Μια μικρή ωδή στην αγάπη για το ποδόσφαιρο
Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δουν να έρχεται κατά πάνω τους μια μπάλα, δεν θα προσπαθήσουν να την πιάσουν με τα χέρια, αλλά να την κοντρολάρουν με το πόδι. Ο Μαραντόνα είχε δηλώσε κάποτε πως ακόμα κι αν φορούσε ένα πανάκριβο λευκό κοστούμι, αν έβλεπε μια λασπωμένη μπάλα να έρχεται προς το μέρος του -ψηλά, απ’ τον αέρα- θα την κοντρόλαρε με το στήθος, χωρίς να ενδιαφερθεί για λεκέδες και περίεργα βλέμματα. Προσωπικά τον πιστεύω. Ο συγγραφέας του εξαιρετικού -και αγαπημένου (για ‘μένα)- High Fidelity, Νικ Χόρνμπι, έχει δηλώσει επίσης: “Ερωτεύτηκα το ποδόσφαιρο όπως αργότερα ερωτευόμουν τις γυναίκες. Ξαφνικά, ανεξήγητα, αβασάνιστα. Χωρίς να σκεφτώ τον πόνο ή την αναστάτωση που θα έφερνε”. Τον πιστεύω και αυτόν, μιας και ακριβώς έτσι ερωτεύτηκα και εγώ το ποδόσφαιρο, πριν πολλά χρόνια, και φυσικά έτσι ακριβώς ερωτεύομαι και τις γυναίκες. Ακόμα και σήμερα.
Κανένας -και ποτέ- δεν πρόκειται να εξηγήσει επακριβώς τι είναι αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο δημοφιλές. Ακόμα και στις μέρες μας, στην σύγχρονη εποχή των εκατομμυρίων και του χαμένου ρομαντισμού, δε γίνεται να μην το αγαπήσεις. Τα συναισθήματα που αυτό γεννά -και προσφέρει- δε γίνεται να μετρηθούν από καμία σύγχρονη “μηχανή” και φυσικά η λέξη γκολ και τα συναισθήματα που αυτή γεμίζει τον απλό φίλαθλο, δεν ξέρω με πόσα πράγματα μπορούν να συγκριθούν. Αν μπορούν να συγκριθούν. Προσωπικά αυτό που με κάνει να ξεχνάω το ποδόσφαιρο είναι μόνο ένα παιδικό χαμόγελο και ένα παιδικό δάκρυ. Τα παιδιά άλλωστε είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει σε αυτόν εδώ τον πλανήτη και δεν αξίζουν κανένα πόνο. Το παρόν, το μέλλον και η ζωή, είναι τα ίδια τα παιδιά. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να υπάρξει καμία ισορροπία σε αυτήν εδώ την κοινωνία. Κανένα όνειρο. Ακόμα και η λέξη αγάπη θα έχανε κάθε έννοια της δίχως αυτά.
Πριν χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο με τίτλο “Το ποδόσφαιρο είναι ελευθερία” μετά την προβολή της εξαιρετικής ταινίας “Τιμπουκτού” του Αμπντεραμάν Σισακό. Εκεί, σε μια σπάνιας ομορφιάς ανθρώπινη κι αληθινή σκηνή, αποτυπώνεται τι ακριβώς είναι το ποδόσφαιρο για κάθε παιδί. Πως το βιώνει και τι αισθήματα βγάζει αυτό το τόσο σπουδαίο παιχνίδι σε κάθε πιτσιρίκι. Ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος και οικονομικής επιφάνειας. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει μπάλα. Τα καλύτερα γκολ της ζωής του, άλλωστε, το κάθε παιδί τα έχει σκοράρει έχοντας κλειστά τα μάτια. Στα όνειρά του. Σε τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ και Μουντιάλ, κι από πολλές φορές μάλιστα. Συνήθως μετά από μια πάσα ακριβείας του καλύτερού του φίλου. Ακόμα και σε μια δύσκολη στιγμή άλλωστε ο καθένας μπορεί να κλείσει τα μάτια και να σκεφτεί τον άνθρωπο που είναι ερωτευμένος, μια όμορφη στιγμή με έναν καλό φίλο και φυσικά την αγαπημένη του ομάδα ή -ακόμα καλύτερα- τον ίδιο να σκοράρει, με τα χρώματά της, ένα σπουδαίο τέρμα, και να νιώσει καλύτερα. Έστω και για μερικά λεπτά.
Σε ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου, υπάρχει μια σκηνή που καταφέρνει να μας πει τι είναι το ποδόσφαιρο για ένα παιδί. Σε ένα βιβλίο που δεν έχει όμως να κάνει καθόλου με ποδόσφαιρο αλλά με τη σκοτεινότερη περίοδο της σύγχρονης ανθρωπότητας. Αναφέρομαι στο βιβλίο του Ίμρε Κέρτες “Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο”, ένα βιβλίο που έχει να κάνει με τις θηριωδίες του Άουσβιτς μέσα απ’ τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ο Κέρτες, κάπου λίγο πριν τη μέση του βιβλίου, γράφει “…Κάτω απ’ τα πόδια μας πάλι ένας φαρδύς, εκτυφλωτικά λευκός δρόμος, μπροστά μας ολόκληρη εκείνη η κάπως κουραστικά μεγάλη έκταση, ο αέρας που από τη ζέστη έτρεμε και έβραζε παντού. Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως και ήταν πολύ μακριά, όπως αποδείχτηκε όμως μετά, τα λουτρά απείχαν από το σταθμό συνολικά γύρω στα δέκα λεπτά με τα πόδια. Όσα μπόρεσα σ’ αυτή τη σύντομη διαδρομή να δω γενικά μου άρεσαν. Χάρηκα ιδιαίτερα για ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, σ’ ένα λιβάδι που απλωνόταν ακριβώς στα δεξιά του δρόμου. Πράσινο γρασίδι, τα απαραίτητα για το παιχνίδι άσπρα τέρματα, άσπρες γραμμές – όλα ήταν εκεί, δελεαστικά, καινούργια, σε άριστη κατάσταση και απόλυτη τάξη. Εμείς, τ’ αγόρια, είπαμε αμέσως: ορίστε, μετά τη δουλειά θα παίζουμε εδώ ποδόσφαιρο…” Απλές και αγνές σκέψεις ενός παιδιού που πριν λίγη ώρα είχε φτάσει στοιβαγμένο μαζί με άλλους εκατοντάδες στο κολαστήριο του Μπίρκεναου και όσο κι αν είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με όλο αυτό, δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του το παιχνίδι και το αγαπημένο του ποδόσφαιρο.
Κλείνοντας αυτό το μικρό κείμενο, και τις σκέψεις που αυτό περικλείει, απλά να πω πως, περίπου, την ίδια περίοδο ο σπουδαίος Σοβιετικός συνθέτης και μέγας λάτρης του ποδοσφαίρου, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, καθώς τα ναζιστικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Λένινγκραντ, θα γράψει στον καλό του φίλο Ισαάκ Γκλίκμαν που βρισκόταν στην Τασκένδη. “Καλέ μου φίλε δεν κοιμάμαι, θρηνώ και δάκρυα τρέχουν πυκνά και πικρά από τα μάτια μου. Εκεί που βρίσκεσαι γίνονται τουλάχιστον τίποτα ματς;” Δέκα χρόνια νωρίτερα, στις αρχές του 1930, ο σπουδαίος συνθέτης είχε υπογράψει το έργο “Χρυσή Εποχή”. Το πρώτο δηλαδή από τα τρία διάσημα μπαλέτα του. Ένα έργο που βασίστηκε στο λιμπρέτο “Ντιναμιάδα” και μιλάει για τις περιπέτειες μιας Σοβιετικής ποδοσφαιρικής ομάδας που βρισκόταν για αγώνες επίδειξης σε μια διεφθαρμένη καπιταλιστική χώρα με το όνομα Φασιστοχώρα. Ένα απ’ τα πιο γνωστά αποφθέγματα άλλωστε του σπουδαίου συνθέτη ήταν εκείνο το, ξεχασμένο στις μέρες μας, “Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών” και κατ’ εμέ δεν είχε καθόλου, μα καθόλου, άδικο. Ο τρόπος που προσέγγιζε άλλωστε ο Σοστακόβιτς το όμορφο άθλημα που λέγεται ποδόσφαιρο ήταν ακριβώς όπως του μικρού παιδιού που βγαίνει να παίξει στο δρόμο με τους φίλους του. Πολλές φορές ακόμα και με φανταστική -ή αυτοσχέδια- μπάλα. Ανάμεσα σε συντρίμμια. Πολλές φορές υπό τον φόβο και την αβεβαιότητα -όχι του αύριο- αλλά εκείνης της στιγμής. Πάντα όμως με αγνή, αληθινή αγάπη και ατελείωτα όνειρα. Όπως και ο μικρούλης Ντούρκα στο αριστούργημα του Κέρτες.
To κείμενο γράφτηκε υπό τους ήχους των μελωδιών του σπουδαίου Francisco Tarrega
6 σχόλια σχετικά με το “Μια μικρή ωδή στην αγάπη για το ποδόσφαιρο”
Slow clap!!!
Εκπληκτικός έως και συγκινητικός.
υπέροχο.
Ανατριχιαστικά υπέροχο κείμενο. Ακόμα πιο όμορφο όταν το ξαναδιαβάζεις υπό τους ήχους της μουσικής πρότασης.
Άποψή μου είναι ότι για να προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει τη δύναμη-μεταφυσική του ποδοσφαίρου, πρέπει να πάψει να το βλέπει σαν άθλημα. Άθλημα είναι το μπάσκετ, το τένις και το τρίαθλο. Το ποδόσφαιρο είναι κοινωνικό φαινόμενο κι ακολουθεί την πορεία όλων αυτών που παρέσυραν τις μάζες, από τον χριστιανισμό ως το εργατικό κίνημα, με κατάληξη, δυστυχώς, πάντα την ποδηγέτηση από τους άρχοντες. Από κει και πέρα, όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Βλέποντας τη σύγχρονη μορφή του, πολλοί μιλούν για χαμένο ρομαντισμό στον βωμό του χρήματος, αλλά νομίζω ότι πάντα κάπως έτσι ήταν· απλά ο σκοπός του άρχοντα άλλαζε. Την ίδια πάνω-κάτω εποχή με τον Ντούρκα και τον Σοστακόβιτς (ευχαριστώ, αγνοούσα και τις δυο περιπτώσεις) εξοντωνόταν η Σταρτ γιατί δεν έχασε από τους άρειους, δολοφονούνταν ο Ζίντελαρ γατί αρνούνταν τη σβάστικα στο στήθος, ο Στάροστιν έπαιρνε τον δρόμο για τα γκούλαγκ κι ένας λαός πίστευε στην ανωτερότητα της φυλής του, ένεκα 2 μουντιάλ (που λέγεται ότι ήρθαν μέσα από δωροδοκίες, στησίματα, ιταλοποιήσεις κλπ), πριν μαζέψει τα συντρίμμια της αυταπάτης του. Εμάς βέβαια μας έμειναν οι συγκινητικές τους ιστορίες, αλλά ήταν παιγνίδια εξουσίας με πλατφόρμα το ποδόσφαιρο.
Όσο για σήμερα, ακόμα κι όσοι σιχτιρίζουμε τη μετεξέλιξη σε ακριβό σώου αυτού που ο Όργουελ απεκάλεσε «πόλεμο χωρίς σφαίρες», παρακολουθούμε παθιασμένα τσουλού και μουντιάλ. Την έμπνευση, δηλαδή, ενός ναζί (δον Σαντιάγκο Μπερναμπέου), που αποσκοπούσε στο σπάσιμο του απομονωτισμού του τελευταίου σκοταδιστικού καθεστώτος στην Ευρώπη, και στο δημιούργημα ενός νεοναζί (Δρ. Ζοάο Χαβελάνζε) που θεωρούσε ντροπή να χάνονται χρήματα σε υποανάπτυκτες χώρες, όταν μπορούσαν να πάνε στις πολυεθνικές. Ταΐζουμε το θηρίο εν γνώσει μας, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Είναι κι αυτό, μάλλον, κομμάτι της μεταφυσικής του.
Μην παίρνεις όρκο ότι εξακολουθούμε να «παρακολουθούμε παθιασμένα τσουλού και μουντιάλ», Βραζιλάκη. Είναι το πρώτο άρθρο του sombrero μετά το μουντιάλ κι ο Γαργαντούας μιλάει για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Δεν σου κάνει εντύπωση;
Η αλήθεια είναι ότι το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς. Η υπερπροβολή σκοτώνει το οποιοδήποτε προϊόν, ειδικά στην εποχή μας που το κοινό έχει κι άλλες επιλογές, πέρα απ’ τα μακαρόνια που δείχνει η τηλεόραση. Πολύ περισσότερο όταν τα μακαρόνια είναι χωρίς σάλτσα, γιατί μη μου πεις ότι ενθουσιάστηκες απ’ το θέαμα που παρακολούθησες στο μουντιάλ…
Οι πολλοί αγώνες κουράζουν τους παίχτες κι οι πολλές τηλεοπτικές μεταδόσεις κουράζουν το κοινό. Ο Κριστιάνο κι ο Μέσι είναι οι πιο άχρωμοι ποδοσφαιρικοί σούπερσταρς που μπορώ να θυμηθώ κι οι επίδοξοι διάδοχοί τους δεν φαίνονται καλύτεροι (Μπαπέ, Νεϊμάρ).
Κάτι ακόμα που κουράζει το κοινό και σκοτώνει το ποδόσφαιρο είναι η τακτική. Η FIFA ίσως θα έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά να μειώσει τον αριθμό των παιχτών σε δέκα για κάθε ομάδα, μήπως κι έτσι ελευθερωθούν χώροι και το παιχνίδι γίνει πιο ανοιχτό.
ΥΓ1: Αν σε κάποιους φαίνομαι υπερβολικός για Κριστιάνο και Μέσι, ας τους συγκρίνουν με τους αντίστοιχους ποδοσφαιρικούς σούπερσταρς των αμέσως προηγούμενων δεκαετιών. Σαν αίγλη, σαν δυναμισμό, σαν ικανότητα και σαν προσωπικότητα.
ΥΓ2: Αν σε κάποιους φαίνεται ακραία η μείωση του αριθμού των παιχτών, ακραίες είχαν θεωρηθεί κι οι αλλαγές των κανονισμών στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (πάσα προς τον τερματοφύλακα, μαρκάρισμα από πίσω, μαρκάρισμα και με τα δύο πόδια κλπ).
ΥΓ3: Δεν επιθυμώ να ξεκινήσω άλλη μια διαμάχη για τον GOAT. Άλλωστε η άποψη του Γαργαντούα γι’ αυτό το θέμα είναι γνωστή. Ας με συγχωρήσουν όσοι έχουν ενστάσεις. Γράφω τη γνώμη μου και τίποτα παραπάνω.
Να είστε όλοι καλά.
Μπρούνο, ίσως κρίνω από τον εαυτό μου, αλλά πιστεύω ότι όσο και να πλαστικοποιηθεί το προϊόν, τα συναισθήματα παραμένουν αναλλοίωτα. Τα μουντιάλ του νέου αιώνα γίνονται όλο και πιο άχρωμα, οι παραδοσιακές δυνάμεις είναι μεικτές σκασμένων ολ-σταρ που παίζουν το ίδιο ηλεκτρονικό σύστημα, αλλά το άγχος μου όταν βλέπω το πάθος της ζωής μου παραμένει το ίδιο. Όπως λέω και στους φίλους μου, που απορούν πως κάνω έτσι στην ηλικία μου, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω· βγαίνει από μόνο του. Η μεταφυσική του ποδοσφαίρου που λέγαμε.
Η μετεξέλιξη απαίτησε την εξαφάνιση της προσωπικότητας και αυτονομίας του ποδοσφαιριστή. Είμαστε στην εποχή των πλαστικών αγοριών. Η τελευταία γενιά με προσωπικότητα ήταν αυτή των Ρομάριο, Στόιτσκοφ, Έφενμπεργκ, Καντονά, Γκουαρντιόλα κλπ Σε έναν Σώκρατες σήμερα θα απαγορευόταν η είσοδος, ακόμα και στις κερκίδες, ως επικίνδυνος για την τάξη και ασφάλεια. Μην κακίζουμε τους Μέσι και τους Νευμάρ. Είναι χρυσοί σκλάβοι από τα 13 τους. Και να ήθελαν δεν μπορούν να αντιδράσουν· είναι δεμένοι χειροπόδαρα από τους χορηγούς. Πόσο μάλλον όταν δεν έχουν και το υπόβαθρο για να το κάνουν.
Η μείωση σε 10 ακούγεται όλο και πιο πολύ. Οψόμεθα…
Να είσαι και συ καλά