Ο άνθρωπος που έχασε τα πάντα, εκτός από την αγάπη για το ποδόσφαιρο
12 Ιουνίου 2012. Η διοργανώτρια Πολωνία μετά την ισοπαλία με την Ελλάδα στην πρεμιέρα του Euro αντιμετωπίζει τη Ρωσία. Ο Τζαγκόεφ ανοίγει το σκορ στο 37′ για τους Ρώσους. Το κοινό της Βαρσοβίας διψάει για την ισοφάριση. Είναι η ευκαιρία της Πολωνίας για μια διάκριση μέσα στην πατρίδα της, είναι και ο αντίπαλος που έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία. Στο 57′ οι Πολωνοί βγαίνουν στην αντεπίθεση από τα δεξιά. Ο αρχηγός Γιακούμπ Μπλαστσικόφσκι παίρνει την μπάλα “εξτρεμίσια” με το δεξί, αποφεύγει τον αντίπαλό του και πιάνει ένα καταπληκτικό σουτ με το αριστερό που καρφώνεται στη γωνία της εστίας του Μαλαφέεφ. 1-1. Ένα από τα ομορφότερα γκολ του Euro 2012. Ο Μπλαστσικόφσκι φεύγει τρέχοντας, φιλάει το εθνόσημο και οι συμπαίκτες του τον κυνηγούν. Στο γήπεδο γίνεται πανζουρλισμός. Το ίδιο σε διάφορα μέρη της χώρας που κόσμος βλέπει σε γιγαντοοθόνες τον αγώνα. Ο αρχηγός, που έχει δώσει την ασίστ και στον Λεβαντόφσκι στο προηγούμενο 1-1 με την Ελλάδα, πνίγεται στις αγκαλιές των συμπαικτών του. Μόλις ηρεμεί, δείχνει με τα δάχτυλά του τον ουρανό.
Δεν είναι τίποτα το ασυνήθιστο θα σκεφτούν πολλοί, το έχουμε δει πολλές φορές. Ειδικά από θρήσκους Βραζιλιάνους. Άλλωστε ο αρχηγός της Πολωνίας είναι πιστός καθολικός. Οι περισσότεροι ασχολούμαστε με το πώς θα προφέρουμε το όνομά του. “Blaszczykowski“, 10 σύμφωνα και 4 φωνήεντα. Όσοι τον παρακολουθούν και με τη φανέλα της Ντόρτμουντ έχουν ξαναδεί τον πανηγυρισμό. Ίσως κάποιοι πιο διαβασμένοι να θυμούνται ότι λίγες ημέρες πριν το Euro ο αρχηγός Κούμπα (το παρατσούκλι με το οποίο θα τον αποκαλούμε από δω και στο εξής στο κείμενο γιατί το Μπλαστσικόφσκι θέλει ιδιαίτερη προσπάθεια) έχει αφήσει την αποστολή της Πολωνίας για να πάει στην κηδεία του πατέρα του και να είναι ένα γκολ αφιερωμένο σε αυτόν. Δυστυχώς όμως, η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική.
Σεπτέμβριος 1996. Στο μικρό χωριουδάκι Τρουσκολάσι της Σιλεσίας κάπου στα νότια της χώρας και κοντά σχετικά στο Κατοβίτσε ένα 11χρονο αγόρι παίζει. Είναι ένα ακόμα απλό παιδάκι. Το μόνο που το κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι έχει θείο τον Γέρζι Μπρέζτσεκ, έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή που φόρεσε 42 φορές τη φανέλα της Πολωνίας. Ίσως είναι κι ο λόγος που ο μικρός Κούμπα παίζει όλη μέρα ποδόσφαιρο. Από νωρίς το πρωί με μια μπάλα, απέναντι σε έναν τοίχο. Εκείνη την ημέρα όμως δεν έπαιζε ποδόσφαιρο. Ήταν στο δωμάτιό του κι έπαιζε με τα παιχνίδια του.
«Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ξαφνικά άκουσα δυο φωνές. Ήξερα ποιες ήταν ήταν. Πάγωσα γιατί τους άκουσα να μαλώνουν. Μετά ακούω μια φωνή να λέει: “Σκύλα!” κι ύστερα κραυγές. Έτρεξα έξω. Η μητέρα μου ήταν μέσα σε ένα χαντάκι και ο πατέρας μου έφευγε. Άρχισα να φωνάζω. Πήγα δίπλα της να την αγγίξω. Μου ήρθε μια μυρωδιά, κάτι σαν χαλασμένο γάλα. Πήγα να πιάσω το χέρι της και νομίζω τα δάχτυλά μου μπήκαν στην πληγή. Κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Νομίζω ότι η μητέρα μου πέθανε στα χέρια μου. Τρεις τελευταίες αναπνοές και μετά τίποτα. Ησυχία. Έτρεχα με τις κάλτσες, δεν είχα προλάβει να βάλω παπούτσια, πήγα να καλέσω ένα ασθενοφόρο. Όταν επέστρεψα ήταν όλοι εκεί γύρω της. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν θυμάμαι τίποτα μετά.»
– Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Γιακούμπ Μπλαστσικόφσκι.
Μετά από αυτή την ανείπωτη τραγωδία ο Κούμπα κι ο αδερφός του Ντάβιντ πήγαν να ζήσουν με τη γιαγιά τους που τελικά τους μεγάλωσε και σε αυτή χρωστούν τα πάντα. Ο πατέρας του συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή. Ο Κούμπα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σχολείο, αλλά η χαρά της ζωής του, η μπάλα, κόπηκε. Δεν υπήρχε χώρος μέσα στην παιδική του ψυχή για ευχαρίστηση. “Στα 11 μου έπρεπε ξαφνικά να ωριμάσω, να αρχίσω να σκέφτομαι διαφορετικά. Σε μια στιγμή έχασα και τους δυο γονείς μου. Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να αντιληφθώ τι είχε συμβεί».
Οι μήνες περνούσαν κι ο Κούμπα δεν είχε όρεξη για μπάλα, δεν επέστρεφε στην τοπική ομάδα. Περίπου ένα χρόνο αργότερα κάποιος τον έπεισε να πάρει μέρος σε ένα τουρνουά ποδοσφαίρου σάλας. Βγήκε ο καλύτερος παίκτης. Τότε ήταν που τον πλησίασε ο θείος του, προπονητής της ολυμπιακής ομάδας της Πολωνίας. “Του είπα να μην σπαταλήσει το ταλέντο του. Αν μπορούσε να τα καταφέρει αυτά χωρίς προπόνηση, θα μπορούσε να κάνει ακόμα μεγαλύτερα πράγματα αν επέστρεφε”. Τελικά ο Κούμπα πείστηκε, επέστρεψε στην αγαπημένη του μπάλα και την ομάδα του και το 2002 μετακόμισε στις μικρές ομάδες της Γκόρνικ Ζάμπρζε μιας ομάδας Α’ εθνικής. Δεν τον πίστεψαν όμως εκεί και τελικά γύρισε σε μια μικρή ομάδα της περιοχής του στη Δ’ εθνική. Ο Κούμπα ήταν αρκετά κοντός και κυρίως πολύ ατομιστής. Κρατούσε πολύ την μπάλα, είχε εξαιρετική ντρίμπλα καθώς έμαθε να παίζει μπάλα σε μικρούς χώρους, αλλά επειδή δεν ήταν και ο πιο δυνατός παίκτης την έχανε συχνά. Στο γυμνάσιο ήταν από τα πιο κοντά παιδιά, ο ίδιος το αποδίδει στο σοκ από το θάνατο της μητέρας του. Όσοι ήταν κοντά του, προπονητές, φίλοι, ακόμα κι ο αδερφός του προσπάθησαν να του αλλάξουν μυαλά και ποδοσφαιρικό στιλ. Και πράγματι, ο Κούμπα άρχισε να δίνει πάσες. Ταυτόχρονα ψήλωσε και σε σχετικά συνηθισμένα επίπεδα, ενώ δυνάμωσε κιόλας.
Ο θείος του εκμεταλλεύτηκε τις γνωριμίες του με τον Γκρεγκόρ Μιελκάρσκι (έναν σπουδαίο Πολωνό φορ που πέρασε και για λίγο από την ΑΕΚ, αλλά αντιμετώπισε προβλήματα τραυματισμού) τον τεχνικό διευθυντή της Βίσλα και ο Κούμπα μετακόμισε στην Κρακοβία. Εντυπωσίασε αμέσως τον προπονητή της ομάδας, στα 19,5 του έκανε ντεμπούτο στην Α’ εθνική. Παρ’ ότι πολλοί έλεγαν ότι ο μικρός έπαιζε λόγω γνωριμιών, ο κόουτς Λίτσκα πήρε το ρίσκο και δικαιώθηκε. Ο Κούμπα μάλιστα κατέκτησε και το πρωτάθλημα στην πρώτη του σεζόν και οι επιφυλάξεις των οπαδών κι η αμφισβήτηση (μια που πήρε τη θέση του αγαπημένου παιδιού, του Νιγηριανού Ούτσε) μετατράπηκαν σε λατρεία.
Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Από τη Δ’ εθνική αμέσως στην πρωταθλήτρια ομάδα και από εκεί μέσα σε μόλις δύο σεζόν μεταγραφή στη Γερμανία και μάλιστα στην Μπορούσια Ντόρτμουντ. Από την τοπική ομάδα, σε μια ομάδα με δέκα διεθνείς στην εθνική Πολωνίας και από εκεί στα ίδια αποδυτήρια με τον Ροζίτσκι, τον Γιαν Κόλερ, τον Αμορόζο και τον Ζούλιο Σέζαρ, μόλις στα 22 του χρόνια. Το “Κούμπα” στη φανέλα για να πουλήσει πιο εύκολα από το όνομα σιδηρόδρομο και από την αρχή, χωρίς να ξέρει γρι γερμανικά, κερδίζει τις εντυπώσεις. Το Κίκερ τον αναδεικνύει δεύτερη καλύτερη μεταγραφή στη Γερμανία μετά από αυτή του Ριμπερί. Ο Κούμπα γίνεται στη συνέχεια βασικότατο γρανάζι στη μηχανή του Κλοπ. Στην Ντόρτμουντ έμεινε εννιά ολόκληρες σεζόν, κέρδισε δύο πρωταθλήματα και έφτασε σε έναν τελικό Τσάμπιονς Λιγκ. Αγαπήθηκε όσο λίγοι από το κοινό της ομάδας και όταν πλέον αποχώρησε και τον Σεπτέμβριο του 2016 την αντιμετώπισε με τη φανέλα της Βόλφσμπουργκ ηττήθηκε με 1-5. Οι παίκτες της Ντόρτμουντ πήγαν να χαιρετίσουν τον κόσμο, αλλά οι περίπου 3.000 εκδρομείς είχαν άλλο πράγμα στο μυαλό τους. Άρχισαν να φωνάζουν το όνομα του Κούμπα. Οι πρώην συμπαίκτες του τον… έφεραν πίσω σχεδόν από τα αποδυτήρια κι ο Κούμπα φορώντας τα πράσινα αποθεώθηκε σε μια στιγμή ποδοσφαιρικού μεγαλείου και αναγνώρισης:
Ιούνιος 2012. Η Πολωνία τελικά έρχεται ισόπαλη 1-1 με τη Ρωσία. Ο Κούμπα δεν έχει αφιερώσει το γκολ στον πατέρα του. Δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ άλλωστε από εκείνη την ημέρα, το γκολ όπως κι όλα είναι για την μητέρα του. Δεν επισκέφτηκε τον Σίγκμουντ στη φυλακή, όπως κι ο αδερφός του. Όταν έμαθε για τον θάνατό του όμως δεν μπορούσε. Άφησε το προπονητικό κέντρο και πήγε στην κηδεία. Τον συγχώρεσε; Ίσως. Άλλωστε όπως είπαμε είναι ιδιαίτερα θρήσκος και στο χριστιανισμό η συγχώρεση είναι θεμέλιος λίθος. Αν ξέχασε; Σίγουρα όχι. Άλλωστε και να θέλει δεν μπορεί. Στα χέρια του έχει τα σημάδια. Ήταν 14 ετών, πήρε ένα γυαλί και προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Οι ουλές υπάρχουν ακόμα στα χέρια για να θυμίζουν πόσο κοντά έφτασε στο δικό του τέλος. Ο Κούμπα δεν πούλησε ποτέ το δράμα του. Το κράτησε μέσα του, έδωσε λίγες συνεντεύξεις και μόλις πριν χρόνια αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο που έβγαλε όσα κουβαλούσε μέσα του για χρόνια. Έχει κάνει κι ο ίδιος οικογένεια, δεν επιδεικνύει τον πλούτο του, δεν προκαλεί, είναι ταπεινός. Στην Πολωνία λατρεύεται. Μαζί με τον Λεβαντόφσκι είναι ήρωες της εθνικής.
Η Πολωνία τελικά με δυο ισοπαλίες και μία ήττα βγήκε τελευταία στο γκρουπ της. Το γκολ και η ασίστ του Κούμπα δεν αρκούσαν. Οι Πολωνοί αποκλείστηκαν, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψαν. Έδωσε την ασίστ για το γκολ της νίκης επί της Β. Ιρλανδίας, την πρώτη νίκη στην ιστορία της Πολωνίας σε Euro. Έπαιξε και στο 0-0 με τη Γερμανία, αλλά στο τρίτο ματς ήταν στον πάγκο. Μπήκε αλλαγή στο 2ο ημίχρονο, σκόραρε και με το 1-0 επί της Ουκρανίας οι Πολωνοί πήραν τη μεγάλη πρόκριση. Σκόραρε ξανά με την Ελβετία στη φάση των 16 και πέτυχε και πέναλτι στη διαδικασία που έδωσε την πρόκριση στους 8. Εκεί η Πορτογαλία αντιμετώπισε την Πορτογαλία και το παιχνίδι έληξε με 1-1. Ο Κούμπα σούταρε το μοιραίο τέταρτο πέναλτι, ο Ρουί Πατρίσιο απέκρουσε κι η Πορτογαλία πήρε μία ακόμα Made by Fernando Santos πρόκριση. Ο πιο πολύτιμος παίκτης της εθνικής, έγινε κι ο μοιραίος. Αυτή τη φορά τα χέρια δεν έδειξαν τον ουρανό, αλλά κάλυψαν το γεμάτο στενοχώρια πρόσωπό του.
Ο Κούμπα έχασε το Μουντιάλ του 2006 (όπως και το Euro 2008) λόγω τραυματισμού. Πλέον στα 32 του με το κορμί του ταλαιπωρημένο από πολλούς τραυματισμούς, θα ζήσει τη χαρά ενός Μουντιάλ. Ο τρίτος σε συμμετοχές στην ιστορία της Πολωνίας θέλει μία ακόμα για να φτάσει τις 100. Πίσω του έχει αφήσει αυτό το μοιραίο πέναλτι, το πέναλτι ενός πιθανού ημιτελικού. Ο Κούμπα ακόμα και να μην είναι τόσο σημαντικός αυτή τη φορά, να μην είναι σε 100% κατάσταση, είναι ήδη ένας νικητής. Νικητής στη ζωή, νικητής και στο ποδόσφαιρο. «Θα μείνει μέσα μου για όλη μου τη ζωή. Ποτέ δεν θα καταλάβω τι έγινε και γιατί. Κάθε μέρα το σκέφτομαι, αλλά έχω αποκτήσει αντοχές στην τραγωδία αυτή. Έχασα τα πάντα και ήταν μόλις πριν λίγα χρόνια που κατάλαβα ότι μπορώ να δώσω χαρά στον εαυτό μου και σε άλλους ανθρώπους».