Η Ημέρα του Κάρλος Βαλντεράμα
Παρά τις διάφορες προσπάθειες ώστε το ποδόσφαιρο να γίνει δημοφιλές στις ΗΠΑ, τα παλιότερα πρωταθλήματα ήταν αποτυχημένα (συχνά με εξαιρετικά γραφικές στιγμές όπως θυμόμαστε) και η μπαλίτσα παρέμενε το άθλημα των μικρών κοριτσιών και των μαμάδων με το station wagon. Στη δεκαετία του ’90 και με το Μουντιάλ του 1994 να γίνεται σε διάφορα μέρη της χώρας, μια ακόμα προσπάθεια έλαβε χώρα ώστε το πιο δημοφιλές άθλημα του πλανήτη να ριζώσει και στις ΗΠΑ. Το MLS (Major League Soccer) άρχισε σιγά σιγά να φτιάχνεται παρέα με το Μουντιάλ και παρ’ ότι ο στόχος ήταν να ξεκινήσει το 1995, αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα.
Δέκα ομάδες, χωρισμένες σε δύο περιφέρειες, αγωνίστηκαν για 32 ολόκληρα ματς και όλα αυτά για να προκριθούν στα πλέι-οφ οι οκτώ και να αποκλειστούν μόλις δύο, με ένα σύστημα με τρεις βαθμούς στη νίκη και μηδέν στην ήττα. Και αν ρωτάτε για την ισοπαλία, είστε αδιαβάστοι και πρέπει να δείτε εδώ πρώτα. Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα από τα αστέρια εκείνης της σεζόν, σε μια λίγκα που είχε πολλά από τα καλά ονόματα της εθνικής των ΗΠΑ (όπως ο ΜακΜπράιντ, ο Γουινάλντα και ο Μπαλμπόα), αλλά και ορισμένους Λατίνους για να προσελκύσει αντίστοιχο κοινό στα γήπεδα. Έτσι, ο αγαπημένος Χόρχε Κάμπος, ο υπερ-αγαπημένος και υποτιμημένος Μάρκο Ετσεβερί και φυσικά ο Κάρλος Βαλντεράμα στα 35 του αποτέλεσαν τις ατραξιόν της πρώτης σεζόν στην ιστορία του MLS.
Δώσε στον Αμερικάνο κάτι τζάμπα και πάρ’ του την ψυχή
Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν και τόσο καλά, οι θεατές ήταν μεν αρκετοί (για τα ελληνικά δεδομένα) αλλά όχι αυτό που περίμεναν οι διοργανωτές που όλα τα αναγάγουν σε χρήματα και έτσι σε κάποιο γραφείο, κάποιοι άσχετοι με το άθλημα, μαζεύτηκαν για να βρουν λύσεις. Τότε κάποιος προφανώς θα ρώτησε: “Ποιος είναι ο πιο αναγνωρίσιμος παίκτης;”, ένας άλλος θα απάντησε: “εκείνος ο Κολομβιανός με το περίεργο μαλλί” και έτσι όλα πήραν το δρόμο τους.
Στις 18 Ιουλίου λοιπόν, η Τάμπα Μπέι Μιούτινι (σαναλέμε ανταρσία της Τάμπα Μπέι), μια ομάδα αρκετά καλή μεν, αλλά με λίγο κόσμο, ανακοίνωσε το μεγάλο event που θα γινόταν στο ματς απέναντι στους Κάνσας Σίτι Γουίζαρντς. Θα διοργάνωνε την “Ημέρα του Κάρλος Βαλντεράμα”, για να τιμηθεί ο τεράστιος ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν στο σύλλογο. Τα εισιτήρια του αγώνα θα ήταν μισοτιμής και παράλληλα, κάθε φίλαθλος από τους πρώτους χίλιους θα έπαιρνε ως δώρο μια κατάξανθη περούκα που θα φορούσε για να τιμήσει τον “Ελ Πίμπε” και δικαίωμα σε παραπάνω φαγητό. Ναι, δεν κάνουμε πλάκα. Και η γραφικότητα δεν τελείωσε εδώ.
Οι διοργανωτές ανάγκασαν τους παίκτες και των δύο ομάδων, να φορέσουν τις περούκες κατά την είσοδό τους στον αγώνα και την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, ενώ οι αναπληρωματικοί στους πάγκους φορούσαν τις περούκες σε όλη τη διάρκεια του αγώνα (και από όσα ξέρω, η Τάμπα στη Φλόριδα πρέπει να την έχει τη ζεστούλα της τον Ιούλιο). Την ίδια περούκα φορούσε (και έδινε οδηγίες με αυτή) και ο προπονητής του Κάνσας, κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ο Κάρλος που το έχει η μοίρα του να ζει γραφικά παιχνίδια, αλλά και να κάνει κι ο ίδιος διάφορες τρέλες (για καλό σκοπό) δεν πτοήθηκε από τη γραφικότητα του εγχειρήματος.
Το ματς ήταν μια γιορτή του ποδοσφαίρου (δεν έχω ιδέα, έτσι το είπα) που έληξε με 3-2 υπέρ των γηπεδούχων. Οι Τάμπα Μπέι παρά το ελάχιστο ενδιαφέρον του κοινού της Τάμπα, έκαναν αξιόλογη πορεία βγαίνοντας 1οι στην περιφέρεια της Ανατολής, αλλά και στη συνολική βαθμολογία. Το πλεονέκτημα της έδρας πάντως δεν ήταν και τόσο ισχυρό και όλοι οι κόποι της χρονιάς χάθηκαν στους τελικούς της Ανατολής, όταν ηττήθηκαν δυο φορές από τη D.C. Γιουνάιτεντ.
Δεν διαλέγεις τους γονείς σου…
Ο Βαλντεράμα πάντως, βγήκε MVP της σεζόν, καθώς παρά τα 35 του χρόνια μπορούσε ακόμα να κάνει τη διαφορά. Έπαιξε μέχρι το 2002 και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν στις ΗΠΑ, ειδικά σε εκείνες τις εποχές των πρώτων ετών που η αδιαφορία του κοινού ήταν σημαντική σε αντίθεση με τώρα. Αρκετά πιο αργός, χρειαζόταν μόνο να βγάλει πολύ μικρό ποσοστό του ταλέντου του πάνω στο χορτάρι για να έχει πάνω από 100 ασίστ συνολικά απέναντι σε αρκετούς τσουρουκάδες αντιπάλους. Οι Τάμπα Μπέι από την άλλη, άντεξαν μόλις πέντε χρόνια και μετά λόγω χαμηλών εσόδων κόπηκαν από την λίγκα και διαλύθηκαν.