Η μεγάλη απόδραση της Άιντραχτ
Ένα από τα πιο ωραία χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου είναι ότι μπορεί να σου προσφέρει τεράστια χαρά και όμορφες ιστορίες για να διηγείσαι χωρίς να εμπλέκεται κάποιος τίτλος ή κάποιος μεγάλος τελικός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα από τα πιο διάσημα γκολ της προηγούμενης δεκαετίας, αυτό του Τρόι Ντίνι στις καθυστερήσεις του αγώνα Γουότφορντ-Λέστερ. Ένα γκολ που πανηγυρίστηκε έξαλλα και μνημονεύτηκε άπειρες φορές από πολλούς παρ’όλο που ούτε κάποιον τίτλο έκρινε, ούτε την έξοδο στην Ευρώπη, ούτε καν την άνοδο. Ήταν απλά ένας ημιτελικός πλέι-οφ ανόδου! Μια τέτοια υπέροχη ιστορία που δεν σχετίζεται με κάποια κορυφή ή έστω κάποιον τελικό απέκτησαν την άνοιξη του 1999 οι οπαδοί της Άιντραχτ.
H ομάδα της Φρανκφούρτης είχε ανέβει εκείνη τη σεζόν στη Μπουντεσλίγκα μετά από δυο χρόνια απουσίας και είχε πραγματοποιήσει αρκετές μεταγραφές με βασικό στόχο την παραμονή. Η χρονιά όμως δεν εξελίχθηκε καλά και οι ήττες διαδέχονταν η μια την άλλη. Στις αρχές Απριλίου η Άιντραχτ ήταν κολλημένη στην προτελευταία θέση, συμπλήρωνε 5 μήνες χωρίς νίκη (!), έδειχνε ανήμπορη να κερδίσει ακόμα και αντίπαλο χαμηλότερης κατηγορίας και έψαχνε νέο προπονητή, που θα ήταν ο 4ος που θα καθόταν στον πάγκο της μέσα στην ίδια σεζόν.
Σε εκείνο το σημείο αρκετοί στην πόλη είχαν αποδεχθεί το μοιραίο. Εφτά αγωνιστικές πριν το φινάλε οι ‘αετοί’ βρισκόταν 6 βαθμούς μακριά από τη σωτηρία αλλά το χειρότερο ήταν ότι μπροστά τους είχαν έναν αγωνιστικό γολγοθά, με αρκετά δύσκολα παιχνίδια απέναντι σε ομάδες που βρισκόταν ψηλά στη βαθμολογία. Από τη στιγμή που όλες οι άλλες επιλογές απέτυχαν, η διοίκηση στράφηκε τότε σε ένα παλιό γνώριμο της. Τον μοναδικό που μπορούσε να ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη. Τον προπονητή των δύσκολων αποστολών. Τον άνθρωπο που είχε αποκτήσει γι’αυτό το λόγο το παρατσούκλι ‘ο πυροσβέστης’. Τον Γιοργκ Μπέργκερ.
O Γιοργκ Μπέργκερ ήταν από εκείνους τους τύπους που λες ότι η ζωή του θα μπορούσε να γίνει άνετα ταινία και δεν υπερβάλλεις πολύ. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ανατολική Γερμανία, ο Μπέργκερ πήρε την απόφαση να αυτομολήσει στη Δυτική Γερμανία στα τέλη των 70s, όταν κατάλαβε ότι εκεί που ήταν δεν είχε μεγάλο περιθώριο επιλογών, ούτε σε επαγγελματικό, ούτε σε προσωπικό επίπεδο. Αυτό έγινε το 1979 όταν και εκμεταλλεύτηκε ένα ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία με την εθνική νέων της Α. Γερμανίας, στην οποία ήταν προπονητής, για να έρθει σε επαφή με ανθρώπους της δυτικής πλευράς της Γερμανίας. Αυτοί τον προμήθευσαν με τα απαραίτητα χαρτιά που χρειαζόταν για να ολοκληρώσει το εγχείρημα του και με έναν σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο (ανάμεσα σε άλλα περιστατικά ένας στρατιώτης στα σύνορα τον αναγνώρισε αλλά έκανε τα στραβά μάτια και τον άφησε να περάσει) κατάφερε τελικά να φτάσει στο Βερολίνο. Όπως ήταν αναμενόμενο χαρακτηρίστηκε προδότης, οι συγγενείς και οι φίλοι του ανακρίθηκαν ενώ η οικογένεια του στιγματίστηκε και περιθωριοποιήθηκε.
Στη Δυτική Γερμανία οι ευκαιρίες ήταν περισσότερες και μέσα σε λίγα χρόνια ο Μπέργκερ βρέθηκε να προπονεί ομάδες της Μπουντεσλίγκα, φτιάχνοντας ένα πολύ καλό όνομα στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Την ώρα που η καριέρα του εξελισσόταν καλά όμως, η προσωπική του ζωή ερχόταν αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της δύσκολης απόφασης του. Στη νέα του ζωή ήταν ολομόναχος, αφού οι συγγενείς, οι φίλοι και το κυριότερο ο μικρός του γιος (με τη γυναίκα του είχε πάρει διαζύγιο λίγο καιρό πριν) ζούσαν όλοι στην άλλη πλευρά των συνόρων. Μπορεί οι δικοί του άνθρωποι να μη μάθαιναν εύκολα τα νέα του αλλά υπήρχαν κάποιοι άλλοι που ήταν ενήμεροι για κάθε κίνηση του.
Όπως αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, όταν κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στον φάκελο του, η μυστική αστυνομία της Α. Γερμανίας, η περίφημη Στάζι, είχε αποτυπωμένα σε σχέδια τα συνηθισμένα δρομολόγια του ενώ ήξερε κάθε δραστηριότητα του καθώς και πολλές άλλες λεπτομέρειες της καθημερινότητας του, όπως το πόσα ξόδευε για ψώνια ή δωρεές! Ανάμεσα στους ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί της ήταν και δυο από τους καλύτερους του φίλους. Εκτός αυτών, δεχόταν συχνά ανώνυμες απειλές θανάτου ενώ φοβόταν να ταξιδέψει εκτός συνόρων, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος απαγωγής του. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα σοβαρό θέμα υγείας (“ανέβασα ξαφνικά πυρετό, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου και άρχισα να εμφανίζω συμπτώματα παράλυσης”) που προέκυψε το 1986 και τον κράτησε για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο, αποδόθηκε σε προσπάθεια δηλητηρίασης και όπως φάνηκε και από τις εγγραφές εκείνης της περιόδου στο φάκελο του μάλλον συνδεόταν με τη Στάζι. Τρία χρόνια πριν άλλωστε είχε σκοτωθεί σε ένα ύποπτο τροχαίο με πολλά θολά σημεία ο Ανατολικογερμανός ποδοσφαιριστής Λουτζ Έιγκεντορφ, που είχε επίσης φύγει κρυφά για τη Δ. Γερμανία την ίδια περίοδο με τον Μπέργκερ.
Ο Μπέργκερ όμως αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και κατάφερε να φτιάξει τη ζωή του, να επανασυνδεθεί αργότερα με τον γιο του και να γίνει γνωστός σε όλη τη Γερμανία ως ο προπονητής των επικίνδυνων αποστολών, αυτός που μπορεί να σώσει μια ομάδα που όλοι θεωρούν ξεγραμμένη. Μέχρι την άνοιξη εκείνη του 1999 μετρούσε τρεις μεγάλες σχετικές επιτυχίες: Την ανέλπιστη παραμονή στη Μπουντεσλίγκα της Άιντραχτ το 1989, της Κολωνίας το 1992 και της Σάλκε το 1994. Η Άιντραχτ ευελπιστούσε πως θα γινόταν το τέταρτο επίτευγμα σ’αυτή τη λίστα.
Τα δεδομένα όμως αυτή τη φορά ήταν πιο αρνητικά από ποτέ. Ο Μπέργκερ προσπάθησε από την πρώτη μέρα να αντιστρέψει το κλίμα και στην προσπάθεια αυτή χρησιμοποίησε όλα τα ψυχολογικά και τακτικά τρικ που είχε τελειοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια της καριέρας του. Μείωσε το ρόστερ από τα 30 άτομα στα 18 και εστίασε την προσοχή του σε συγκεκριμένους παίκτες-κλειδιά που πίστευε ότι μπορούσαν να αποδώσουν πολύ καλύτερα απ’ότι μέχρι τότε και τελικά να κάνουν τη διαφορά. Τα αποτελέσματα όμως δεν ήρθαν άμεσα.
Στα πρώτα 3 παιχνίδια του η Άιντραχτ κέρδισε μόλις ένα βαθμό, κάνοντας ένα ακόμα βήμα προς τα κάτω. Ακόμα και οι τελευταίοι που είχαν ποντάρει στο καπέλο με τα μαγικά κόλπα του Μπέργκερ απογοητεύτηκαν. Τέσσερα ματς πριν το τέλος οι ‘αετοί’ βρισκόταν 7 βαθμούς μακριά από τη σωτήρια και είχαν να παίξουν με δυο ομάδες που διεκδικούσαν έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ. Η σωτηρία θα ερχόταν μόνο με ένα θαύμα. Αλλά τα θαύματα δεν ήταν κάτι άγνωστο για τον Γιοργκ Μπέργκερ. Όπως διηγείται ο ίδιος: “Γεννήθηκα Παρασκευή και 13 του 1944. Όταν ήμουν 3 μηνών η μητέρα μου είχε εισιτήρια για ένα πλοίο για να φύγουμε από το Γκντανσκ πριν φτάσουν οι Σοβιετικοί. Τελευταία στιγμή κάποιος την έπεισε να ανταλλάξει τα εισιτήρια μας με αυτά ενός τρένου για τη Λειψία. Λίγες μέρες μετά οι Σοβιετικοί βύθισαν εκείνο το πλοίο. Πάνω από 9000 άνθρωποι σκοτώθηκαν!”
Οι ψυχολογικές ντόπες άρχισαν να αποδίδουν τελικά καρπούς στο ξεκίνημα του Μάη. Η αρχή έγινε με μια σημαντική νίκη μέσα στην έδρα της Βέρντερ, που επίσης πάλευε για την παραμονή. Ακολούθησε μια μεγαλύτερη έκπληξη, μια επικράτηση με 2-0 επί της Ντόρτμουντ που βρισκόταν στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας ενώ το καλό τρίτωσε με ένα επικό διπλό μέσα στην έδρα της Σάλκε, παρ’όλο που οι γηπεδούχοι προηγήθηκαν στο 15′ με 2-0! Η Άιντραχτ είχε δώσει επιτέλους σημεία ζωής αλλά αυτό δεν ήταν ακόμα αρκετό. Χρειαζόταν μια τελευταία υπέρβαση, μια υπέρβαση ακόμα πιο μεγάλη από τις προηγούμενες.
Στις 29 Μαΐου, τρεις μόλις μέρες μετά τον ιστορικό τελικό Τσάμπιονς Λιγκ μεταξύ Μπάγερν και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σχεδόν όλη η Γερμανία είχε στρέψει το βλέμμα της στη μάχη της ουράς της Μπουντεσλίγκα, εκεί όπου 5 ομάδες προσπαθούσαν να αποφύγουν να έχουν την ίδια μοίρα με τις Μπόχουμ και Γκλάντμπαχ που είχαν ήδη αποχαιρετήσει. Αυτές ήταν η Νυρεμβέργη, η Στουτγκάρδη, η Φράιμπουργκ, η Χάνσα και η Άιντραχτ. Με δεδομένο ότι η Στουτγκάρδη έπαιζε εντός με την αδιάφορη Βέρντερ και η Χάνσα εκτός με την υποβιβασμένη Μπόχουμ, η προσοχή έπεσε στο αμφίρροπο Νυρεμβέργη-Φράιμπουργκ και το Άιντραχτ-Καϊζερσλάουτερν.
Η βαθμολογία πριν την τελευταία στροφή
Η ομάδα του Μπέργκερ βρισκόταν ακόμα με την πλάτη στον τοίχο. Ήταν πίσω από όλους τους ανταγωνιστές της, είχε τη χειρότερη διαφορά γκολ σε περιπτώσεις ισοβαθμίας και έπαιζε με την πιο δύσκολη αντίπαλο. Η (απρόσμενη) πρωταθλήτρια της προηγούμενης σεζόν Καϊζερσλάουτερν του Ότο Ρεχάγκελ διεκδικούσε με αξιώσεις την έξοδο της στο Τσάμπιονς Λιγκ και με μια νίκη, ή ακόμα και ισοπαλία υπό προϋποθέσεις, θα εξασφάλιζε την πολύτιμη 4η θέση. Στα 90 λεπτά που ακολούθησαν η ομάδα που θα αποχαιρετούσε την κατηγορία άλλαξε τόσες πολλές φορές και με τόσο δραματικό τρόπο που μέχρι και σήμερα το συγκεκριμένο φινάλε θεωρείται ένα από τα καλύτερα στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα κι ας μην αφορούσε την κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Στο πρώτο ημίχρονο όλα κύλησαν ήσυχα. Η Στουτγκάρδη και η Χάνσα προηγήθηκαν αναμενόμενα από νωρίς, ενώ το ίδιο έκανε και η Φράιμπουργκ που εκμεταλλεύτηκε τη χαλαρότητα της Νυρεμβέργης. H τελευταία είχε ξεκινήσει την ημέρα πιο χαλαρή από όλους αφού έπαιζε εντός, ήταν 3 βαθμούς πάνω από τη ζώνη και με μεγάλη διαφορά στα γκολ σε περίπτωση ισοβαθμίας (η παραμονή θεωρούνταν δεδομένη σε τέτοιο βαθμό που την προηγούμενη αγωνιστική είχε στηθεί ένα μικρό πάρτι στα αποδυτήρια της). Όσο όμως το ματς στη Φρανκφούρτη έμενε στο 0-0 κανένας από τους υπόλοιπους δεν ανησυχούσε. Ακόμα και όταν η Άιντραχτ σκόραρε στην αρχή της επανάληψης η χαρά δεν κράτησε πολύ, αφού η Καϊζερσλάουτερν ισοφάρισε γρήγορα. Μέχρι που φτάσαμε στο τελευταίο τρελό 20λεπτο.
Με ένα απίστευτο ξέσπασμα η Άιντραχτ πέτυχε 3 γκολ μέσα σε 12 λεπτά! Με το σκορ στο 4-1 και με τη Νυρεμβέργη να χάνει ακόμα με 0-2 και τη Χάνσα να έχει χάσει το προβάδισμα που είχε στο Μπόχουμ τα δεδομένα είχαν πλέον αλλάξει. Η Άιντραχτ σωζόταν, η Χάνσα έπεφτε. Η απάντηση της ομάδας από το Ρόστοκ ήρθε με ένα ανάλογο ξέσπασμα. Με δυο γκολ στο 77′ και το 82′ επανέκτησε τα ηνία του αγώνα με τη Μπόχουμ και έστειλε με τη σειρά της τη Νυρεμβέργη κάτω από τη γραμμή του υποβιβασμού. Ένα γκολ του Νικλ στο 85′ όμως έκανε το Νυρεμβέργη-Φράιμπουργκ 1-2, κάτι που σήμαινε ότι η Άιντραχτ βρισκόταν πάλι εκτός σωτηρίας, αφού πλέον η Νυρεμβέργη είχε συντελεστή γκολ -10 έναντι του δικού της -11. Η ομάδα του Μπέργκερ χρειαζόταν ένα ακόμα γκολ, καθώς σε ισοβαθμία και με ίδιο συντελεστή γκολ υπερτερούσε γιατί είχε καλύτερη επίθεση, και το βρήκε στο 89′ με τον Γιαν Φιόρτοφτ και ένα τετ-α-τετ που έμεινε αξέχαστο, αφού ο Νορβηγός επιθετικός είχε την ψυχραιμία στο πιο κρίσιμο σημείο ολόκληρης χρονιάς να κάνει προσποίηση πριν να πλασάρει.
Η απίθανη αυτή μέρα ολοκληρώθηκε με το κατάλληλο ‘κερασάκι στην τούρτα’. Στις καθυστερήσεις του αγώνα της Νυρεμβέργης ο Νικλ έκανε ένα σουτ από μακριά, η μπάλα βρήκε στο δοκάρι, στην επαναφορά της δυο παίκτες της βρέθηκαν ολομόναχοι στη μικρή περιοχή αλλά ο Φρανκ Μπάουμαν έκανε ένα άψυχο πλασέ που πρόλαβε να αποκρούσει ο τερματοφύλακας της Φράιμπουργκ! Η αδιανόητη ποδοσφαιρική αυτοκτονία της Νυρεμβέργης ολοκληρώθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο και αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στην ιστορική ραδιοφωνική μετάδοση, εκεί που ο ντόπιος ρεπόρτερ (που λίγο πριν, στο 1-2, φώναζε “δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να βλέπω άλλο, κι όμως η Νυρεμβέργη σκόραρε, είναι απίστευτο”) ξεκίνησε την αποτίμηση του αγώνα με τη φράση “Γεια σας από τη Νυρεμβέργη, σας μιλάω αυτή τη στιγμή από την άβυσσο. Αντίο καλοί μου φίλοι, η Νυρεμβέργη μόλις υποβιβάστηκε”.
Η αναπάντεχη παραμονή πανηγυρίστηκε σαν τίτλος στη Φρανκφούρτη ενώ ο Μπέργκερ αποθεώθηκε από θαυμαστές αλλά και επικριτές. Μέσα στο χαμό των πανηγυρισμών ο χρυσός σκόρερ της ομάδας Γιαν Φιόρτοφτ δήλωσε για τον προπονητή του “Ο Γιοργκ Μπέργκερ θα έσωζε και τον Τιτανικό” ενώ σύμφωνα με τον μέσο της ομάδας, Άνσγκαρ Μπρίνκμαν: “Κρεμόμασταν από τα χείλη του. Αν μας το ζητούσε θα μπορούσαμε να τρέχουμε για 90 λεπτά ανάποδα”.
Τρία χρόνια αργότερα ο Μπέργκερ διεγνώσθη με καρκίνο του εντέρου. Η αντίδραση του ήταν αυτή που περίμεναν όλοι όσοι τον ήξεραν: “Συνήθισα να σώζω ομάδες, τώρα θα πρέπει να σώσω τον εαυτό μου. Θα κάνω πάντως αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα απ’όλα. Θα παλέψω και θα κοιτάξω μπροστά”. Για άλλη μια φορά ο Μπέργκερ απέδειξε πως είναι πολεμιστής. Σε πρώτη φάση νίκησε τον καρκίνο και συνέχισε να προπονεί κανονικά ενώ όταν αυτός επανήλθε λίγα χρόνια μετά, έδωσε ξανά με θάρρος μια ακόμα μάχη. Ο Γιοργκ Μπέργκερ έφυγε τελικά από τη ζωή το 2010 σε ηλικία 66 ετών. Όταν έχασε τα μαλλιά του λόγω των χημειοθεραπειών σχολίασε: “Τώρα μπορώ να λέω ότι είμαι ο Μπρούς Γουίλις”. Ακόμα και ο ειδικός στην αποφυγή καταστροφών Μπρούς Γουίλις πάντως αποκλείεται να κατάφερνε να σώσει την Άιντραχτ εκείνον τον Μάιο του 1999.