Απ’τον Μάρλεϊ στον Κρόιφ: Ιστορίες καπνού, μουσικής (και μπάλας)
“Kινήθηκα προς το καμαρίνι και έφτασα πολύ γρήγορα στην πόρτα που θα με οδηγούσε στους μουσικούς. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να μιλήσω μαζί τους και να τους συγχαρώ για την παράσταση που μόλις μας είχαν προσφέρει. Αυτή ήταν μάλιστα η πρώτη μου επαφή με τη ρέγκε μουσική, τον Μπομπ Μάρλεϊ και την μπάντα του, τούς Wailers. Τελικά όταν άνοιξα την πόρτα, το μόνο που θυμάμαι ήταν ένα πυκνό σύννεφο “εξωτικού” καπνού που κάλυπτε κυριολεκτικά τα πάντα. Με τη μπάντα -τελικά- τα είπαμε την επόμενη μέρα”. (Έρικ Κλάπτον)
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Βρετανό θρύλο της ροκ που είχε την τύχη να ζήσει ζωντανά την πρώτη συναυλία του Μάρλεϊ και της μπάντας του, στο Λονδίνο, το μακρινό 1972. Μάλιστα ο Κλαπ (αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα) ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη μουσική των Τζαμαϊκανών που τελικά αγόρασε τα δικαιώματα του κομματιού “I Shot The Sheriff” και το συμπεριέλαβε, δύο χρόνια αργότερα, στον δίσκο του 461 Ocean Boulevard (μαζί με το country/reggae αριστούργημα “Willie and the Hand Jive” του Τζόνι Ότις), προκαλώντας πάταγο στα charts της Βρετανικής μουσικής σκηνής και όχι μόνο. Ο Κλάπτον είχε βάλει την ρέγκε στα σπίτια των Βρετανών για τα καλά, λίγο πριν σκάσει μύτη ο Τζο Στράμερ και μπολιάσει την Τζαμαϊκανή μουσική με το πανκ (στα τέλη των 70s) με τη δική του μπάντα, τους The Clash. Ιδιαίτερη σχέση με το ποδόσφαιρο δεν έχουν όλα αυτά και ελπίζω να καταλάβετε στη συνέχεια το λόγο που ξεκίνησα κάπως έτσι αυτό το κείμενο. Ίσως και όχι.
“Στη ζωή μου υπήρξα εθισμένος σε δύο πράγματα: To ποδόσφαιρο και το τσιγάρο. Το πρώτο μου έδωσε τα πάντα. Το δεύτερο μου τα πήρε όλα” (Γιόχαν Κρόιφ)
Την ίδια περίοδο που ο Κλάπτον ανακάλυπτε τη ρέγκε και τα σύννεφα καπνού των Wailers, σε ολόκληρο τον κόσμο, μεσουρανούσε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των Ολλανδών του Ρίνους Μίχελς και του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή που υπήρξε (και θα υπάρξει), του Γιόχαν Κρόιφ. Επίσης, ο σπoυδαιότερος Αμερικανός κινηματογραφιστής, κατ εμέ πάντα, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, έβγαζε σε κυκλοφορία το αριστούργημά του “Το Κουρδιστό Πορτοκάλι”, επηρρεάζοντας -άθελά του πάντα- και το ποδοσφαιρικό στυλ των Ολλανδών (εντός και εκτός των τεσσάρων γραμμών) αλλά και την οπαδική κουλτούρα, δεκάδες χρόνια αργότερα. Η ψυχεδέλεια βρίσκονταν στο απόγειό της και τίποτα -μα τίποτα- δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο, είτε αυτό ήταν στο σινεμά, στη μουσική ή ακόμα και στο ποδόσφαιρο. Λίγο αργότερα μας βγήκε από αριστερά και το φουτουριστικό σοβιετικό ποδόσφαιρο του Λομπανόφσκι και οι “ψαγμένοι ποδοσφαιρόφιλοι της εποχής” βρέθηκαν σε δύο διαφορετικά “στρατόπεδα”. Το πρώτο ήταν της ψυχεδέλειας των Ολλανδών, με φανερές “επιρροές” από Κιούμπρικ, και το δεύτερο η ποιητική αρτιότητα των Σοβιετικών, με φανερές “επιρροές” από Ταρκόφσκι. Εσείς τι προτιμάτε; Οδύσσεια του Διαστήματος ή Σολάρις; Aς επιστρέψουμε όμως στο ποδόσφαιρο στους πυκνούς καπνούς.
Ο Κρόιφ συνήθιζε να καπνίζει πάνω από δύο πακέτα τη μέρα ακόμα και τα χρόνια που έπαιζε ποδόσφαιρο. Κάπνιζε ενώ ο προπονητής έδινε εντολές στα αποδυτήρια, κάπνιζε ενώ ήταν στη φυσούνα και έμπαινε στον αγωνιστικό χώρο, κάπνιζε πριν και μετά το ντους, κάπνιζε όταν κάπνιζε και λογικά κάπνιζε επίσης ακόμα και στον ύπνο του (αν και γι’ αυτό δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες). Το ίδιο πάνω-κάτω έκαναν και οι περισσότεροι αστέρες του Άγιαξ της εποχής, όπως φυσικά και της εθνικής Ολλανδίας. Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως τα αποδυτήρια τόσο του Αίαντα όσο και των Οράνιε θύμιζαν -και μύριζαν- τεκέ της τρούμπας την περίοδο του μεσοπολέμου. Γνωστός αθλητικός φωτορεπόρτερ της χώρας μας είχε βρεθεί σε κάποιο αγώνα -που δεν μπορώ να θυμηθώ- των Οράνιε για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1974 και μου είχε αφηγηθεί (πριν χρόνια, όταν τα λέγαμε συχνά) πως όταν κατέβηκε -με χίλια δυο παρακάλια- στα αποδυτήρια των Ολλανδών μετά το παιχνίδι για μια φωτογραφία και άνοιξε την πόρτα, το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει ήταν ένα πελώριο και πυκνό σύννεφο καπνού ανάμεσα σε ιδρωμένες πορτοκαλί φανέλες και πεταμένα ποδοσφαιρικά παπούτσια δεξιά και αριστερά. Ο Κρόιφ βρίσκονταν στη μέση, ατάραχος στα όρια του νωχελικού και άναβε το ένα τσιγάρο από τη γόπα του άλλου. “Πρέπει να είχε καπνίσει 3-4 τσιγάρα όσο έμεινα στα αποδυτήρια για φωτογραφίες” τον θυμάμαι να μου λέει και δεν είχα κανένα λόγο να μη τον πιστέψω, γνωρίζοντας πολύ καλά το ιστορικό του “Ιπτάμενου Ολλανδού” με το τσιγάρο.
Τελικά αμφότεροι –όσο και αν οι Dead Prezz έχουν διαφορετική άποψη γι’ αυτό– πλήρωσαν το πάθος τους για τον καπνό με το ακριβότερο τίμημα. Την ίδια τους τη ζωή. Ο Κρόιφ τα τελευταία χρόνια της ζωής του (έχοντας παραδεχτεί το μεγάλο του λάθος) είχε γίνει πολέμιος του καπνίσματος. Για τον Μάρλεϊ δεν μάθαμε ποτέ και ούτε πρόκειται. Όπως και να έχει οι ιστορίες για το κάπνισμα στα αποδυτήρια των Ολλανδών θα λέγονται πάντα (με τις απαραίτητες σάλτσες) από γενιά σε γενιά και θα μας θυμίζουν μια περίοδο που το ποδόσφαιρο ήταν τόσο διαφορετικό, ρομαντικό, αληθινό και εντελώς “ροκ”. Πάρα πολύ διαφορετικό από το αποστειρωμένο και άκρως επαγγελματικό των ημερών μας. Και όσο κι αν αντιπαθώ πλέον το κάπνισμα, προτιμώ εκείνο το ποδόσφαιρο από αυτό των ημερών μας, όπως και προτιμώ τον Κλάπτον από τον Μάρλεϊ, κι ας έπαιζε ο Τζαμαϊκανός καλό ποδόσφαιρο.