Μέσα από τις σκιές ενός κάφρου (του πληκτρολογίου)
Ο Χουάν Χοσέ Μίγιας είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Στο μυθιστόρημά του «Μέσα από τις σκιές», μια σύγχρονη και συνάμα αλληγορική ιστορία, περιγράφει μοναδικά, και πολύ απλά, αρκετά από τα προβλήματα που βιώνουν στην καθημερινότητά τους, πολλοί, αρκετοί, λίγοι – δεν έχει καμία σημασία, σε μεγάλο, ή μικρό, βαθμό. Ο ήρωας της ιστορίας, ο Δαμιάν, αφού θα δει τη ζωή του να βυθίζεται, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, θα βρει γαλήνη και ηρεμία ζώντας, κυριολεκτικά, στη ντουλάπα ενός προβληματικού ζευγαριού, χωρίς φυσικά αυτοί να το γνωρίζουν. Εκεί θα δημιουργήσει μια νέα διαδικτυακή περσόνα, τον Οικονόμο-Φάντασμα, αποκτώντας, και πάλι, νόημα στη ζωή του αλλά και ένα κοινωνικό κύρος πίσω από μια άψυχη, και απρόσωπη, οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Διαβάζοντάς το, εκτός των συναισθημάτων που αυτό μου προκάλεσε ως ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί αρκετά το διαδίκτυο, και ασχέτως αν το βιβλίο δεν είχε κανένα σκοπό να καυτηριάσει τους «κάφρους του πληκτρολογίου», δε θα μπορούσα να μη σκεφτώ αυτή τη νέα μάστιγα που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο, εδώ και μερικά χρόνια, δίνοντας παράλληλα την ασυλία, στον καθένα που, πίσω από ένα προσωνύμιο, μπορεί να βρίσει και να κάνει bullying σε όποιον, πολύ απλά, δεν συμφωνεί με τη δική του γνώμη και τα δικά του πιστεύω. Εξηγούμαι πως δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα ψευδώνυμα, και την ανωνυμία, στα κοινωνικά δίκτυα. Και πως θα μπορούσα να έχω όταν σε αυτόν εδώ το χώρο αρθρογραφούμε με ψευδώνυμο. Έχω όμως με όλους αυτούς που η «ανωνυμία» τους λειτουργεί, ουσιαστικά, ως ασπίδα για να βρίσουν και να προπαγανδίσουν στηριζόμενοι σε ένα, τις περισσότερες φορές, κοινό που λόγω της αδυναμίας του να εκφραστεί, και να σχολιάσει την επικαιρότητα, ψάχνει, και βρίσκει, «ηγέτες» σε τέτοιες περσόνες. Έστω και απρόσωπους. Διαδικτυακούς. Αυτούς που θα γράψουν αυτά που αυτοί δεν τολμούν. Όχι επειδή φοβούνται μην πέσουν έξω στα λεγόμενά τους, στο καφριλίκι άλλωστε ανακύκλωση γίνεται στο σκουπιδαριό και λίγα μένουν από τα πολλά που λέγονται ή γράφονται, αλλά γιατί φοβούνται μη βρεθεί απέναντί τους αυτός ο κάποιος που μαζί με την διαδικτυακή του αγέλη θα τους χλευάσει, θα τους βρίσει, θα τους απειλήσει. Θέλει άλλωστε μεγάλη υπομονή και ακόμα μεγαλύτερη βλακεία για να κάθεσαι όλη μέρα και να βρίζεις κόσμο πίσω από μια οθόνη υπολογιστή για μια αθλητική ομάδα και ένα πολιτικό κόμμα. Καλό λοιπόν, για πολλούς, να αποτελούν μέλη μιας τέτοιας αγέλης.
Να δούμε λίγο όμως αυτή την περσόνα. Ο κάφρος του πληκτρολογίου, συνήθως, είναι ένα άτομο με φυσική εξωστρέφεια που θέλει να μοιραστεί τη βλακεία του, το κόμπλεξ του αλλά και γενικά την κακία του με τους γύρω του με απώτερο σκοπό να ηγηθεί. Να τους κάνει κοινωνούς αυτής της ψεύτικης πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει. Όταν για παράδειγμα θα δει στο ίντερνετ γραμμένο κάτι που είναι απέναντι στη δική του ομάδα, που ως γνωστόν είναι η καλύτερη και η πιο «καθαρή» από όλες όπου κυλάει μια μπάλα, δε θα απαντήσει απλά βρίζοντας στον τοίχο που γράφτηκε αλλά θα το κοινοποιήσει, στον δικό του «τοίχο», εκεί που με το κάλεσμα των Ορκ, της δικής του αγέλης θα νιώσει σπουδαίος. Εκεί που θα αρχίσει ένα μοναδικό πανηγύρι ύβρεων που αν έπρεπε, πάση θυσία, να «μεταφραστούν», ο όρος ακατάληπτο θα ήταν υπερβολικά λίγος για να τις περιγράψει. Ο κάφρος του πληκτρολογίου άλλωστε βρίσκεται σε μια ψυχική και κοινωνική κατάσταση που δεν γίνεται να βρει ηρεμία μιας και δεν το θέλει. Τα λεγόμενά του είναι σαν το νερό που πέφτει σε ένα κουβά από μια βρύση που έχει σπάσει και απλά ξεχειλίζει. Τρέχει και τρέχει εκνευριστικά χωρίς κανένα νόημα απλά «πιτσιλίζοντας» τους πάντες μέχρι να βρεθεί και να κλείσει κάποιος το διακόπτη της υδρορροής. Τόσο εύκολο είναι να γλιτώσεις από δαύτον. Αρκεί να το θες.
Ο κάφρος του πληκτρολογίου επίσης, αν και δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως η βλακεία είναι κληρονομική, προσπαθεί, αν και όπου σταθεί και όπου βρεθεί φωνάζει πως δεν θέλει τα παιδιά του να γίνουν ηλίθιοι σαν αυτόν, κάτι που πραγματικά δεν έχει, και δεν μπορεί να έχει, καμία επιστημονική εξήγηση, να μεταδώσει αυτή την «πολιτιστική του κληρονομιά» σε αυτά. «Δεν θέλω να τους κάνω φανατικούς σαν εμένα», θα σου πει, αλλά θα τους διηγηθεί την ιστορία, από τη δική του πλευρά. Θα τους μάθει πως το αγαπημένο τους χρώμα πρέπει να είναι το πράσινο, το κόκκινο, το κίτρινο, αναλόγως τα πιστεύω του και πόσο βλακεία, και αηδία, είναι τα άλλα χρώματα. Στερώντας τους το δικαίωμα της επιλογής. Θα τους πει πόσο κακοί, και κλέφτες, είναι οι απέναντι και πόσο σωστοί, καλοί και κατατρεγμένοι, είναι οι δικοί του και, δειλά-δειλά, θα γεμίσει το μυαλό τους με μίσος, και ηλιθιότητα, και -ποιος ξέρει- ίσως σε πολλά χρόνια από τώρα μπορεί να βρίζεται και μαζί τους πίσω πάντα από μια οθόνη υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου για την ίδια μάλιστα ομάδα. Θέλει άλλωστε πολλή προσπάθεια, και περισσότερη τύχη, για να ξεφύγει ένα παιδί από τις συμπεριφορές ενός κάφρου γονέα.
Το χειρότερο από όλα βέβαια είναι όταν ο κάφρος του πληκτρολογίου αφήνει για λίγο τη σιγουριά και την θαλπωρή του καναπέ και αποφασίζει να πάει στο γήπεδο. Εκεί μιλάμε για την απόλυτη αποθέωση βλακείας λες και βλέπεις επιθεώρηση από το γνωστό «Σύγχρονο Αριστοφάνη της εποχής μας». Στο γήπεδο θα καταφέρει να χωρέσει πάνω του όλες τις ιδιότητες που παρουσιάζει η διαδικτυακή του περσόνα. Θα είναι προπονητής, και θα βρίσει φυσικά τον προπονητή, της δικής του ομάδας, για τις επιλογές του μιας και αυτός ξέρει και προπονητική τόσο σε ποδόσφαιρο, όσο και μπάσκετ, εννοείται καλύτερα από τους επαγγελματίες. Μόνο με το βόλεϊ δεν τα πάει και τόσο καλά, όπως λέει. «Μα καλά έβαλε τον τάδε αριστερό μπακ ενώ προχθές ήταν έξω με την τάδε». Συνδυασμός γκόσιπ και ποδοσφαιρικής τακτικής από τον μέγιστο. Θα είναι μάνατζερ. «Τα έγραφα εγώ να μη τον πάρουμε αυτόν τον κόουτς, ο τύπος είναι μυρωδιάς, είχε καταστρέψει την προηγούμενη ομάδα του στην Πολωνία». Εννοείται πως όλα αυτά τα έχει γράψει στο προσωπικό του μπλογκ με τα 12 views γιατί μικρός ήθελε να γίνει συγγραφέας και το έχει με το γράψιμο. Θα βρίσει παίκτες, αντιπάλους, προέδρους και φυσικά διαιτητές μιας και στο μυαλό του κάφρου του πληκτρολογίου η ομάδα του μπορεί να χάσει μόνο αν την έχει αδικήσει ο διαιτητής. Ακόμα και μετά από ήττα με 5-0 θα σου πει πως το παιχνίδι κρίθηκε στο 32ο λεπτό με το σκορ στο 2-0 όταν «ο πουλημένος ο ρέφερι μας έδωσε εκείνο το οφσάιντ». Μα το έδωσε το VΑR, θα του πει κάποιος, για να συμπληρώσει μοναδικά «τα ξέρω εγώ αυτά τα VAR και πως λειτουργούν υπέρ των απέναντι». Εννοείται πως σε ολόκληρο το παιχνίδι δεν θα αφήσει ποτέ το κινητό του τηλέφωνο μιας και θα έχει ανοίξει ένα σωρό μέτωπα στο διαδίκτυο βρίζοντας και απειλώντας σε twitter, instagram, facebook ακόμα και στο youtube (όπου έχει κανάλι).
Επιστρέφοντας σπίτι, αφού πρώτα θα έχει περάσει από το μίνι μάρκετ για να πάρει αυγά, γάλα και την αυριανή οπαδική εφημερίδα, θα αράξει στο λάπτοπ. Θα ανοίξει ευλαβικά την οθόνη και θα βάλει ραδιόφωνο βρίζοντας. Να ακούσει τι λένε για την ήττα (ή τη νίκη της ομάδας) τα λαμόγια. Θα φορέσει τις παντόφλες με τον Γουίνι το Αρκουδάκι που του είχε κάνει δώρο η πεθερά του πέρσι την Πρωτοχρονιά και θα αρχίσει να σερφάρει στο διαδίκτυο, λες και είναι ο Κιάνου Ριβς στο Point Break. Φυσικά για να αρπαχτεί. Η αγέλη θα τον περιμένει, γεμάτη αγωνία, για να της κάνει κριτική για το παιχνίδι και λίγη ιδεολογική κατήχηση για όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ρωτώντας τον, γεμάτη αγωνία στο τέλος, για καμιά «εσωτερική πληροφορία» μιας και -συγγνώμη που δε το ανέφερα- ο φίλος μας είναι και μέγας insider εκτός των άλλων. Κατά τις 03:00 τα χαράματα θα καληνυχτίσει, αφού πρώτα θα έχει βρίσει όποιον τόλμησε να γράψει κάτι αρνητικό για την ομάδα του, έτσι δημοκρατικά, και ας έχασε με 5-0, και θα υποσχεθεί -στον εαυτό του- πως δεν θα ασχοληθεί ξανά με όλους αυτούς τους ηλίθιους. Δεν είναι άλλωστε του επιπέδου του όλοι αυτοί, θα σκεφτεί ως άλλος Κονσταντέν από τους Απαράδεκτους. Στις 08:00 το πρωί, πριν καλά καλά ξυπνήσει, θα έχει προλάβει να μανουριάσει και πάλι με ένα σωρό κόσμο, να δώσει συμβουλές μαγειρικής, ακόμα και φλερτ, και να αναλύσει το σύστημα της ομάδας της γειτονιάς του στα χρόνια που τη φανέλα της φορούσε, μαγεύοντας, και ο ίδιος. Και φτου κι απ’ την αρχή.
1 σχόλια σχετικά με το “Μέσα από τις σκιές ενός κάφρου (του πληκτρολογίου)”
Όπως λέει και η γνωστή σύγχρονη λαϊκή παροιμία του σοφού αυτού λαού: ”Πώς τους πετσόκοψες έστι;”
Το χειρότερο είναι ότι τους βλέπεις μέχρι και σε αγώνες της Εθνικής που υποτίθεται είναι free zone.