Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Όμαρ Σίβορι: ο πρώτος Αργεντίνος που λατρεύτηκε στην Ιταλία

Όταν ο Χατέμ Μπεν Αρφά ανέφερε, ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές που θαυμάζει – Κρόιφ, Μαραντόνα, Ροναλντίνιο, Ρονάλντο – τον Όμαρ Ενρίκε Σίβορι, πολλοί το απέδωσαν στην εμμονική τάση των χίπστερ συνανθρώπων μας να διαφοροποιούνται από ό,τι θεωρείται συνηθισμένο, μέινστριμ. Υποψιάζομαι όμως ότι όταν ο μελετηρός Χατέμ διάβασε την ιστορία του εκνευριστικά ταλαντούχου αριστεροπόδαρου Αργεντινο-ιταλού συναδέλφου του, σίγουρα θα σκέφτηκε έναν άλλον παίκτη με παρόμοια χαρακτηριστικά: τον εαυτό του. Και μοιραζόμαστε την πίκρα που θα ένιωσε αναλογιζόμενος ότι υπήρξε κάποτε μια εποχή που το ποδόσφαιρο συγχωρούσε τα ελαττώματα – προβλήματα συμπεριφοράς, τεμπελιά, θράσος…– των εκνευριστικά ταλαντούχων αριστεροπόδαρων.

Αυτές οι εποχές όμως ανήκουν στο παρελθόν, το πολύ μακρινό. Ο Σίβορι φτάνει στην Ιταλία και στη Γιουβέντους το 1957, όταν είναι 22 χρονών. «Είναι κάτι περισσότερο από πρωταθλητής. Για όποιον αγαπάει το ποδόσφαιρο, ο Σίβορι είναι μια ένοχη απόλαυση»: μιλάει ένας άνθρωπος με αναμφισβήτητο γούστο, ο Τζιάνι Ανιέλι, που έδωσε το μυθικό ποσό των 180 εκ. λιρετών στη Ρίβερ Πλέιτ για να τον αποκτήσει – στην εποχή της ήταν η πιο ακριβή μεταγραφή στον κόσμο – και δεν θα το μετανιώσει. Παρά τα όσα δυσάρεστα ακολούθησαν, ο Σίβορι παρέμεινε, μαζί με τον Πλατινί, ο πιο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής.

Όταν ο Αργεντινός έφτασε στο Τορίνο, η Γιουβέντους δεν ήταν αυτή που σήμερα γνωρίζουμε, η ομάδα που δεσπόζει στο ιταλικό και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο – τις δύο προηγούμενες σεζόν είχε τερματίσει ένατη στο πρωτάθλημα. Πριν την τραγωδία της Σουπέργκα το 1949, δεν ήταν καν η καλύτερη ομάδα της πόλης της.

Ούτε κι ο Σίβορι έχει φτάσει ακόμη στην ακμή της καριέρας του, όχι επειδή είχε πετύχει λίγα μέχρι τότε αλλά επειδή επέπρωτο να κάνει ακόμη περισσότερα. Έχει ήδη έχει κερδίσει τρία πρωταθλήματα στη σειρά με τη Ρίβερ Πλέιτ ενώ λίγους μήνες πριν, τον Απρίλιο του 57, μαζί με τον Αντόνιο Βαλεντίν Ανχελίγιο και τον Ουμπέρτο Μάστσιο ήταν ένας από τους τρεις Αγγέλους με βρώμικο πρόσωπο που μεγαλούργησαν στα γήπεδα του Περού με τη φανέλα της Αργεντινής, κερδίζοντας το Κόπα Αμέρικα και διαλύοντας, μεταξύ άλλων, τη Βραζιλία 3-0. Και ο Σίβορι, που ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης, κι οι άλλοι δυο θα γίνουν ανάρπαστοι από τις ιταλικές ομάδες: ο Ανχελίγιο θα βρεθεί στην Ίντερ και ο Μάτσιο στη Αταλάντα. Και οι τρεις θα το πληρώσουν, καθώς εκείνα τα χρόνια στην Αργεντινή δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτούς τους ξενιτεμούς στη Γηραιά Ήπειρο. Δεν θα κληθούν στην Εθνική για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, όπου η Αλμπισελέστε θα αποκλειστεί από τον πρώτο γύρο μετά από ένα ταπεινωτικό 6-1 από την Τσεχοσλοβακία. Και οι τρεις θα παίξουν αργότερα για την Εθνική Ιταλίας ως oriundi, δηλαδή ως έχοντες ιταλικές ρίζες – ρίζες υπαρκτές, χάρη στις οποίες ο Όμαρ συγγενεύει με έναν άλλο δημοφιλέστατο στην Ιταλία Αργεντίνο, τον Πάπα Φραγκίσκο του οποίου η μαμά ήταν από τη Λιγκουρία, όπως όλοι οι Σίβορι.

Μόνο που όταν ο σταρ της Ρίβερ φτάνει στην Ιταλία, ταλαιπωρημένος από το ταξίδι κι από μια εγχείριση στις αμυγδαλές, δεν πολυμοιάζει με ποδοσφαιριστή. Είναι κοντόχοντρος, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι – ένα από τα παρατσούκλια του του είναι El Cabezón, ο Κεφάλας αλλά κι ο ξεροκέφαλος– με κάπως εναλλακτική οδοντοστοιχία, και βαρύθυμος. Στην παρουσίασή, απαντάει στα πειράγματα του ελαφρώς ανήσυχου Ανιέλι – «καλός είσαι αλλά σα να μου φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιείς πολύ το δεξί σου πόδι» – με μια επίδειξη ζογκλαρίσματος με το αριστερό γύρω γύρω από το γήπεδο και μια απάντηση : «Και με το δεξί, τι με συμβουλεύετε να κάνω;».

Οι πρώτες εντυπώσεις που αφήνει στα φιλικά ματς δεν είναι οι καλύτερες: ατομιστής, αργός, βαρύς, με κακή φυσική κατάσταση. Μια ζωντανή αντίθεση στις επιταγές του σύγχρονου ποδοσφαίρου που τις προσωποποιούν με τον καλύτερο τρόπο δυο συμπαίκτες του: ο επίσης νεοφερμένος Τζον Τσαρλς, ο πανύψηλος, αριστοκρατικός κι ομαδικός Ουαλλός της Λιντς κι ο Τζιανπιέρι Μπονιπέρτι, το απόλυτο τορινέζικο ίνδαλμα, και μελλοντικός πρόεδρος της ομάδας για μια εικοσαετία.

Il Trio Magico

Όμως, κι εδώ ο Χατέμ Μπεν Αρφά έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αδικημένος από τη ζωή, η διοίκηση αποφασίζει να ακούσει τις υποδείξεις του μάνατζερ του παίκτη: είναι απαραίτητη μια κάποια ελαστικότητα στην πειθαρχία διότι ο Όμαρ είναι ασυνήθιστος στις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στο Τορίνο, κυρίως στις πρωινές προπονήσεις, ειδικά χωρίς μπάλα· στην Αργεντινή ξυπνούσε το μεσημεράκι. Χρειάστηκε η κατανόηση του προπονητή Λιούμπισα Μπρόσιτς και μια μικρή βοήθεια από τον Μπονιπέρτι που δέχτηκε να υποχωρήσει λίγο προς το κέντρο ώστε να γλιτώσει το ξύλο που έτρωγε από τους αμυντικούς και να βολέψει τους νέους, ξένους συμπαίκτες του. Οι τρεις τους θα γίνουν η Μαγική Τριπλέτα της ομάδας που θα γίνει Μεγάλη Κυρία, αρχίζοντας με το ιστορικό πρωτάθλημα του 1957-8. Ιστορικό διότι είναι το δέκατο κι έτσι η Γιουβέντους γίνεται η πρώτη ομάδα που στολίζει την φανέλα της με το περίφημο αστέρι. Θα ακολουθήσουν το Κύπελλο Ιταλίας το 1958-9, το νταμπλ το 1959-60 και ξανά το πρωτάθλημα το 1960-1.

Και οι τρεις της Τριπλέτας είχαν φοβερό ταλέντο και η συγκυρία να ανταμώσουν για τέσσερα χρόνια ήταν ευτυχής για τη Γιουβέντους. Όμως, ο απόλυτος σταρ ήταν ο Όμαρ. Αυτός άλλωστε θα γίνει το 1961 ο πρώτος Γουβεντίνος κι ο πρώτος παίκτης της Σέριε Α που θα κερδίσει Χρυσή Μπάλα – θα ακολουθήσουν πολλοί.

Ο Σίβορι υπήρξε το αρχέτυπο του Αργεντίνου ποδοσφαιριστή έτσι όπως τον φανταζόμαστε οι περισσότεροι: κυνικός, ακούρευτος, τεχνικός, αδίστακτος, απείθαρχος, αλαζόνας, τσατίλας, προκλητικός και με μια ερωτική σχέση με την μπάλα η οποία του έκανε όλα τα χατίρια όταν τη χάιδευε με το μαγικό του αριστερό πόδι – ένα άλλο του παρατσούκλι ήταν El Gran Zurdo, ο Μεγάλος Αριστεροπόδαρος. Ακριβώς όπως για τον Μαραντόνα ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, ο κόσμος συνέρρεε στο γήπεδο από νωρίς για τον προλάβει στο ζέσταμα, να τον δει να ζογκλάρει με την μπάλα, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη, με κάθε δυνατό τρόπο, όρθιος ή ξαπλωμένος. Ο ίδιος εμπλουτίζει το σόου καλώντας μερικές φορές πιτσιρίκια από την εξέδρα με τα οποία παρουσιάζει το μπούμερανγκ: τους στέλνει με μια ελαφριά πάσα την μπάλα, αλλά βάζοντας τέτοιο φάλτσο που η μπάλα να γυρνάει ξανά σ΄αυτόν. Μια φορά με τη Μίλαν και κάτω από καταρρακτώδη βροχή, θρυλείται ότι κατάφερε να κατεβάσει την μπάλα και να σκοράρει σε ένα γήπεδο-λίμνη παίζοντας κουτσό, με την μπάλα κολλημένη στο κουτεπιέ του άλλου του ποδιού.

Στο πρώτο του ματς σκοράρει, κι έτσι θα συνεχίσει. Σε οχτώ σεζόν με τη Γιουβέντους, θα βάλει συνολικά 174 γκολ σε 259 ματς. Μπορούμε να αναφέρουμε και ένα ρεκόρ του αν και το πέτυχε σε ένα σκανδαλώδες ματς. Τον Ιούνιο του 1961, την χρονιά που κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα, έβαλε έξι γκολ στην Ίντερ· οι Μιλανέζοι είχαν κατεβάσει την ομάδα των νέων για να διαμαρτυρηθούν για την απόφαση ακύρωσης της τιμωρίας της Γιουβέντους και για την επανάληψη του αγώνα που έκρινε τον τίτλο.

Ο Κεφάλας, όμως, δεν ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που θα κέρδιζε ποτέ βραβείο fair play. Σε ένα ματς με την Πάντοβα, κι ενώ το σκορ είναι 3-0, σφυρίζεται ένα αμφισβητήσιμο πέναλτι. Διαμαρτυρίες, κακό, ο αγώνας έχει κριθεί, πλησιάζει λοιπόν τον τερματοφύλακα Πιν και του ψιθυρίζει «μην ανησυχείς, δίκιο έχετε κι εγώ θα το χτυπήσω προς τα αριστερά για να το πιάσεις». Σουτάρει εντελώς προς τα δεξιά και το βάζει. Ο Πιν τον κυνηγάει σε όλο το γήπεδο. «Εννοούσα αριστερά για μένα».

Ακόμη και σήμερα, όταν κανείς παρακολουθεί τα στιγμιότυπα των αγώνων, η αίσθηση που αποκομίζει είναι ότι ο άνθρωπος αυτός, που, με την απίστευτη τεχνική και φαντασία που διέθετε, μπορούσε να δημιουργήσει φάσεις από το τίποτε και είχε καταπληκτικά τελειώματα μέσα στην περιοχή, απολάμβανε ίσως λίγο περισσότερο όσα προηγούνταν του γκολ: «Είναι δύσκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον 60-70.000 θεατών. Πρέπει να τους προσφέρεις συνεχώς θέαμα, διασκέδαση»: αυτή ήταν η θεωρία του. Γι΄αυτό οι χορευτικές ντρίμπλες – ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν γι΄αυτόν λέγεται «Σίβορι τσα-τσα» –, συχνά με μια μικρή οπισθοχώρηση ώστε να ξαναβρεί τον παίκτη που μόλις ξεπέρασε και να τον ταπεινώσει πάλι, οι προσποιήσεις, οι διαγώνιες επελάσεις, οι αστραπιαίες αλλαγές κατεύθυνσης, και, η μεγάλη του σπεσιαλιτέ: οι ποδιές. Ο Σίβορι ανέδειξε σε τέχνη το να περνάει την μπάλα ανάμεσα στα πόδια των αντιπάλων, και, γενικότερα, να τους ξεφτιλίζει. Κάποτε είχε βάλει στοίχημα τον συμπαίκτη του Μπρούνο Γκαρτζένα πως σε κάθε ματς θα έκανε ποδιά στον πρώτο αντίπαλο που θα τον πλησίαζε μετά τη σέντρα. Ο Γκαρτζένα εγκατέλειψε μετά το τρίτο δείπνο που αναγκάστηκε να πληρώσει.

Ακόμη και η επιμονή του να παίζει με κατεβασμένες κάλτσες είχε ακριβώς την ίδια λογική, να δείξει σε κάθε αμυντικό που φιλοδοξούσε να τον σταματήσει ή, έστω, να του πατήσει καμιά σκαριά, ότι δεν τον φοβάται. Η αλήθεια είναι ότι τους φοβόταν λίγο – όταν εκνευρισμένοι άρχιζαν να τον κυνηγούν κρυβόταν πίσω από τον αγαθό γίγαντα Τζον Τσαρλς –, κι είχε ένα δίκιο. Εκείνα τα μακρινά χρόνια, οι αμυντικοί είχαν αιμοσταγή παρατσούκλια και ψιθύριζαν στο αυτί του σταρ της αντίπαλης ομάδας τρυφερά λόγια. «Κανόνισε να περάσεις τη γραμμή της περιοχής και θα σου σπάσω τα πόδια»: αυτό είπε μια μέρα του Φλεβάρη του 1961 στον Σίβορι ο Έλιο «ll Mastino [=το Πίτμπουλ]» Γκράνι της Κατάνια. «Σύμφωνοι, αλλά μην αργήσεις πολύ διότι δεν θα προλάβεις, θα χτυπήσω πρώτος». Σε λίγα λεπτά ο Πίτμπουλ φεύγει με φορείο και με κατεστραμμένο γόνατο.

Διότι ο Σίβορι, ακόμη και όταν πολιτογραφήθηκε Ιταλός, παρέμεινε ένα πιτσιρίκι που έμαθε μπάλα στις αλάνες του Σαν Νικολάς, διακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Μπουένος Άιρες: έφτυνε, έσπρωχνε, τραβούσε μαλλιά, καμωνόταν πως πήγαινε να παρηγορήσει έναν πεσμένο αντίπαλο ενώ στην πραγματικότητα τον κλωτσούσε, έβριζε, τα έβαζε με τους διαιτητές. Κατάφερε να αποβληθεί δέκα φορές και να τιμωρηθεί συνολικά με 33 αγωνιστικές. Σε έναν ματς με την Ίντερ, ανάγκασε ακόμη και τον Τσαρλς, ο οποίος ήταν γνωστός για το φιλειρηνικό του πνεύμα και την ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε τα πάντα, να τον χαστουκίσει για να τον ηρεμήσει.

Το χαστούκι στο 2.10΄

Η Μαγική Τριπλέτα θα χωρίσει. Ο Μπονιπέρτι θα κρεμάσει νεότατος τα παπούτσια του το 1961, ο Τσαρλς θα γυρίσει στη Λιντς το 1962. Ο Σίβορι, κάτοχος πλέον του τίτλου του καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή θα συνεχίσει να μαγεύει τα πλήθη, σκοράροντας, για παράδειγμα, απέναντι στη Ρεάλ του Ντι Στέφανο και χαρίζοντας στη Γιούβε την πρώτη της νίκη μέσα στο Μπερναμπέου.

Κι ο Μαραντόνα, πόσες Χρυσές Μπάλες έχει, είπαμε;

Αυτή η ιστορία αγάπης, όμως, δεν θα αποδώσει άλλους καρπούς και θα έχει πικρό τέλος. Το 1964, ο Παραγουανός προπονητής Εριμπέρτο Ερέρα έρχεται με όρεξη στο Τορίνο. Ο Ρομπέρτο Βιέρι, πατέρας του Κρίστιαν θυμάται: «Οι προπονήσεις του ήταν τόσο κουραστικές που ξεθεωνόμουν και μόνο που τις παρακολουθούσα». Αυστηρός, άτεγκτος, οπαδός της ομαδικής προσπάθειας, της συνεχούς κίνησης και της σκληρής προπόνησης, δεν εντυπωσιάζεται από τις χορευτικές ικανότητες του Σίβορι: «Είναι γελωτοποιός κι ατομιστής, φέρεται λες και το ποδόσφαιρο είναι ατομικό σπορ! Ή θα αλλάξει ή ένας από τους δυο μας θα φύγει».

Το καλοκαίρι του 1965, ο Όμαρ φεύγει από το Τορίνο. Το γεγονός είναι τόσο συγκλονιστικό που αποτελεί το σημείο εκκίνησης ενός κοινωνικού δράματος του Έντζο Μπατάλια. Από την ταινία, στην οποία παίζει ρόλο-κλειδί και ο ίδιος, που  φιγουράρει και με γαλάζια φανέλα στην αφίσα, μας έχει μείνει ένα υπέροχο τραγούδι του Ένιο Μορικόνε:

Ο Σίβορι, λοιπόν, πηγαίνει στη νεοφώτιστη Νάπολι όπου θα βρει έναν άλλο αποδιωγμένο σταρ, τον Ζοσέ Αλταφίνι. Υποτίθεται ότι δίνουν αμοιβαία υπόσχεση να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον ώστε να εκδικηθούν τις ομάδες που τους ανάγκασαν να φύγουν: τη Μίλαν και τη Γιούβε – ή μάλλον τον Ερέρα. Και είναι πιστοί στον όρκο τους: τη σεζόν 1965-6, οι δυο ισχυροί του Βορρά φεύγουν με ήττες 1-0 από το Σαν Πάολο. Σκόρερ με τη Μίλαν ο Σίβορι, με τη Γιούβε ο Αλταφίνι.

Μετά από μια τρίτη θέση στο πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο Άλπεων, ένας Μεγάλος Αριστεροπόδαρος γίνεται ο βασιλιάς της Νάπολης είκοσι χρόνια πριν τον Μαραντόνα. Ένα ξύλινο ομοίωμά του περιφέρεται στους δρόμους όπως το άγαλμα του Σαν Τζενάρο, του προστάτη της πόλης, ενώ ο θρύλος λέει ότι χήρες έκλαιγαν πάνω από τους τάφους των αντρών τους λέγοντας: «Πέθανες και δεν μπορείς να δεις τον Σίβορι και τον Αλαταφίνι να φοράνε τα γαλάζια!».

Και βέβαια δεν ξεχνά: κάθε αναμέτρηση με τη Γιούβε του Ερέρα είναι ευκαιρία για εκδίκηση. Πηγαίνει κοντά στον πάγκο, τον βρίζει, τον κοροϊδεύει, του κάνει χειρονομίες. Όχι ότι ο Παραγουανός πάει πίσω: κάθε φορά, οι εντολές που δίνονται στον αμυντικό που τον φυλάει είναι να του σπάσει τα νεύρα ώστε να αποβληθεί.

Η έκρηξη έρχεται τον Δεκέμβριο του 1968. Νάπολι-Γιουβέντους 2-1, με μια ασίστ του Αργεντίνου. Ο Ερμίνιο Φαβάλι πέφτει σφαδάζοντας κάπως υπερβολικά στο έδαφος μετά από επαφή με τον Σίβορι. Επεμβαίνει ο διαιτητής, σπρωξίματα, τσαμπουκάδες. Εφορμά ο εκδικητής Ντίνο Παντζανάτο και πατάει στο πρόσωπο τον ακόμη ξαπλωμένο στο χορτάρι Φαβάλι. Ανταπάντηση από τον Σάντρο Σαλβαντόρε που γκρεμίζει τον Ναπολιτάνο με μια εντυπωσιακή γροθιά. Γενική σύρραξη. Το ξύλο συνεχίζεται στα αποδυτήρια. Τρεις κόκκινες κάρτες, συνολικά είκοσι αγωνιστικές τιμωρία και πολλά ράμματα. Ο Σίβορι, όπως ο Μαραντόνα – μην τα ξαναλέμε! – πολλά χρόνια μετά, αποφασίζει ότι οι συνθήκες ωρίμασαν ώστε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Ιταλία και να επιστρέψει άρον άρον στα πάτρια χώματα.

Με σομπρέρο και τον Τζιάνι Ριβέρα

Αφοσιώνεται αμέσως στην προπονητική. Περνάει από τη Ροσάριο Σεντράλ, την Εστουδιάντες, τη Ρασίγκ, ακόμη κι από την Εθνική Αργεντινής στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974. Αργότερα θα γίνει το μάτι της Γιουβέντους στα αργεντίνικα γήπεδα – λέγεται ότι είχε εισηγηθεί, χωρίς αποτέλεσμα, την απόκτηση του Μαραντόνα –   και θα αποσυρθεί στα δυο αγροκτήματά του, που τα βάφτισε Γιουβέντους και Νάπολι.

Πέθανε το 2005, έχοντας γνωρίσει τη σπάνια τύχη να μπαίνει στο γήπεδο λίγο πριν αρχίσει ένα μεγάλο ντέρμπι ανάμεσα στις δυο μεγάλες ιταλικές ομάδες και να αποθεώνεται από τους οπαδούς και των δυο. Ίσως γιατί, όπως έγραψε το περιοδικό Guerin Sportivo «μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες που διασώθηκαν, μας δείχνει το ποδόσφαιρο όταν ακόμη ήταν έγχρωμο». Το Μονουμεντάλ, το ιστορικό γήπεδο της Ρίβερ, που ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε με τα λεφτά της μεταγραφής του, ακόμη έχει μια κερκίδα με το όνομά του.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ιταλικό πρωτάθλημα, ποδόσφαιρο Λατινικής Αμερικής, Προσωπογραφίες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Άντονι Φάντεν Μπόρε: Το ταλέντο που αγαπήσαμε

Οκτώβριος του 2000. Η Άντερλεχτ υποδέχεται στο Κονστάν Φάντεν Στοκ την Γιουνάιτεντ του Άλεξ Φέργκιουσον για τη φάση των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ. Μετά από 90′ αγώνα και δυο γκολ του Τόμας Ρατζίνσκι, που εκτός των άλλων έβγαλε τίμια τις καριόκες και τα πουράκια του στην Ξάνθη για μια χρονιά, οι Βέλγοι κερδίζουν με 2-1 […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Τραγουδώντας στην Κόλαση

Ψάχνοντας κανείς πληροφορίες για τη Νέα Ορλεάνη, διαπιστώνει σχετικά εύκολα ότι ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κουλτούρας της πόλης είναι οι τζαζ κηδείες. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κηδείας, μια μπάντα ακολουθεί τους συγγενείς του νεκρού στην πορεία τους μέχρι το νεκροταφείο, παίζοντας κάποιο πένθιμο εμβατήριο ή κάποιον μελαγχολικό ρυθμό. Όταν όμως ο […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

4 σχόλια σχετικά με το “Όμαρ Σίβορι: ο πρώτος Αργεντίνος που λατρεύτηκε στην Ιταλία”

  1. Ο/Η Γιαννης λέει:

    Και μπάλα χόρτασα, και έμαθα και το “επέπρωτο” μαζί. Σαν να διαβάζεις Σαραντάκο να μιλάει για το ποδόσφαιρο. https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B5%CF%80%CE%AD%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF

  2. Ο/Η Anestis Manias λέει:

    Κειμεναρα για μια ακομα φορα. Μπραβο σας. Σομπρερο εισαι εγγυηση.

  3. Ο/Η Elaith λέει:

    Να πω το κρίμα μου, όταν είδα το “επέπρωτο” η πρώτη μου κίνηση ήταν να προσπαθήσω να καταλάβω το λάθος, τι ήθελε να πει ο ποιητής.

    Πολύ ωραίο το κείμενο!

  4. Ο/Η Jürgen_Spock λέει:

    Ευχαριστούμε πολύ για τα καλά σας λόγια, σπουδαίος ο Όμαρ κι ας ήταν Γιουβέντους.
    Γνωρίζοντας ότι οι αναγνώστες του σομπρέρο είναι ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, δεν περίμενα ότι το επέπρωτο επέπρωτο να τους δυσκολέψει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *