Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Η επιλεκτική περηφάνια του Έλληνα οπαδού

Ας ξεκινήσουμε αυτό το κείμενο με τα απολύτως απαραίτητα και βασικά. Παντού, όπου κυλάει ή παίζει μια μπάλα, υπάρχει τεράστια αντιπαλότητα ανάμεσα στους οπαδούς διαφόρων ομάδων. Αυτό το ξέρουμε όλοι και το βλέπουμε όλοι. Ο Γκάρι Νέβιλ, για παράδειγμα, κατέκτησε ό,τι βγαίνει σε κούπα με τη Γιουνάιτεντ, και ακόμα και τώρα που έχει αποσυρθεί, πάει να σκάσει όταν κερδίζει η Λίβερπουλ. Οι φίλοι των σπορ της Νέας Υόρκης, ας πούμε, τρελαίνονται όταν κερδίζει η Βοστόνη, και το αντίθετο φυσικά. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς της Μπόκα και της Ρίβερ, στην Αργεντινή, της Μπαρσελόνα και της Ρεάλ Μαδρίτης, στην Ισπανία, και φυσικά των δύο μεγαλύτερων ομάδων (σε όλα τα επίπεδα – και ασχέτως της αγωνιστικής κατάστασης που βρίσκονται) και της δικής μας χώρας, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Αυτή τη στιγμή μάλιστα είμαι σίγουρος πως κάποιος φίλος των ερυθρολεύκων, που διαβάζει αυτό το κείμενο, έχει τσαντιστεί επειδή έγραψα πρώτο το όνομα των «πρασίνων». Έτυχε. Ας περάσουμε λοιπόν στο ζουμί.

Όπως έχω γράψει αρκετές φορές, κάτι που φαντάζομαι και θα γνωρίζουν όσοι έχουν μπει στον κόπο να διαβάσουν κείμενά μου, απέχω πολλά χρόνια από τα εγχώρια ποδοσφαιρικά δρώμενα. Συγκεκριμένα από το παιχνίδι του Φαλήρου ανάμεσα στους δύο «αιώνιους» του 2011. Όχι για αυτά που έγιναν στο χορτάρι, στην Ελλάδα άλλωστε έχουμε δει κυριολεκτικά τα πάντα και φαντάζομαι θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τέτοιες «ομορφιές», αλλά για όλα αυτά που ακολούθησαν μετά τη λήξη του αγώνα και που δεν χρειάζεται να τα συζητήσουμε. Σε πολλά χρόνια από τώρα λογικά δεν θα τα θυμάται και κανείς. Η λέξη περηφάνια είχε βρεθεί και τότε, για τους λάθος όμως λόγους, στα χείλη παραγόντων, αθλητικογράφων και φυσικά απλών οπαδών, κυρίως μη σκεπτόμενων, για το πρωτάθλημα που θα κατακτούσε η ομάδα τους. Ακόμα ένα, μετά την παρένθεση του 2010 και το νταμπλ των «πρασίνων». Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα η λέξη περηφάνια χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από πολλές φυλλάδες και μεγάλα σάιτ, για την ίδια ομάδα, επιτέλους όμως, για τους σωστούς λόγους.

Ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια, έχοντας ως μεγάλο αντίπαλο τον ΠΑΟΚ εντός και εκτός γηπέδου, έχει πραγματικά γιγαντωθεί, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό αν δει κάποιος τα παιχνίδια του στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις, όπου και αγωνίζεται, με συνέπεια και επιτυχία, κάθε χρόνο. Η παρουσία της ομάδας του Πέδρο Μαρτίνς ήταν και φέτος άξια συγχαρητήριων μιας και εκτός των εξαιρετικών της αποτελεσμάτων, απέναντι σε ομάδες κορυφαίου επιπέδου, αυτά ήρθαν με ένα όμορφο στιλ ποδοσφαίρου. Αυτό που έχει καταφέρει η ομάδα του Πειραιά είναι να μπαίνει στο γήπεδο έχοντας ένα ξεκάθαρα δικό της πλάνο, αρκετά επιθετικό και ελκυστικό στο μάτι, που στηρίζεται σε παίκτες (συν τον Τσιμίκα που είναι ρομπότ) που πάνω απ’ όλα δείχνουν πως έχουν βρει χημεία, όποιος και να αγωνίζεται και όποιος, όσο χρήσιμος και να είναι, να λείπει. Το είδαμε πολύ πρόσφατα και στο εκτός έδρας παιχνίδι με τη Γουλβς, σε ένα παιχνίδι δηλαδή που ο Ολυμπιακός αγωνίστηκε χωρίς τον Σεμέδο, τον ηγέτη του στην άμυνα. Κι όμως ήταν εξαιρετικός σε όλες τις γραμμές του γηπέδου, μένοντας ουσιαστικά εκτός πληρώνοντας το τραγικό λάθος του αναπληρωματικού τερματοφύλακα. Ενός παίκτη που ήταν όμως αρκετά καλός, αν ξεχάσουμε αυτή την κακιά στιγμή που, για να είμαστε ειλικρινείς, μπορεί να συμβεί στον καθένα, όσο καλός και να είναι. Πόσο μάλλον σε κάποιον που δεν αγωνίζεται και ουσιαστικά βγαίνει απ’ το ψυγείο, στις αρχές Αυγούστου ενώ περιμένει τις διακοπές του, για να δώσει λύσεις. Όσοι έχουν κλωτσήσει έστω και λίγο μια μπάλα μπορούν αρκετά εύκολα να καταλάβουν πως αυτές οι «αποστολές» δεν είναι καθόλου εύκολες.

Ο αποκλεισμός του Ολυμπιακού, όπως ήταν φυσικό, γέμισε με χαρά τους φίλους κυρίως των «πρασίνων» που έστησαν πραγματικό πανηγύρι στα σόσιαλ μίντια, πικάροντας τους αντιπάλους τους, για να γιορτάσουν σ’ ένα πάρτι που για μια ακόμα φορά δεν είχαν δει το όνομά τους στην πρόσκληση. Ούτε ο Μασέι Μουσιαλόφσκι στο εξαιρετικό The Hater, του Netflix, τέτοια επίθεση. Αυτό που πραγματικά όμως με άφησε άφωνο δεν ήταν αυτή η επίθεση αλλά το πως τη διαχειρίστηκαν πολλοί φίλοι των ηττημένων, μιλώντας ουσιαστικά για ασέβεια από τους  αντιπάλους τους προς το πρόσωπό τους, αντιπάλους που εδώ και μια δεκαετία, όπως είναι γνωστό, έχουν ξεχάσει τι θα πει Ευρωπαϊκή παρουσία, και επιτυχία, σε αυτό το επίπεδο. «Είμαστε περήφανοι για την παρουσία της ομάδας για μια ακόμα φορά και δεν μπορούμε να ασχοληθούμε μαζί σας που πλέον η μόνη σας χαρά είναι η δική μας αποτυχία». Πόση δόση αλήθειας έχει αυτή η φράση; Σχεδόν αγγίζει το απόλυτο. Πόση δόση υποκρισίας έχει αυτή η φράση; Σχεδόν αγγίζει και πάλι το απόλυτο. Εν έτει 2020, σε αυτή τη δύσμοιρη χώρα που λέγεται Ελλάδα και που προσπαθούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα, ανακαλύψαμε εκτός όλων των άλλων και την «Επιλεκτική περηφάνια του οπαδού». Μια περηφάνια που έρχεται και γεμίζει γλυκά το σώμα μας όταν φυσικά μόνο η δική μας ομάδα έχει κάνει κάτι καλό, εκτός των συνόρων, και που μεταφράζεται μόνο με τις στάσεις του Κάμα Σούτρα όταν ο μεγάλος μας αντίπαλος έχει αποκλειστεί, περήφανα κι αυτός, από μια μεγάλη (ή όχι και τόσο μεγάλη) ομάδα του εξωτερικού.

Ο Έλληνας οπαδός δυστυχώς μοιάζει με κέρμα, έχοντας δύο όψεις, που τις χρησιμοποιεί όπως τον βολεύουν και, σχεδόν, κάθε οπαδική φύση έχει έμφυτη την προδοτική τάση να αποδέχεται την αδικία που φτιάχνει ή καταστρέφει την ομορφιά του δικού του αγωνιστικού προνoμίου (να δείτε το The Hater), βλέποντας τον απέναντι ως τον κακό παρακατιανό, λειτουργώντας ουσιαστικά, όχι ως δύο διαφορετικά πρόσωπα, αλλά ως ο καθρέφτης του ενός στον άλλο. Με απλά ελληνικά: Έχεις κάθε δικαίωμα να νιώθεις περήφανος με τα αποτελέσματα της ομάδας σου και έχει κάθε δικαίωμα και ο αντίπαλος να χαίρεται με τα αρνητικά σου αποτελέσματα μιας και εσύ -που δηλώνεις- χαρούμενος και περήφανος, μετά από κάποια ήττα της ομάδας του άλλου, είχες στήσεις πανηγύρι κι ας ήσουν και εσύ ακάλεστος στο πάρτι. Προσωπικά δεν μου αρέσουν οι τσακωμοί στο διαδίκτυο (και γενικά δεν μου αρέσουν – σιχαίνομαι άλλωστε κάθε μορφή βίας σωματικής ή λεκτικής) και προσπαθώ, πολλές φορές με αποτυχία, να κάνω με τη σειρά μου και εγώ χιούμορ, κυρίως σε φίλους, μόνο όμως όταν χάνουν οι ομάδες που υποστηρίζουν στο εξωτερικό. Το τονίζω όμως. Χιούμορ. Η αντιμετώπιση ενός τέτοιου γεγονότος με χιούμορ είναι θεμιτή. Η αντιμετώπιση όμως με υβρεολόγιο ίδιο, και χειρότερο, με αυτό που χρησιμοποιεί ο Τίοντορ Κόρμπαν, ως Κονσταντίν, στην ταινία Aferim! δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Ως ένας άνθρωπος που έζησε με τον Παναθηναϊκό μεγάλες επιτυχίες και αποτυχίες, στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις, πολλές από αυτές μάλιστα εντός του γηπέδου που πονάνε και περισσότερο, από τα 90s μέχρι περίπου το 2010, μπορώ να καταλάβω τον πραγματικό πόνο του σωστού οπαδού (που αγαπά την ομάδα του και πάνω απ’ όλα τον αντίπαλο και το άθλημα) αλλά και την χαρά του. Όπως κι αυτόν που ψάχνει πάντα δικαιολογίες για να βγει αδικημένος. Δυστυχώς το σενάριο της ταινίας των ελληνικών ομάδων, όσο και αν είναι καλογραμμένο και μας αφήνει άφωνους κατά τη διάρκεια της προβολής, το τέλος του είναι πάντα το ίδιο. Η ομάδα θα χάσει. Αν ήταν σενάριο Χολιγουντιανής παραγωγής η ελληνική ομάδα θα ήταν ο γοητευτικός κακός που οι περισσότεροι νιώσαμε έρωτα γι’ αυτόν στη οθόνη αλλά και που όλοι ξέρουμε πως στο τέλος ο καλός της υπόθεσης, σε ρόλο Τομ Κρουζ βάλτε κάποια αγγλική ή ισπανική ομάδα, θα τον σκοτώσει, παίρνοντάς του και το κορίτσι, με όλους εμάς να μονολογούμε, ψάχνοντας μερικά ποπ κορν στο εδώ και ώρα άδειο κουτί «Χόλιγουντ ρε φίλε, πάντα ο καλός κερδίζει στο τέλος». Μέχρι να γίνει λοιπόν κάποια ελληνική ομάδα αντεργκράουντ Ευρωπαϊκή παραγωγή, αν γίνει, κλέβοντας στο τέλος το βραβείο (το τρόπαιο) από τους πλούσιους αυτού εδώ του άδικου κόσμου, η κατάληξη θα είναι πάντα η ίδια. Γι’ αυτό λοιπόν μπορούμε να νιώσουμε περήφανοι και για τον αντίπαλο, ο φετινός Ολυμπιακός όντως το άξιζε αυτό, όπως και να δεχτούμε την καζούρα των απέναντι, των «κακών», μέχρι να φτάσει και πάλι η στιγμή που θα βρεθούμε εμείς στη δική τους θέση.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ελληνικό ποδόσφαιρο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δεμένος πάνω στο άλογο

Δεν ξέρω πώς λειτουργεί ο κάθε οπαδός στη σχέση του με έναν ποδοσφαιριστή. Αν σταδιακά αναπτύσσει μια σχέση αγάπης (ή κι απέχθειας) ή πάντα υπάρχει η στιγμή, το γεγονός που γέρνει την πλάστιγγα και καθορίζει μια παντοτινή συναισθηματική σχέση (η οποία βέβαια συνήθως είναι μονομερής). Νομίζω στη δική μου περίπτωση είναι συνδυασμός. Μια σχέση που […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Υπερεκτιμημένος ή αδικημένος: η καριέρα του Μιχάλη Κωνσταντίνου

Τη στιγμή που γεννιέται η ιστορία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ακατέργαστη ύλη. Για να πάρει σχήμα και να μπορέσουμε όλοι εμείς να περπατήσουμε δίπλα της θα πρέπει πολύ απλά να εμφανιστεί κάποιος -ή κάτι- που θα την αλλάξει. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας ένα βράδυ του 2001, μήνα Μάιο, σε κάποιο τραπέζι ενός […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

1 σχόλια σχετικά με το “Η επιλεκτική περηφάνια του Έλληνα οπαδού”

  1. Ο/Η Ολυμπιακός από Λεωφόρο Αλεξάνδρας λέει:

    “Αυτή τη στιγμή μάλιστα είμαι σίγουρος πως κάποιος φίλος των ερυθρολεύκων, που διαβάζει αυτό το κείμενο, έχει τσαντιστεί επειδή έγραψα πρώτο το όνομα των «πρασίνων». Έτυχε”

    “Ως ένας άνθρωπος που έζησε με τον Παναθηναϊκό μεγάλες επιτυχίες και αποτυχίες”

    Δεν έτυχε λοιπόν, πέτυχε…..

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *