Επιστρέφοντας εκεί που ξεκίνησαν όλα
Στενοί δρόμοι, χαμηλές γέφυρες και ένα πολυτελές αυτοκίνητο να τους διασχίζει. Ήταν μια μέρα Μαΐου του 2002. Περίεργες, σχεδόν επικίνδυνες φάτσες με κασκόλ και αρκετή αστυνομία. Το παιχνίδι κρίσιμο, μια θέση στον τελικό των πλέι-οφ της Τσάμπιονσιπ. Μια ευκαιρία για άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ. Η Μίλγοουολ υποδεχόταν την Μπέρμιγχαμ στη ρεβάνς του 1-1 του πρώτου αγώνα. Γύρω από το The Den οι οπαδοί των γηπεδούχων περιμένουν τα καλόπαιδα των φιλοξενούμενων. Το ακριβό αυτοκίνητο προκαλεί, κάποιοι χτυπούν την οροφή του, αλλά οδηγός και συνοδηγός φτάνουν σώοι. Μετά από 90 λεπτά αγώνα η Μπέρμιγχαμ σκοράρει και παίρνει την πρόκριση. Οι γηπεδούχοι έχουν δοκάρι πιο πριν με τον Τιμ Κέιχιλ, τον παίκτη που ο συνοδηγός έχει βάλει στο μάτι. Ο μικροκαμωμένος Αυστραλός πέφτει κάτω σε κάθε τάκλιν, κερδίζει κεφαλιές, μάχεται για κάθε μπαλιά σαν να είναι η τελευταία. Κι όταν η Μίλγοουλ επιτίθεται, το δικό του μάτι γυαλίζει, ασορτί με τους τρελούς οπαδούς της Μίλγοουολ. Ο συνοδηγός Ντέιβιντ Μόγιες έχει δει όσα θέλει, το λέει και στον οδηγό και ιδιοκτήτη της Έβερτον Μπιλ Κένραιτ. “Αυτόν τον παίκτη τον θέλω”.
Ήδη η πορεία του Κέιχιλ μέχρι εκεί ήταν τεράστια. Γεννημένος στην Αυστραλία, σε μια οικογένεια που λατρεύει το ράγκμπι, αυτός επέλεξε το ποδόσφαιρο, το αγαπημένο άθλημα του Λονδρέζου πατέρα του. Η μητέρα του από τη Σαμόα, ο μπαμπάς Άγγλος ιρλανδικής καταγωγής κι ο Τιμ μεγαλωμένος στο Σύδνεϋ. Μια οικογένεια ανθρώπων του μόχθου, με τη μητέρα του κόρη αρχηγού φυλής να δουλεύει σε φυτείες μπανάνας και τον πατέρα του να μετακομίζει συχνά σε όλη την Αυστραλία για να βρει δουλειά. Ένα ζευγάρι που για καιρό δεν είχε καν χρήματα για ενοίκιο και το φιλοξενούσαν οικογενειακοί φίλοι. Ο Τιμ γεννήθηκε σε καλύτερα χρόνια και θυμάται το ποδόσφαιρο πάντα ως μια διέξοδο. Ακόμα έχει τις αναμνήσεις να ξυπνάει αργά το βράδυ (λόγω της διαφοράς ώρας) από φωνές στο σαλόνι ή τον ήχο της τηλεόρασης. Τον πατέρα του να βλέπει αγγλικό ποδόσφαιρο (φανατικός της Γουέστ Χαμ) κι αυτός κρυφά κρυφά να πηγαίνει να δει, μέχρι ο μπαμπάς του να τον πάρει χαμπάρι και να τον φωνάξει να δουν μαζί το ματς.
Ο Τιμ έμαθε μπάλα στην Αυστραλία, ζούσε για την μπάλα. Κάθε πρωί ξυπνούσε και φρόντιζε τα παπούτσια του να είναι πεντακάθαρα, ενώ είχε μια μεγάλη συλλογή από φανέλες ομάδων. Σιγά σιγά κατάφερε να φτάσει σε μια από τις πιο σπουδαίες ομάδες της Αυστραλίας, τη Σύδνεϋ Ολίμπικ, την ομάδα των Ελλήνων της Αυστραλίας, γνωστή και ως Πανελλήνιος, σύλλογο που έβγαλε παίκτες όπως ο Κρις Καλαντζής και ο Τζίμης Πατίκας. Στην αυτοβιογραφία του ο Κέιχιλ θυμάται στα 12 του να είναι ball boy στα παιχνίδια της ανδρικής ομάδας, σε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε ευρωπαϊκό γήπεδο. Και φυσικά θυμάται το γύρο και το σουβλάκι στο γήπεδο, αλλά και τα σακουλάκια με σπόρια. Οι Έλληνες δεν ξεχνούν τις ρίζες τους ως γνωστόν.
Ο Κέιχιλ παίζει μπάλα για πέντε χρόνια στο αξιόλογο σύστημα της Ολίμπικ, μαθαίνει αρκετά ελληνικά, κάνει φίλους αλλά στο τέλος κόβεται. Το πρόβλημα; Δεν είναι ψηλός και δυνατός, είναι ένα αδύνατο παιδί που δεν είναι και γρήγορο. Στην Αυστραλία για να σε πάρουν σοβαρά πρέπει να έχεις το αντίστοιχο σωματότυπο. Απογοητεύεται, σχεδόν πείθεται ότι δεν είναι καλός για παραπάνω και τελικά πηγαίνει σε μια άλλη ελληνική ομάδα, τον Ηρακλή. Εκεί μαγεύει, σκοράρει και παρ’ ότι είναι κοντούλης πηδάει στον αέρα για κεφαλιές και τις κερδίζει από ψηλότερα παιδιά. Οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν γι’ αυτόν, καθώς στα 15 του μπαίνει στην ανδρική ομάδα και παίζει μέχρι που γίνεται ίνδαλμα και σταρ του Ηρακλή. Εξακολουθεί όμως να είναι μια μικρή ομάδα, πιστεύει κι ο ίδιος ότι δεν είναι για παραπάνω. Μέχρι που μια μέρα γυρίζει σπίτι, βλέπει την μητέρα του να κλαίει και τον πατέρα του να τον φωνάζει για μια σοβαρή κουβέντα. “Γιε μου, πήρα κάποια τηλέφωνα στην Αγγλία. Θα έχεις την ευκαιρία να πας στην Αγγλία και να δοκιμαστείς. Θέλεις να το κάνεις;”
Έφυγε από την Αυστραλία γιατί δεν είχε ποδοσφαιρικό μέλλον και τελικά έγινε ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της
Ο Κέιχιλ στα 16 του μόλις αποφασίζει ότι το ποδόσφαιρο είναι αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του. Και ξέρει ότι στην Αυστραλία η νοοτροπία είναι να παίζεις μόνο αν είσαι ψηλός και δυνατός. Οι γονείς του είχαν αποφασίσει να πάρουν δάνειο για να τον βοηθήσουν, ο Σον, ο μεγαλύτερος αδερφός, παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά ως μηχανικός για να βοηθήσει την οικογένεια στα έξοδα, να εκπληρώσει ο Τιμ το όνειρό του. Ένα όνειρο που είχε κι ο ίδιος ο Σον που ήταν τερματοφύλακας, αλλά το άφησε για τον μικρό αδερφό. Κάπως έτσι, ο μικρός, κοντός, αδύνατος Τιμ Κέιχιλ παίρνει τα λίγα ρούχα του, αφήνει πίσω οικογένεια, πατρίδα και μια ολόκληρη ήπειρο για να βρεθεί στην Αγγλία το 1997, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, φιλοξενούμενος κάποιων συγγενών που είχε δει μόνο σε φωτογραφίες.
Έξι βδομάδες αργότερα, ο φίλος του πατέρα του επικοινώνησε μαζί του. Κατάφερε να πείσει να τον δοκιμάσουν. Ίσως η πρώτη και τελευταία ευκαιρία του Κέιχιλ που σε όλο αυτό το διάστημα έτρεχε καθημερινά και έκανε προπονήσεις για να είναι καλά. Μετά από εβδομάδες δοκιμών και μόχθου, η Μίλγουολ προσέφερε το πρώτο συμβόλαιο στον Κέιχιλ. Τα χρήματα ήταν ελάχιστα φυσικά για το νεαρό (ίσα ίσα για να τρώει και να παίρνει τηλέφωνα στην Αυστραλία), αλλά η χαρά τεράστια. Μόνο που το νέο μαθεύτηκε και ήρθαν κι άλλες ομάδες να προσφέρουν χρήματα για το “ταλαντούχο Αυστραλό που έχει πάθος, αλλά θέλει δουλειά”. Ομάδες από μεγαλύτερες κατηγορίες (Φόρεστ και ΚΠΡ) και με περισσότερα λεφτά. Ο Κέιχιλ το σκέφτηκε και ένιωσε ότι θα πρόδιδε την ομάδα που του έδωσε την ευκαιρία. “Να αρνηθώ και να πάω αλλού μετά την ευκαιρία που μου έδωσαν, θα ήταν σαν να γινόμουν μισθοφόρος“. Έτσι ξεκίνησε και η ιστορία αγάπης του Αυστραλού με τη Μίλγουολ.
Ο ρόλος του στην αρχή ήταν να πλένει τα παπούτσια των μεγαλύτερων, να καθαρίζει τα ντους, το γήπεδο, τις τουαλέτες, το γυμναστήριο. Ήταν η περήφανη παράδοση των λιονταριών της Μίλγουολ. Οι μικροί να προσέχουν τις εγκαταστάσεις του συλλόγου. Γρήγορα όμως πήρε τις ευκαιρίες του. Δεν φοβόταν να μπει σε καμία μονομαχία. Ό,τι έχανε σε μέγεθος, το κέρδιζε σε ψυχή και τσαμπουκά. Ένα κάταγμα στο μετατάρσιο, χιαστοί, ράμματα στα πόδια, όλα αυτά σε μια ομάδα που έπαιζε στη Second Division. Ο Κέιχιλ ποτέ δεν φοβήθηκε. Σταθερά εκεί, σταθερά σκόρερ της ομάδας, σε μια ομάδα σκληρή, μέσα σε κάθε τάκλιν, εκατοντάδες κεφαλιές, πανηγύρια με τον κόσμο, η φανέλα βγαλμένη, ημίγυμνος να την κραδαίνει σαν σημαία και να πανηγυρίζει μέσα σε ιαχές.
No one likes us, no one likes us!
No one likes us, we don’t care!
We are Millwall, super Millwall
We are Millwall, from the Den!
Αν μπορείς να παίξεις στη Μίλγοουλ, μπορείς να παίξεις παντού, είχε πει ο παππούς της μέλλουσας γυναίκας του στον Τιμ. Κι ο Τιμ μπορούσε και μπορούσε καλά. Και αν κάποιο από τα γκολ του στη Μίλγοουολ έμεινε περισσότερο ήταν αυτό στον ημιτελικό του Ολντ Τράφορντ (το αγαπημένο γήπεδο του Τιμ, μια που είχε συμπάθεια στη Γιουνάιτεντ) απέναντι στη Σάντερλαντ το 2004. Το γκολ που έστειλε τη Μίλγουολ για πρώτη φορά σε 119 χρόνια ιστορίας σε έναν τελικό και έφερε τον Κέιχιλ στην εθνική Αυστραλίας. Το γκολ που ο Κέιχιλ πανηγύρισε παρέα με τους γονείς του που ταξίδεψαν για να τον δουν. Το γκολ που ολοκλήρωσε μια μεγάλη καριέρα στο Λονδίνο, έστω και στις μικρότερες κατηγορίες.
Μια από τις πιο ιστορικές φωτογραφίες από ντέρμπι Έβερτον-Λίβερπουλ με τον Κέιχιλ πρωταγωνιστή
Έφτασε δυο φορές σε ημιτελικά πλέι-οφ με τη Μίλγουολ και φυσικά στον τελικό του FA Cup απέναντισ τη Γιουνάιτεντ το 2004. Έπαιξε πάνω από 200 φορές με τη φανέλα της Μίλγουολ και σκόραρε 58 φορές. Η Μίλγουολ όμως δεν είχε τα χρήματα, δεν μπορούσε να κάνει το βήμα παραπάνω κι ο Κέιχιλ ήξερε ότι θα έπρεπε να φύγει για να παίξει μπάλα σε υψηλότερο επίπεδο. Ο Μόγιες τον πήρε τελικά στην Έβερτον και ο Κέιχιλ δέθηκε και με τους μπλε, τους αγάπησε εξίσου. Έπαιξε οκτώ χρόνια, με χαρές και λύπες, σκόραρε άλλα 68 γκολ, πόσα από αυτά άραγε με κεφαλιές; Το πιτσιρίκι που δεν πίστευαν στην Αυστραλία και τελικά κέρδιζε στον αέρα τα μεγαθήρια της Πρέμιερ Λιγκ.
Το πολύ ωραίο βίντεο που έφτιαξε η Μίλγουολ για την επιστροφή του Κέιχιλ
(στο μισό περίπου είναι ημίγυμνος με τη φανέλα στο χέρι να πανηγυρίζει)
Νέα Υόρκη, Κίνα και Αυστραλία οι επόμενοι προορισμοί του όταν αποφάσισε ότι ήθελε να χαρεί την οικογένειά του και οι ρυθμοί της Πρέμιερ τον εμπόδιζαν. Και τώρα στα 38 το τελευταίο όνειρο. Η συμμετοχή σε ένα ακόμα Μουντιάλ. Ο Κέιχιλ θέλει να γίνει ο μόλις τέταρτος ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει σε τέσσερα συνεχόμενα Μουντιάλ, σε ένα κλειστό κλαμπ με μέλη τον Πελέ, τον Μίροζλαβ Κλόζε και τον Ούβε Ζέλερ. Παίζοντας στην Αυστραλία, λίγο δύσκολο να μείνει σε τόσο καλή κατάσταση. Κι έτσι η βόμβα έσκασε. Στα 38 του ο Τιμ Κέιχιλ επιστρέφει στις ρίζες. Επιστρέφει εκεί δίπλα από τις ράγες του τρένου, εκεί που μισότρελοι οπαδοί πηγαίνουν να δουν την ομάδα τους. Στο Den, στη Μίλγουολ. Ο Κέιχιλ υπέγραψε, παρουσιάστηκε, αποθεώθηκε από τον κόσμο και περιμένει να πάρει παιχνίδια, να βοηθήσει όσο μπορεί την ομάδα του και να πάρει μέρος σε ακόμα ένα Μουντιάλ με την Αυστραλία. Δεν είναι ακόμα έτοιμος να βοηθήσει αλλά μόνο και μόνο η φυσική του παρουσία έχει αλλάξει το κλίμα στο σύλλογο. Κι αν είναι υγιής, μπορεί να πανηγυρίσει ξανά με την Αυστραλία κάποιο γκολ σε Μουντιάλ.