Η σκυταλοδρομία του Μιλάνου
Το ποδόσφαιρο της Ιταλίας δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο χωρίς το Μιλάνο. Και το ποδοσφαιρικό Μιλάνο δεν θα ήταν ποτέ ίδιο αν η Φούτμπολ Κλαμπ Ιντερνατσιονάλε Μιλάνο δεν είχε δημιουργηθεί μέσα από την παλαιότερη Μίλαν μετά από διαμάχες εξαιτίας της πολιτικής της σε σχέση με τους ξένους παίκτες. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, μια ιστορία γεμάτη αντιθέσεις και ομοιότητες και μια τεράστια κόντρα που τη δεκαετία του 1960 βασίστηκε πάνω σε δύο παίκτες και έφτασε μέχρι και να καθορίζει την πορεία της εθνικής Ιταλίας.
Ο Τζιάνι Ριβέρα γεννήθηκε στην Αλεσάντρια, κοντά στο Τορίνο, αλλά δεν έπαιξε μπάλα στις δυο μεγάλες ομάδες της πόλης. Μόλις στα 15 του έκανε ντεμπούτο στην Α’ Εθνική με την τοπική Αλεσάντρια (κατά σύμπτωση απέναντι στην Ίντερ) και τη σεζόν 1959-60 έγινε γνωστός σε όλη τη χώρα. Το “χρυσό παιδί” έκανε εξαιρετική χρονιά, σκοράροντας έξι γκολ αν και χαφ. Παρά τους φόβους για τη σωματοδομή του και την ηλικία του, η Μίλαν τον απέκτησε με ένα μεγάλο για την εποχή ποσό. Ο Ριβέρα κατάφερε αμέσως να βρει χώρο στην 11αδα δίπλα σε παίκτες θρύλους όπως Τραπατόνι και Μαλντίνι και να κάνει αισθητή την παρουσία του. Από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έβγαλε ποτέ το ιταλικό ποδόσφαιρο, ένας αρτίστας χωρίς τρομερά αθλητικά προσόντα, αλλά με εξαιρετική τεχνική, πολύ μυαλό και απίστευτη πάσα ακριβείας.
Ο αδικοχαμένος Βαλεντίνο Ματσόλα και ο μικρούλης Σάντρο
Την ίδια εποχή, στην ίδια πόλη, υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο ταλέντο από το Πιεμόντε. Ο Σάντρο Ματσόλα, γεννημένος στο Τορίνο, με πατέρα ποδοσφαιριστή στην Γκρανάτα. Μόλις στα 6 του ο Σάντρο τον έχασε στο τραγικό αεροπορικό δυστύχημα που ξεκλήρισε ολόκληρη τη μεγάλη Τορίνο εκείνης της εποχής. Ο Σάντρο δεν πτοήθηκε, έγινε κι αυτός ποδοσφαιριστής, αλλά προτίμησε το Μιλάνο και την Ίντερ. Την περίοδο που ο Ριβέρα ξεκινούσε να μεγαλουργεί στη Μίλαν, ο Ματσόλα το έκανε στην Ίντερ. Πιο γρήγορος και δυνατός, χωρίς να υστερεί στην τεχνική, αλλά και με έφεση στο σκοράρισμα, ο Ματσόλα ήταν ένα πολυεργαλείο στα χέρια κάθε προπονητή.
Ελένιο Ερέρα και Νερέο Ρόκο πριν από μία μάχη τους στο Σαν Σίρο
Τζιάνι και Σάντρο είχαν την τύχη να πέσουν σε δυο εξαιρετικούς προπονητές, δύο καθηγητές της τακτικής και τους ανθρώπους που έχτισαν τον μύθο του κατενάτσιο στην Ιταλία. Ο Νερέο Ρόκο ήταν αυτός που το εφάρμοσε ίσως πρώτος στην Ιταλία κι αυτός που δίδαξε τη θέση του λίμπερο στη χώρα, χτίζοντας τη μεγάλη Μίλαν του 1960. Ο Ρόκο βασίστηκε πολύ στον Ριβέρα με τον οποίο είχε και άριστη σχέση. Από την άλλη, ο Ματσόλα συνάντησε τον Ελένιο Ερέρα. Σε αντίθεση με τον Ρόκο που είχε βιογραφικό σε μικρές ομάδες και ουσιαστικά στη Μίλαν έγινε πασίγνωστος, ο Ερέρα ταίριαζε άριστα με το κοσμοπολίτικο της “Ιντερνατσιονάλε”. Γεννημένος στην Αργεντινή από Ισπανούς γονείς, πέρασε σημαντικό μέρος της ζωής του στο Μαρόκο, έγινε Γάλλος και γνώρισε μεγάλη προπονητική επιτυχία σε Ατλέτικο Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα. Ένας άνθρωπος ικανός να κάνει τα πάντα για τη νίκη, έδωσε τη δική του πινελιά στο κατενάτσιο, βασιζόμενος και πολύ στα φουλ-μπακ. Δυο προπονητές θρύλοι, δυο παίκτες μεγαλειώδεις και δυο ιστορικοί σύλλογοι στα καλύτερά τους στην ίδια πόλη.
Το αποτέλεσμα; Τρία πρωταθλήματα, τέσσερα κύπελλα, δύο Πρωταθλητριών, δύο ΟΥΕΦΑ, ένα Διηπειρωτικό για τον Ριβέρα. Τέσσερα πρωταθλήματα, δύο Πρωταθλητριών, δύο Διηπειρωτικά για τον Ματσόλα. Τα ντέρμπι ντελα Μαντονίνα εκείνων των ετών ήταν ίσως τα μεγαλύτερα ματς ποδοσφαίρου στον κόσμο, μπορεί όχι τα ομορφότερα ματς, αλλά οι μεγαλύτερες τακτικές μάχες. Θα περίμενε κανείς ότι κι η Ιταλία θα είχε εισπράξει τα μέγιστα από την συνύπαρξη των δύο. Κάτι τέτοιο όμως επί της ουσίας δεν έγινε. Ο Ριβέρα πρόλαβε το Μουντιάλ του 1962, παίζοντας όμως μέτρια και συνάντησε τον Ματσόλα σε αυτό της Αγγλίας το 1966. Οι Ιταλοί περίμεναν πολλά από τους δυο μάγους τους. Μετά τη νίκη επί της Χιλής και την ήττα από την ΕΣΣΔ, στο τελευταίο παιχνίδι, βασικοί κι οι δύο, έζησαν μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της σκουάντρα ατζούρα. Την ήττα από τη Βόρεια Κορέα με 1-0 και τον αποκλεισμό.
Δυο χρόνια αργότερα η Ιταλία κερδίζει το Euro του 1968. Τότε όμως είναι που ο προπονητής Φερούτσιο Βαλκαρέτζι αρχίζει να πείθεται ότι δεν χωράνε στην ίδια ομάδα. Δεκαετίες πριν το μεγάλο δίλημμα ντελ Πιέρο ή Τότι, η εθνική Ιταλίας ζει το τεράστιο Ριβέρα ή Ματσόλα; Ακόμα πιο μεγάλο από τη στιγμή που αντιπροσώπευαν Μίλαν και Ίντερ και ήταν και θέμα τιμής για τους δυο συλλόγους. Το θέμα μονοπωλεί κάθε ποδοσφαιρική κουβέντα στην πόλη πριν το Μουντιάλ του 1970 στο Μεξικό. Ένας τραυματισμός της τελευταίας στιγμής φέρνει αλλαγές στο ρόστερ και ο Λοντέτι (συμπαίκτης και κολλητός του Ριβέρα) μένει εκτός ομάδας. Ο Ριβέρα (που το 1967 είχε μείνει εκτός εθνικής από τον Ελένιο Ερέρα που έπαιρνε κυρίως παίκτες της Ίντερ) βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του. Έχει αναδειχθεί κορυφαίος παίκτης στην Ευρώπη και έχει κατακτήσει το Πρωταθλητριών απέναντι στον Άγιαξ του Κρόιφ. Βλέπει όμως ότι δεν έχει πολλές συμπάθειες στην εθνική ομάδα και η φυγή του Λοντέτι τον κάνει να εκραγεί. Κατηγορεί ανοιχτά άτομα της Ομοσπονδίας ότι έχουν στήσει σχέδιο για να μείνει εκτός ομάδας και ότι υπάρχει πόλεμος με κατευθυνόμενα δημοσιεύματα. Η Ιταλία γίνεται άνω κάτω, υπάρχουν σκέψεις να τον διώξουν από την ομάδα, ο Ριβέρα θέλει να αποχωρήσει μόνος. Η Ομοσπονδία τελικά βγάζει εισιτήρια στο Νερέο Ρόκο και αυτός παίρνει το αεροπλάνο από την Ιταλία για να πείσει τον Ριβέρα να παραμείνει.
Ο Ριβέρα μένει, αλλά ο “θείος Ούτσιο” Βαλκαρέτζι δεν τον βάζει λεπτό στα δύο πρώτα παιχνίδια της εθνικής και ξεκινά τον Ματσόλα. H Ιταλία τελειώνει τον όμιλο με 0-0, 1-0 και 0-0, προκρίνεται με τον πιο δυνατό ιταλικό τρόπο και ο Ριβέρα παίζει μόνο 45′ ως αλλαγή με το Ισραήλ. Ο Βαλκαρέτζι βλέπει ότι η ομάδα έχει επιθετικό πρόβλημα κι ότι το “Χρυσό Αγόρι” χρειάζεται, ενώ κι ο Ματσόλα αντιμετωπίζει μια ίωση που τον δυσκολεύει. Όλα αυτά στη ζέστη που επικρατεί στο Μεξικό. Εμμένοντας στην άποψή του να μην παίζουν κι οι δυο μαζί, παίρνει μια ιστορική απόφαση που γίνεται ποδοσφαιρικός θρύλος. Εφαρμόζει τη “staffetta” ή σκυταλοδρομία στα ελληνικά. Αποφασίζει ότι τα ματς θα τα ξεκινάει ο πιο δυνατός Ματσόλα και στο 2ο ημίχρονο που οι αντίπαλοι θα αρχίζουν να κουράζονται θα μπαίνει ο πιο ντελικάτος Ριβέρα.
Στους 8 η Ιταλία αντιμετωπίζει τους διοργανωτές. Το ημίχρονο είναι 1-1. Ο Ριβέρα παίρνει τη θέση του Ματσόλα, βάζει ένα γκολ και δίνει δυο ασίστ για το 4-1 επί του Μεξικού. Η staffetta επαναλαμβάνεται στο “ματς του αιώνα” απέναντι στη Δ. Γερμανία. Ματσόλα έξω, Ριβέρα μέσα. Οι Γερμανοί ισοφαρίζουν όμως στο 90′. Ο Ριβέρα που έχει παίξει λιγότερο, αντέχει απέναντι στους Γερμανούς που ήδη είχαν παίξει παράταση με την Αγγλία. Η παράταση είναι ένα ποδοσφαιρικό σόου ανατροπών και το τελευταίο γκολ ανήκει στον Ριβέρα που γράφει στο 111′ το τελικό 4-3. Η Ιταλία είναι στον τελικό απέναντι στη Βραζιλία.
Ο Πελέ άνοιξε το σκορ μόλις στο 18′, αλλά η Ιταλία κατάφερε να ισοφαρίσει και να αλλάξει την ψυχολογία. Ίσως σε εκείνο το σημείο έπρεπε να πιέσει περισσότερο, δεν το έκανε όμως. Με το ημίχρονο να είναι 1-1, ο Βαλκαρέτζι “ξεχνάει” τη staffetta. Υποστηρίζει ότι με τους παίκτες κουρασμένους από την υπερπροσπάθεια με τη Γερμανία δεν ήθελε να κάνει από τόσο νωρίς την αλλαγή. Όπως επίσης ήθελε έναν πιο δυνατό παίκτη και καλύτερο αμυντικά μέσα και αυτός ήταν ο Ματσόλα που έκανε εξαιρετικό πρώτο ημίχρονο, ίσως ο κορυφαίος της ομάδας. Το προηγούμενο βράδυ όμως είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με το στομάχι του και στο 2ο ημίχρονο η απόδοσή του πέφτει. Οι Βραζιλιάνοι κυριαρχούν και κάνουν το 3-1. Όταν στο 84′ ο Ριβέρα μπαίνει, είναι αργά. Ειδικά από τη στιγμή που ο Ματσόλα παραμένει μέσα και βγαίνει ο πιο δραστήριος Μπονισένια. Η Βραζιλία γράφει το τελικό 4-1 και κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Παρά την πορεία της Ιταλίας, ο κόσμος δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με την απόδοση στον τελικό. Οι περισσότεροι τα έχουν με τον προπονητή και τη stafetta του, αλλά και με το γεγονός ότι ο Ριβέρα ξεχάστηκε στον πάγκο στον τελικό. Καλύτερος είναι πάντα αυτός που δεν παίζει και ο Ριβέρα είναι ο μοναδικός που αποθεώνεται από το πλήθος, καθώς όλοι αναρωτιούνται τι θα γινόταν αν στον τελικό έμπαινε στο ημίχρονο. Παρ’ ότι Ματσόλα και Ριβέρα έχουν γίνει οι δύο πόλοι σύγκρουσης, οι δυο τους δεν έχουν κακές σχέσεις. Ο Ριβέρα χρόνια μετά συνεχίζει να επιμένει ότι μπορούσαν κι οι δύο να παίζουν μαζί. Ο Πελέ δηλώνει ότι φοβόταν την είσοδο του Ριβέρα που δεν ήρθε ποτέ. Το ερώτημα θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Ο Ριβέρα παίζει μέχρι το 1979 στη Μίλαν, δεν αλλάζει ποτέ ομάδα. Το ίδιο κι ο Ματσόλα που συνεχίζει στην Ίντερ μέχρι το 1977. Οι δυο τους σημαδεύουν μια ολόκληρη δεκαετία, τότε που Μίλαν και Ίντερ αποτελούσαν φόβητρα σε όλη την Ευρώπη.