Οι 11 της Μνήμης
Ο Εζεκιέλ Παρίγια, όταν γεννήθηκε ο γιος του, είχε ένα μεγάλο δίλημμα. Έπρεπε να βγάλει στο μωρό κάρτα μέλους της Μπάνφιλντ, συλλόγου που υποστήριζε από παιδί ο ίδιος και όλη του η οικογένεια; Μήπως ήταν μια κίνηση πατριαρχικής επιβολής να τον κάνει μέλος μια κοινότητας χωρίς το παιδί να έχει το δικαίωμα επιλογής; Οι φίλοι του, όλοι από την ίδια γειτονιά και μέλη της Μπάνφιλντ, του έλεγαν να τον αφήσει να διαλέξει. Ο Εζεκιέλ πέρασε κάποια στιγμή έξω από μια εκκλησία όπου γινόταν μια βάφτιση και είπε: Κε κοχόνες! Τόσα πράγματα επιβάλουμε στα παιδιά μας χωρίς να το διαλέξουν. Κατευθύνθηκε στο γήπεδο της Μπάνφιλντ και έβγαλε κάρτα μέλους στο μωρό. «Ας αλλάξει ομάδα όταν μεγαλώσει» είπε.
Στις 3 Οκτωβρίου ο Εζεκιέλ ήταν κεντρικός ομιλητής σε μια πρωτοβουλία του συλλόγου της Μπάνφιλντ. Η πρόεδρος της ομάδας, Λουσία Μπαρμπούτο, έστησε μια πλατφόρμα στο γήπεδο του συλλόγου, Στάδιο Φλορένθιο Σόλα, ώστε να αποκατασταθούν ως μέλη του συλλόγου 11 οπαδοί που είχαν διαγραφεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Βιδέλα. Η ενδεκάδα της τιμής αποτελείτο από τους: «Ελ Τέλα» Βεντούρα, Λιονέλ Σαουμπιέτε, Μάριο Πιερεπόντ, Σίλβια Στρέχερ, Χερμάν Γάβιο, Ραούλ Σέσι, Ρικάρδο Τσιριτσίμο και Ρομπέρτο Μάτες. Όλοι τους είχαν υπάρξει κρατούμενοι ή εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Έξω από το γήπεδο υπάρχει μια πλακέτα με τα ονόματα και τις φωτογραφίες της ενδεκάδας αυτής. Και ένα γράφιτι που τους απεικονίζει. Τιμή στην ιστορία της ομάδας, των οπαδών της και της γειτονιάς.
Η Μπαρμπούτο ξεκίνησε το λόγο της λέγοντας: «Ζητώ συγγνώμη από τους συγγενείς των ανθρώπων αυτών που αργήσαμε τόσο πολύ να τους αποκαταστήσουμε στην οικογένεια της Μπάνφιλντ». Στο πάνελ βρισκόταν αρκετοί συγγενείς των θυμάτων, συγκινημένοι που οι δικοί τους άνθρωποι τελικά δεν ξεχάστηκαν. Η Λίτα Μποιτάνο, πρόεδρος της επιτροπής αναζήτησης των αγνοουμένων της δικτατορίας Βιδέλα, μίλησε στην εκδήλωση: «Είναι μόλις η τέταρτη φορά που πηγαίνω σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Η πρώτη ήταν το 1978 στο Μουντιάλ που μοίραζα στις εισόδους φυλλάδια που έγραφαν ‘Πού είναι οι αγνοούμενοι;’».
Μια ιστορία ξεχωρίζει. H Σίλβια Στρέχερ συνελήφθη το 1977 και βρισκόταν φυλακισμένη στο «πηγάδι του Κίλμες». Εκεί μέσα στο σκοτάδι, και μετά από αρκετά βασανιστήρια, έμαθε ότι η κουνιάδα της ήταν στη φυλακή του Ντεβότο. Η διαδικασία ήταν να περνάνε τους κρατουμένους από βασανιστήρια, «λεύκανση» στην ορολογία του καθεστώτος, και μετά να τους μεταφέρουν στο Κίλμες. Ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στην κουνιάδα της ότι ήταν εκεί και ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Όταν έμαθε ότι ένας συγκρατούμενος της θα μεταφερόταν εκεί, έπλεξε μία μικρή φανέλα από πράσινες και λευκές κλωστές, στα χρώματα της αγαπημένης τους Μπάνφιλντ, ώστε όταν τη δει η κουνιάδα της να καταλάβει ότι είναι καλά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος είχε νέα της.
Όπως είπε και ένας από τους συγγενείς: «Η Μπάνφιλντ δεν είναι ούτε μεγάλος, ούτε μικρός σύλλογος. Είναι ο καλύτερος σύλλογος». Ο Εζεκιέλ Παρίγια έκλεισε την εκδήλωση λέγοντας «Ο σύλλογος είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Εδώ που γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους. Είναι οι δρόμοι, η γειτονιά, είναι αυτό που θέλω να μοιραστώ με το γιο μου».
4 σχόλια σχετικά με το “Οι 11 της Μνήμης”
Συγκλονιστικό άρθρο, ακόμα μια φορά, Ραμόν. Πληγές που δε θα κλείσουν ποτέ, γιατί πέρα από τους βασανισμούς στη Σχολή Μηχανικών Ναυτικού και τις εξαφανίσεις στο βυθό του Ατλαντικού και του Μαρ Ντε Πλάτα, υπάρχει και το δράμα των παιδιών κάποιων εξαφανισμένων, που απήχθησαν μωρά και δόθηκαν για υιοθεσία. Αυτά τα παιδιά -40/50ρηδες σήμερα- μεγάλωσαν αγνοώντας ότι αυτοί που αναγνωρίζουν ως γονείς -σε κάποιες περιπτώσεις- είναι υπαίτιοι για τις δολοφονίες των πραγματικών τους γονέων. Μια διευκρίνιση, αν δε γίνομαι φορτικός, επειδή γράφεις «κρατούμενοι ή εξαφανίστηκαν». Επέζησε κάποιος εκ των 11, και αν ναι, μίλησε για την όλη κατάσταση και τη διαγραφή; Θα ήταν ενδιαφέρον, γιατί καμιά φορά οι τελετές «αποκατάστασης» κρύβουν και την υποκρισία του πολιτικά ορθού.
Αυτή τη στιγμή δε ζει κανένας τους. Γι αυτό και το «11 της μνήμης». Κάποιοι δεν εξαφανίστηκαν όμως. Ήταν αναγνωρισμένα θύματα.
Μια υπόδειξη…. Τα δύο ll στα αργεντίνικα προφέρονται ως βαρύ σ.
Παρισα όχι Παριγια.
Παιδιά, το θέμα με τις προφορές το έχουμε λύσει. Δε γίνεται να βάζουμε σε κάθε χώρα τις τοπικές διαλεκτικές ή γλωσσικές παρεκλίσεις. Επίσης Βαγγέλη ο ήχος που περιγράφεις με το ελληνικό αλφάβητο απλώς δεν αποδίδεται, δεν υπάρχει το “παχύ σ” ως ξεχωριστό φώνημα. Μπορείς βέβαια να προτείνεις να το προφέρουμε ως Κρητικοί, που είναι πιο κοντά σε προφορά Rio de la Plata. Σε κάθε περίσταση ακολουθούμε τα καστεγιάνικα Ισπανικά. Αλλιώς θα διαβάζατε για Μπαρσαλόνα, Λα Κουρούνια, Ζιρόνα κτλ. 😉