του μέρα σαν να ήταν η τελευταία.
Γίνεται επαγγελματίας τζογαδόρος, ενδεχομένως και ζιγκολό, ανοίγει ένα δημοφιλές νάιτ κλαμπ στο κέντρο του Λονδίνου, δηλαδή στο κέντρο του κόσμου. Αποκτά ακριβά γούστα: πούρα, σαμπάνιες και διάσημες γυναίκες. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε –με απόλυτη επιτυχία; Να τα φτιάξει με την Κριστίν Κίλερ, την πρωταγωνίστρια ενός συγκλονιστικού ερωτικού και γεωπολιτικού σκανδάλου –τα είχε ταυτόχρονα με τον Σοβιετικό Στρατιωτικό Ακόλουθο και με τον Βρετανό Υπουργό Άμυνας, Τζον Προφιούμο. Το ότι ο Άλισον στη συνέχεια τα έφτιαξε διαδοχικά και με τη γυναίκα και με την γκόμενα ενός κινηματογραφικού κατασκόπου, του Ρότζερ Μουρ, είναι λιγότερο εντυπωσιακό.
Αλλά το ποδόσφαιρο αποδεικνύεται εθιστικότερο. Ο Άλισον ήταν από τους ποδοσφαιριστές που σκέφτονταν πάντα σαν προπονητές. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στη Βιέννη, είδε την Εθνική Αυστρίας να παίζει και, κυρίως, να προπονείται: «Υπήρχε ξεχωριστός προπονητής για τους αμυντικούς, για τους επιθετικούς, για τους τερματοφύλακες. Και οι προπονήσεις γίνονταν με μπάλα! Όταν γύρισα στην Αγγλία, στην Τσάρλτον, δεν ξαναείδα μπάλα στην προπόνηση, μόνο τρέχαμε». Μια ακόμη εμπειρία θα τον πείσει ότι κάτι δεν κάνουν σωστά οι Άγγλοι: το 1953, θα είναι στο Γουέμπλεϊ, θεατής στο περίφημο φιλικό όπου η μαγική Ουγγαρία, ταπείνωσε την μέχρι τότε ανίκητη Εθνικής Αγγλίας 3-6.
Καθόλου ικανοποιημένος με τη δουλειά του προπονητή του στη Γουέστ Χαμ, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του: οργανώνει πρόγραμμα προπονήσεων –με μπάλα, βέβαια– και μυικής ενδυνάμωσης για όλη την ομάδα, και βραδινές συναντήσεις σε παρακείμενο ιταλικό εστιατόριο με συζητήσεις για την τακτική –τον φανταζόμαστε να παρατάσσει κεφτεδάκια και αλατιέρες σε 4-2-4 ώστε να ξεστραβώσει τους συμπαίκτες του. Η ομάδα ανεβαίνει κατηγορία λίγους μήνες πριν ο αρχηγός κι αναμορφωτής της αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο.
Το 1963 ξαναγυρίζει, λοιπόν, ως προπονητής. Ξεκινάει από ερασιτεχνικές ομάδες, με επιτυχία αλλά πάντα σοκάροντας με τον τρόπο ζωής του –χωρίζει τη γυναίκα του για χάρη μιας 16χρονης στριπτιζέζ.
Ο θρύλος του γεννιέται το 1965, στο μελαγχολικό Μάντσεστερ, δίπλα στον Τζο Μέρσερ. Ο προπονητής της ακόμη πιο μελαγχολικής Σίτι, που τότε πάλευε να ανέβει στην πρώτη κατηγορία, είχε πάθει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό και έψαχνε κάποιον με χαρισματική προσωπικότητα, κάποιον που να κάνει περισσότερα από όσα ένας συνηθισμένος βοηθός προπονητή. Ο Άλισον ήταν ο άνθρωπός του και ερχόταν αποφασισμένος: «Βαρέθηκα να βλέπω όλα τα σχολιαρόπαιδα στην πόλη να φορούν την καταραμένη κόκκινη φανέλα. Αυτό πρέπει να αλλάξει!».
Απομένει να πείσει τους παίκτες, πράγμα όχι εύκολο, ειδικά όταν φτάνει στην πρώτη προπόνηση με ένα εντυπωσιακό καπέλο –«μου το έκανε δώρο μια φίλη μου». Λίγοι μήνες αρκούν. Ο Μάικ Σάμερμπι παραδέχτηκε αργότερα πως ίσως να τον αγαπούσε περισσότερο από ό,τι τη γυναίκα του: «Πώς να μην τον αγαπήσουμε; Φτάναμε στo τέρμα με τρεις πάσες, παίζαμε απλά και γρήγορα, ήμασταν σε συνεχή κίνηση. Ήμασταν ομάδα». Το 1966 ανεβαίνουν, το 1968 κερδίζουν την τελευταία αγωνιστική το πρωτάθλημα, αφήνοντας δεύτερη τη Γιουνάιτεντ, το 1969 το Κύπελλο, το 1970 το Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Κυπελλούχων. Ο τελικός έγινε στη Βιέννη, εκεί που άρχισαν όλα. Ο τίτλος, ο μοναδικός ευρωπαϊκός της Σίτι μέχρι σήμερα, θα γιορταστεί με ποταμούς σαμπάνιας.
Μα γιατί αυτή η μεταμόρφωση της Σίτι, η περηφάνεια, οι τίτλοι, πιστώνονται στον Άλισον; Δεν ήταν παρά ο βοηθός. Μήπως επειδή τραβούσε τα φώτα της δημοσιότητας; Καθόλου. Ήταν ένας καινοτόμος προπονητής, από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τη διαιτολογία και τις εργομετρικές μετρήσεις για τη βελτίωση των παικτών. Απαγόρεψε τη μπύρα –αλλά επέτρεψε, έκπληξη, τη σαμπάνια–, ετοίμαζε ο ίδιος το μενού τους, συνεργαζόταν με πανεπιστημιακές κλινικές ώστε να ελέγχει επιστημονικά τη φυσική τους κατάσταση, έψαχνε συνεχώς για νέες τεχνικές προπόνησης, ολοένα και πιο σκληρές: οι παίκτες έκαναν εμετό από την εξάντληση αλλά συνέχιζαν να τον λατρεύουν.
Κι οι φίλαθλοι ακόμη περισσότερο. Αν δεν έγινε ήδη φανερό, αντιπαθούσε κάπως την άλλη ομάδα της πόλης: «Σιχαίνομαι το υφάκι των παικτών και τους περισσότερους φιλάθλους της». Τη χρονιά του τίτλου, πλήρωσε έναν μικροπωλητή να σκαρφαλώσει και να κατεβάσει μεσίστια, σε ένδειξη πένθους, τη σημαία στο Ολντ Τράφορντ και σε μια δεξίωση απάντησε στα κολακευτικά λόγια του προπονητή της Γιουνάιτεντ Ματ Μπάσμπι αποκαλώντας τον «Ματ Μπέιμπι».
Το 1969, αρνείται πρόταση της Γιουβέντους γιατί ήθελε να αποφύγει μια Ουγγαρέζα στριπτιζέζ που είχε γνωρίσει στο Τορίνο. Στο Μάντσεστερ, συναντιέται κρυφά στα αποδυτήρια με μια υποψήφια Μις Βρετανία που του ζήτησε να τη βοηθήσει να χάσει βάρος. Στο Μουντιάλ του 1970, εμφανίζεται καθημερινά ως σχολιαστής στην τηλεόραση. Άνετος, γοητευτικός, παθιασμένος, δεν διστάζει να τσακώνεται, να σαρκάζει, να βρίσκει τον Πελέ και τον Μπεκενμπάουερ κάπως αργούς, να γίνεται κάθε μέρα και πιο γνωστός.
Ο Άλισον, «Big Mal» για τους φίλους, «Έρολ Φλιν του ποδοσφαίρου» για τον Μπράιαν Κλαφ, έγινε αστέρι, όπως κανείς προπονητής πριν από αυτόν. Ακολουθεί η πτώση. Ένας παίκτης του θυμάται: «Διάβαζε τόσα βιβλία για τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν που δεν του αρκούσε πλέον να είναι προπονητής, δεν τον ενδιέφερε». Πολύ λιγότερο βοηθός προπονητή. Το 1972 περιθωριοποιεί τον Μέρσερ και αναλαμβάνει την ομάδα μόνος. Ακολουθούν πανάκριβες και άτυχες μεταγραφές, υπερφίαλες δηλώσεις με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, και αποτυχία. Το 1973, ο Big Mal απολύεται, μετά από εννιά χρόνια στη Σίτι. Γυρίζει στο Λονδίνο στην ταπεινή Κρίσταλ Πάλας. Αξιοσημείωτα γεγονότα: μια πρόκριση στα ημιτελικά του Κυπέλλου, με νίκη επί της μισητής Λιντς, και η καθιέρωση του καπέλου. Μια εντυπωσιακή φεντόρα, ώστε να φαίνεται από τις κερκίδες όταν θα δείχνει στους αντίπαλους το σκορ, εδώ 3-2 επί της Τσέλσι.
Θα φύγει κακήν-κακώς κι από την Πάλας. Μια πορνοστάρ θα κάνει αποθεραπεία στην πισίνα γυμνή, μαζί με όλη την ομάδα. Την απαθανατίζουν οι δημοσιογράφοι που ο ίδιος κάλεσε: «Μόλις γδύθηκε, παρατήρησα πως το στήθος της δεν ήταν φυσικό. Κρίμα κι άδικο να απολυθώ για ένα κομμάτι πλαστικό».
Τα επόμενα είκοσι χρόνια θα γυρνά από πόλη σε πόλη: θα ξαναγυρίσει ως αναμενόμενος Μεσσίας και θα ξαναφύγει άδοξα από τη Σίτι, θα ξαναπάει στην Κρίσταλ Πάλας, στη Γαλατασαράι, θα κερδίσει πρωτάθλημα και κύπελλο με τη Σπόρτινγκ Λισσαβόνας το 1982, και θα τον διώξουν μετά από ένα ακόμη άγριο πάρτι στη διάρκεια της προετοιμασίας, θα φτάσει μέχρι το Κουβέιτ τη στιγμή που ξεσπούσε ο πόλεμος, θα ξαναγυρίσει στην Πορτογαλία όπου, προπονητής της Βικτόρια Σετούμπαλ, θα γνωρίσει έναν φιλόδοξο νεαρό, τον Ζοσέ Μουρίνιο, και θα καταλήξει στο Μίντλεσμπρο, όπου θα προτείνει την τοποθέτηση πορτοκαλί συνθετικού τάπητα στο γήπεδο.
Θα πεθάνει το 2010, κατεστραμμένος οικονομικά, καταθλιπτικός, με κρίσεις άνοιας κι αυτοκτονικές τάσεις. Μέχρι το τέλος, όταν δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμη και το όνομά του, έλεγε σε όποιον τον χαιρετούσε: «Είμαι καλύτερος από σένα».
3 σχόλια σχετικά με το “Μάλκολμ Άλισον: ο πλεϊμπόι που άλλαξε τη μοίρα της Μάντσεστερ Σίτι”
Ρε γαμώτο ήθελα να το γράψω εγώ αυτό το κείμενο…
Τι ωραια αρθρα ανεβαζετε ρε παιδια… Συνεχιστε ετσι!
“Βαρέθηκα να βλέπω όλα τα σχολιαρόπαιδα στην πόλη να φορούν την καταραμένη κόκκινη φανέλα. Αυτό πρέπει να αλλάξει!”. Λυπάμαι Άλισον, αλλά ακόμα δεν έχει συμβεί πολλά πολλά χρόνια μετά. Ίσως σε καμία 20αρια χρόνια. Ποιός ξέρει.