Υποκλοπές, κωδικά ονόματα και απαγωγές: Όταν η Μπενφίκα έκλεψε τον Εουσέμπιο
Μέσα Δεκεμβρίου 1960. Στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας προσγειώνεται ένα αεροπλάνο που ξεκίνησε από το Λοουρένσο Μάρκες (γνωστό πλέον και ως Μαπούτο), την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης. Μέσα σ’αυτό βρίσκονται αρκετές οικογένειες, στρατιωτικοί που επιστρέφουν σπίτι τους για τις γιορτές, επιχειρηματίες που έχουν στήσει δουλειές στην, τότε, αποικία της Πορτογαλίας και μια κυρία με το όνομα Ρουθ Μαλόσο. Όπως αποδείχτηκε αργότερα όμως, ούτε Ρουθ τη λέγανε, ούτε κυρία ήταν.
Γυρνάμε λίγα χρόνια πριν, στο 1957. Ο Εουσέμπιο ντα Σίλβα Φερέιρα είναι 15 χρονών και έχει κουραστεί να παίζει ξυπόλητος στους δρόμους με αυτοσχέδιες μπάλες που μετά από μερικά σουτ διαλύονται. Έτσι αποφασίζει παρέα με τους καλύτερους του φίλους να δοκιμάσουν να γραφτούν σε μια κανονική ομάδα. Η πρώτη τους επιλογή είναι η Ντεσπορτίβο και ο λόγος είναι απλός: H ομάδα έχει στενές σχέσεις με την Μπενφίκα και είναι αυτή από την οποία είχε ξεκινήσει ο Μάριο Κολούνα, που είναι το ίνδαλμα τους. Η προσέγγιση όμως δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα.
“Ζητήσαμε να μας δοκιμάσουν αλλά δεν δέχτηκαν. Παρ’όλο που ένιωσα θιγμένος μετά από λίγο καιρό δοκίμασα ξανά αλλά δεν μου απάντησαν ποτέ. Τότε αναγκαστικά στράφηκα σε άλλες λύσεις. Το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω μπάλα” δήλωσε μετά από πολλά χρόνια ο Εουσέμπιο. Οι “άλλες λύσεις” στις οποίες αναφέρεται ήταν η Σπόρτινγκ Λοουρένσο Μάρκες, που όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ήταν η ομάδα της Μοζαμβίκης που συνεργαζόταν με τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας.
Εκεί τους προϋπάντησε ο Νούνο Μάρτινς, που δέχτηκε να τους δοκιμάσει. Μέσα σε λίγη ώρα ο Μάρτινς κατάλαβε ότι το ψηλόλιγνο παιδί που μιλούσε εκ μέρους όλης της παρέας, είναι πολύ πιο χαρισματικό από τα υπόλοιπα. Στο τέλος της προπόνησης τους ανακοίνωσε ότι ο Εουσέμπιο μπορεί να μείνει, οι υπόλοιποι όμως κόβονται. Ο Εουσέμπιο δεν ικανοποιήθηκε από την ετυμηγορία. “Ή μένουμε όλοι, ή φεύγουμε όλοι”. Ο εντυπωσιασμένος Νούνο Μάρτινς απάντησε στο πείσμα του μικρού με ένα μεγάλο χαμόγελο και έδωσε εντολή στο βοηθό του να ετοιμάσει δελτία και για τους πέντε.
Καλοκαίρι 1960. Στα τρία χρόνια που είναι στην τοπική Σπόρτινγκ, ο Εουσέμπιο τραβάει όλα τα βλέμματα με το δυναμικό του παιχνίδι και την ταχύτητα του. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι μπορεί να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα! Δεν είναι όμως απλά ένας γρήγορος παίκτης. Η εκτελεστική του δεινότητα είναι τρομακτική. Τα γκολ διαδέχονται το ένα το άλλο. Ένα από τα ‘θύματα’ του είναι η βραζιλιάνικη Φεροβιάρια, που εκείνη την εποχή έκανε περιοδεία στην Αφρική. Προπονητής στην λατινοαμερικάνικη ομάδα είναι ο Χοσέ Κάρλος Μπάουερ, πρώην διεθνής με την εθνική Βραζιλίας. Ο Μπάουερ εντυπωσιάζεται από τα προσόντα του πιτσιρικά και τον προτείνει στην Σάο Πάουλο, την ομάδα από την οποία προερχόταν. Οι Βραζιλιάνοι όμως δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν να δώσουν λεφτά για έναν άσημο 18χρονο Αφρικανό.
Επόμενος σταθμός της περιοδείας της Φεροβιάρια είναι η Πορτογαλία. Τις μέρες που η ομάδα βρίσκεται στη Λισαβόνα ο Μπάουερ θα επισκεφτεί ένα κουρείο. Εκεί τον περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη. Στο διπλανό κάθισμα πετυχαίνει τον Μπέλα Γκούτμαν, τον οποίο ήξερε προσωπικά αφού δυο χρόνια πριν ο Ούγγρος προπονητής καθόταν στον πάγκο της Σάο Πάουλο. Πάνω στην κουβέντα, ο Γκούτμαν ενημερώνει τον Μπάουερ πως είναι πλέον προπονητής της Μπενφίκα και πως ψάχνει νέα ταλέντα, καθώς έχει προχωρήσει σε ριζική ανανέωση του ρόστερ (έδιωξε μέσα σε λίγους μήνες 20 παίκτες). Ο Μπάουερ του απαντάει ότι στη Μοζαμβίκη υπάρχει ένας νεαρός που μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ σπουδαίο και εκεί, σ’εκείνο ακριβώς το σημείο, σ’ένα τυχαίο κουρείο της Λισαβόνας, η ιστορία του Εουσέμπιο αλλά και της Μπενφίκα αλλάζουν.
Ο Μπέλα Γκούτμαν δεν είναι κανένας τυχαίος. Το μυαλό του κόβει και εντός και εκτός γηπέδων. Όταν μαθαίνει ότι ο Εουσέμπιο αγωνίζεται στη θυγατρική ομάδα της Σπόρτινγκ, θέτει σε εφαρμογή ένα ολόκληρο μυστικό σχέδιο που θα του επιτρέψει να ‘τσιμπήσει’ τον παίκτη πριν το καταλάβει η μεγάλη αντίπαλος του. Η Πορτογαλία εκείνη την εποχή βρίσκεται σε καθεστώς δικτατορίας και οι προσωπικές ελευθερίες, όπως και το απόρρητο των επικοινωνιών, είναι υπό αμφισβήτηση. Οι ομάδες που έχουν στενές σχέσεις με το καθεστώς, έχουν ταυτόχρονα και πρόσβαση σε πληροφορίες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν ποτέ να μάθουν. Ο Γκούτμαν γνωρίζει ότι στο ταχυδρομείο και στο τηλεφωνικό κέντρο οι υποκλοπές είναι συνηθισμένες και ξέρει επίσης ότι η Σπόρτινγκ είναι πολύ καλά δικτυωμένη σ’αυτόν τον τομέα. Έτσι, από τη μέρα που ο Μπάουερ εκστόμισε το όνομα του πιτσιρικά, μέχρι τη μέρα που αυτός έφτασε στην Πορτογαλία, ο Εουσέμπιο αναφέρεται από όλους μέσα στην ομάδα ως “Ρουθ Μαλόσο”!
Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Μπενφίκα στέλνει ανθρώπους της στη Μοζαμβίκη, προσεγγίζει την οικογένεια του παίκτη και προτείνει ένα αξιοσέβαστο για την εποχή ποσό (κοντά στα 1000 ευρώ). Ο αδερφός του καταλαβαίνει αμέσως πόσο τον θέλουν οι Πορτογάλοι και ζητάει τα διπλά. Η Μπενφίκα ενδίδει και ο Εουσέμπιο υπογράφει το συμβόλαιο ενώ τα λεφτά πηγαίνουν απ’ευθείας στα χέρια της μητέρας του.
Έχουμε φτάσει πλέον στον Δεκέμβρη του 1960 και η φήμη ότι η Μπενφίκα ‘κλέβει’ έναν παίκτη από τη θυγατρική της Σπόρτινγκ κυκλοφορεί παντού. Το σχέδιο του Γκούτμαν όμως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Ένας συνεργάτης του αποκαλύπτει “κατά λάθος” στο τηλέφωνο ότι ο Εουσέμπιο έχει μπει στο πλοίο που θα τον μεταφέρει στη Λισαβόνα. Χάρη στις τηλεφωνικές υποκλοπές και το δίκτυο των πληροφοριοδοτών τα νέα φτάνουν στα γραφεία της Σπόρτινγκ μέσα σε ελάχιστες ώρες. Όσο όμως οι διοικούντες της περιμένουν την άφιξη του 18χρονου επιθετικού στο λιμάνι της πόλης, στο αεροδρόμιο προσγειώνεται το αεροπλάνο που μεταφέρει έναν έφηβο που κυκλοφορεί με το γυναικείο όνομα Ρουθ Μαλόσο (“Όλο εκείνο το διάστημα είχα γυναικείο όνομα και δεν το ήξερα. Το ανακάλυψα πρώτη φορά όταν έφτασα στο αεροδρόμιο για να πετάξω” δήλωσε λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Εουσέμπιο).
Ένας απεσταλμένος της Μπενφίκα παραλαμβάνει στο αεροδρόμιο τον “κύριο Ρουθ” και τον οδηγεί σε ένα μυστικό σπίτι στη Λισαβόνα και από εκεί και μετά ξεκινάει το δεύτερο κομμάτι του μεταγραφικού θρίλερ. Την ώρα που η Μπενφίκα προσπαθεί να παζαρέψει με την Σπόρτινγκ Λοουρένσο Μάρκες για να στείλει τα χαρτιά του παίκτη, η πορτογαλική Σπόρτινγκ κάνει ό,τι μπορεί για να μεταπείσει τον Εουσέμπιο.
“Μια μέρα ήρθε και με πήρε ο Χιλάριο για να πάμε να δούμε μια ταινία στον κινηματογράφο. Ο Χιλάριο έπαιζε στη Σπόρτινγκ αλλά κάναμε παρέα γιατί κι αυτός προερχόταν από την ίδια πόλη στη Μοζαμβίκη. Στα μισά της διαδρομής μου είπε ότι ξέχασε τα λεφτά του και γι’αυτό έπρεπε να κάνουμε μια παράκαμψη. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του όμως, μας περίμενε εκεί ο Ντουάρτε, που ήταν υπεύθυνος της Σπόρτινγκ, με μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα. Μου πρόσφερε τα διπλά απ’όσα μου είχε δώσει η Μπενφίκα. Την άφησε στο τραπέζι και μου είπε ότι είναι όλα δικά μου, αν υπογράψω γι’αυτούς. Του απάντησα ότι δεν είμαι τρελός για να υπογράψω και δεύτερο συμβόλαιο και από το φόβο μου άρχισα να φωνάζω. Ευτυχώς μας άκουσε ένας γείτονας που ήταν οπαδός της Μπενφίκα και κάλεσε στα γραφεία της ομάδας. Μέσα σε λίγη ώρα έφτασε ο γενικός διευθυντής που με πήρε από εκεί”.
Θορυβημένοι από την κίνηση της Σπόρτινγκ και πεπεισμένοι ότι οι αντίπαλοι τους θα έφταναν ακόμα και στην απαγωγή του για να αποσπάσουν την υπογραφή του, οι άνθρωποι της Μπενφίκα αποφασίζουν να ‘εξαφανίσουν’ τον παίκτη για ένα διάστημα. Έτσι, κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, τον στέλνουν για 12 μέρες σ’ένα απομακρυσμένο ξενοδοχείο στο Λάγος, στα νότια της Πορτογαλίας. Η κατάσταση είχε ξεφύγει τόσο που ο Εουσέμπιο έφτασε να φοβάται ακόμα και για τη ζωή του. “Με πήρε τηλέφωνο ο Κολούνα και με συμβούλευσε να προσέχω πολύ όταν κυκλοφορώ έξω από το ξενοδοχείο, γιατί είναι ικανοί ακόμα και να με πατήσουν με το αμάξι. Τότε πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και της είπα ότι θέλω να γυρίσω πίσω. Ευτυχώς με καθησύχασε και με έπεισε να περιμένω λίγο ακόμα”.
Η περιπέτεια του ανθρώπου που αργότερα έγινε γνωστός ως ‘Μαύρος Πάνθηρας’ έληξε έξι ολόκληρους μήνες μετά τη μέρα που πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στη Λισαβόνα, ύστερα από γραφειοκρατικούς αγώνες, καταγγελίες στη Γενική Διεύθυνση Αθλητισμού, ακόμα και πρωτοσέλιδα που έλεγαν ότι τα δεδομένα άλλαξαν και τελικά ο παίκτης καταλήγει στη Σπόρτινγκ. Ήταν 13 Μαΐου 1961 όταν η Σπόρτινγκ σήκωσε ουσιαστικά τα χέρια ψηλά και η θυγατρική της ομάδα στη Μοζαμβίκη δέχθηκε τα 400 κόντος που της πρόσφεραν οι Πορτογάλοι και έστειλε τα χαρτιά του παίκτη. Ο Εουσέμπιο άνηκε, επιτέλους, επίσημα στη Μπενφίκα.
Στην πρώτη προπόνηση του με τη νέα του ομάδα, ο Μπέλα Γκούτμαν γύρισε κάποια στιγμή στο βοηθό του και του ψιθύρισε στο αυτί: “Νομίζω ότι βρήκαμε χρυσό”. Δέκα μέρες αργότερα, τον ξεκίνησε βασικό σε ένα φιλικό με την τοπική Ατλέτικο. Το ματς έληξε 4-2 με τον Εουσέμπιο να πετυχαίνει τα πρώτα τρία από τα 473 γκολ που σημείωσε με τη φανέλα της Μπενφίκα. Το πορτογαλικό ποδόσφαιρο είχε αλλάξει για πάντα.