Όταν κέρδισε το μίσος στο Σταντ ντε Φρανς
Ήταν 12 Αυγούστου του 1998 όταν οι Γάλλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου μετά τη νίκη, με 3-0, επί των Βραζιλιάνων. Ήρωας για τους Γάλλους κάποιος που γεννήθηκε από Αλγερινούς μετανάστες γονείς και που -μέχρι πριν μερικά χρόνια- δεν μπορούσαν να τον δουν πραγματικά ως ίσο. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω κι αν μέχρι σήμερα τον έχουν δει όλοι ως ίσο. Το όνομά του Ζινεντίν Ζιντάν. Επάγγελμα -όχι ποδοσφαιριστής- αλλά αρτίστας, καλλιτέχνης, από αυτούς που η ανθρωπότητα δεν γνωρίζει και πολύ συχνά, ό,τι κι αν κάνουν: ζωγραφίζουν, σχεδιάζουν, γράφουν ή χαϊδεύουν (με το πόδι ή το χέρι) μια μπάλα. 36 χρόνια νωρίτερα -και μετά από έναν 8ετή πόλεμο- η Αλγερία είχε κερδίσει επιτέλους την ανεξαρτησία της και οι σκληρές μνήμες παρέμεναν νωπές στο μυαλό και την καρδιά εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει να χάνονται αδίκως (όπως συμβαίνει δηλαδή πάντα σε έναν πόλεμο) δικοί τους άνθρωποι. Υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αλγερίας χάθηκαν περίπου ενάμιση εκατομμύριο ψυχές αμάχων. Ο αριθμός παραμένει -και είναι- τεράστιος.
«Οι γονείς μου φοβούνται αλλά εγώ θέλω να παίξω». Αυτή είναι μια φράση που δυστυχώς την ακούμε συνέχεια όπου υπάρχουν μετανάστες. Δεν είναι μια φράση που ακούγεται συνήθως από ενήλικα χείλη, αν και για να λέμε την αλήθεια ισχύει και αυτό, μα μια φράση που ακούγεται από χείλη παιδικά και που ουσιαστικά ασχημαίνει υπερβολικά το κάθε «κάδρο» που μέσα του πρέπει να ζήσουν ανθρώπινες ψυχές. Από την απελευθέρωση της Αλγερίας και έπειτα η Γαλλία δέχθηκε ένα τεράστιο κύμα μεταναστών που ακόμα και στις μέρες μας, 60 χρόνια μετά δηλαδή, παλεύει για τα αυτονόητα και που αν δεν σε λένε Ζιντάν ή Μαχρέζ και δεν είσαι διάσημος αθλητής (κάτι που σημαίνει πως είσαι πλούσιος δηλαδή και με τα χρήματα ίσως «νικάς» τον ρατσισμό σε ένα πρώτο επίπεδο) σου δυσκολεύει αρκετά είναι η αλήθεια τη ζωή και κατ’ επέκταση την καθημερινότητα.
Στις 6 Οκτωβρίου του 2001 έλαβε χώρα στο Παρίσι ένας ιστορικός ποδοσφαιρικός αγώνας, όταν Γαλλία και Αλγερία βρέθηκαν αντιμέτωπες για πρώτη φορά στην ιστορία τους, λίγες μέρες μάλιστα μετά το κοσμοϊστορικό γεγονός που άλλαξε την σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας, όταν δύο αεροπλάνα υπό την πλοήγηση τζιχαντιστών αεροπειρατών έπεσαν πάνω στους δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. Το κλίμα, όπως ήταν λογικό, ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους ήταν τεταμένο. Οι Αλγερινοί οπαδοί είχαν βρει επιτέλους ένα πάτημα για να εναντιωθούν κατά μιας χώρας που δεν τους έβλεπε ως ισότιμα μέλη της και που στο παρελθόν είχε προβεί σε θηριωδίες απέναντί τους. Λίγες ώρες μάλιστα πριν τη σέντρα η Αστυνομία του Παρισιού είχε ενημερωθεί για ένα απειλητικό μήνυμα που, ούτε λίγο ούτε πολύ, απειλούσε τη ζωή του Αλγερινού προδότη (στα δικά τους μάτια) Ζινεντίν Ζιντάν. Κατά την ανάκρουση της Μασσαλιώτιδας οι Αλγερινοί δεν έδειξαν κανένα ίχνος σεβασμού, σφυρίζοντας και αποδοκιμάζοντας τους «κακούς», στα δικά τους μάτια, Γάλλους, προετοιμάζοντας το κλίμα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Η αναμέτρηση, απ’ την άλλη, ήταν αυτό που λέμε πολλά με λίγα μιας και η διαφορά δυναμικότητας ήταν τεράστια. Το ημίχρονο βρήκε το σκορ στο 4-1 με τους Γάλλους να προηγούνται και τους Αλγερινούς να έχουν να χαίρονται μόνο για το γκολ του Ντζαμέλ Μπελμάντι, γεννημένος και αυτός στη Γαλλία και παίκτης της Μαρσέιγ εκείνη την εποχή, που είχε μειώσει, προσωρινά, σε 3-1. Βέβαια για τους Αλγερινούς δεν είχε καμία σημασία το σκορ και η απόδοση της ομάδας τους μα το να προκαλέσουν και να δημιουργήσουν χάος, κάτι που φυσικά και κατάφεραν.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας
Απ΄τις αρχές του β’ ημιχρόνου ένας μεγάλος όγκος των Αλγερινών φιλάθλων κατέβηκε στο γήπεδο κυριολεκτικά δίπλα στις γραμμές προκαλώντας και βρίζοντας τους Γάλλους ποδοσφαιριστές. Στο 76ο λεπτό η κατάσταση ξέφυγε εντελώς όταν πολλοί από τους εισβολείς κατευθύνθηκαν προς την εξέδρα των επισήμων βρίζοντας και πετώντας μπουκάλια. Η αναμέτρηση όπως ήταν φυσικό διεκόπη και υπήρχαν και ποδοσφαιριστές που ήρθαν σχεδόν στα χέρια με οπαδούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Λιλιάμ Τουράμ που είχε δηλώσει για το συμβάν. «Όταν είδα ανθρώπους να ξεφεύγουν από τους σεκιούριτι και να μπαίνουν στο γήπεδο σοκαρίστηκα πραγματικά. Γιατί να υπάρχει τόσο μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους. Μπορώ να καταλάβω τον πόνο κάποιου που αποτελεί μειονότητα, αλλά η βία δεν μπορεί ποτέ να λύσει τα όποια προβλήματα. Άρπαξα ένα νεαρό παιδί από το χέρι που έδειχνε χαμένο και το ρώτησα γιατί τα κάνει όλα αυτά. Δεν ήξερε, κατέβασε τα μάτια ντροπιασμένο και μου ζήτησε συγγνώμη, το άφησα και λίγο μετά το είδα να πετά ένα σπασμένο μπουκάλι στην εξέδρα. Κατάλαβα πως εκείνη η μάχη ήταν χαμένη μιας και είχε κερδίσει το μίσος. Με το μίσος δεν τα βάζεις, δεν πρόκειται να το κερδίσεις, δυστυχώς, ποτέ».
Απ’ την άλλη, το μόνο που είχε βρει να πει η υπουργός Μαρί-Ζορζ Μπουφέ ήταν το εντελώς ρηχό και άστοχο «Σεβαστείτε τη χαρά». Πως μπορεί όμως να σεβαστεί τη χαρά (του παιχνιδιού) ένα παιδί που δεν ένιωθε ελεύθερο να παίξει, είναι ένα ερώτημα που -για μένα τουλάχιστον- παραμένει αναπάντητο. Χωρίς φυσικά να μπορώ να δικαιολογήσω πως αυτή η «πληγή» μπορεί να κλείσει (στο μυαλό κάποιων) μόνο με τη βία. Ο τρόπος που μπορεί να εκδηλωθεί η καταπίεση και ο ρατσισμός ποικίλουν. Όταν νιώθεις πως σε πνίγει το δίκιο, θες να ουρλιάξεις, να ακουστείς, να ταρακουνήσεις, και πολλές φορές αυτό δεν μπορεί να γίνει ειρηνικά, σιωπηλά και, ήσυχα, μέσα από μια σωστή και αρμονική διαδήλωση. Όταν όμως αποφασίζεις να αντιδράσεις με λάθος τρόπο τότε, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, το δίκιο σου δεν πρόκειται να το νιώσεις. Κι ας το βρεις. Κι αυτό, πολλές φορές, είναι ακόμα χειρότερο συναίσθημα. Η Γαλλική αποικιοκρατική πολιτική στην Αλγερία θα πονά πάντα τους Αλγερινούς και πάνω της θα ασκείται ισχυρή κριτική. Ορθώς. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε και εκείνο το 90% των Γάλλων που είχε ψηφίσει υπέρ της ανεξαρτητοποίησης εκείνες τις μέρες του ’62. Ο ρατσισμός υπάρχει, και θα υπάρχει, δυστυχώς κι απ’ τις δύο πλευρές και το μίσος που καλλιεργείται σε τέτοιες συνθήκες μόνο κακό μπορεί να κάνει, σε όλους. Εκείνη τη μέρα το θύμα και ο θύτης βρέθηκαν στην ίδια πλευρά και ο μεγάλος χαμένος δεν ήταν το ποδόσφαιρο και κατά συνέπεια «και το παιχνίδι» όπως είχε δηλώσει η ΓΓ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας, μα εκείνες οι εκατομμύρια «πληγές» που άνοιξαν ξανά ή που πόνεσαν λίγο (ή πολύ) περισσότερο, μιας και δεν πρόκειται να κλείσουν και ποτέ όσο θα συνεχίζει να γράφει η ιστορία.
*Το κείμενο γράφτηκε υπό τους ήχους της Keny Arkana
«Ακόμη και οι αλήτες έχουν σεβασμό και σεμνότητα – Είμαι απ’ αυτούς που δίνουν μπουνιές με τα δόντια τους – Δεν χασομεράω με τους ψεύτες, τους κάλπικους – Μασσαλιώτης και rajeul (Αλγερίνος στην αργκό), απ’ αυτούς που ξέρουν να ραπάρουν δείχνοντας το μεσαίο δάχτυλο»
2 σχόλια σχετικά με το “Όταν κέρδισε το μίσος στο Σταντ ντε Φρανς”
“σφυρίζοντας και αποδοκιμάζοντας τους «κακούς», στα δικά τους μάτια, Γάλλους,”
Γιατί, στα δικά σου μάτια τι είναι; Το ότι το γαλλικό κράτος ακόμα βομβαρδίζει το Μάλι το ξέρεις;
“Ο ρατσισμός υπάρχει, και θα υπάρχει, δυστυχώς κι απ’ τις δύο πλευρές”
Από πού το άκουσες αυτό; Από τον βασιλιά των λιονταριών; Ο ρατσισμός υπάρχει από αυτόν που (μπορεί) να τον επιβάλλει ως πολιτική διακρίσεων. Φταίει ένα λευκό παιδί αν τον ληστέψουν αλγερινόπουλα; Όχι. Η ληστεία όμως ή και η επίθεση δεν είναι ρατσιστική. Δεν μπορεί να είναι. Γιατί στο τέλος της ημέρας, πιο πιθανό είναι να κινητοποιηθεί η αστυνομία για αυτήν την επίθεση, παρά αν το θύμα ήταν μεταναστόπουλο, κι ας ήτανε και τρίτης γενιάς. Η ίδια διαφορά βαρύτητας υπάρχει κι αν πιάσεις τον κώλο ντόπιας υπαλλήλου σε σύγκριση με το αν πιάσεις κώλο μετανάστριας καθαρίστριας. Και μάλλον δεν είναι ασύνδετα αυτά με την αποικιοκρατία που γράφεις (αλλά μόνο γράφεις) .
Λοιπόν γράφτε κανα αρθράκι για το Λιμπερταδόρες, για τα αστεία του ποδοσφαίρου, κι αφήστε τα κωλοτρίμματα με την ψευδοαντιφασιστική σας στάση, γιατί στο τέλος θα καταλήξετε να πουλάτε αυτό που έγινε (σ)το ποδόσφαιρο, την αποικιοποίηση δηλαδή του εμπορεύματος-μορφής σε κάθε κοινωνική σφαίρα.
Μου αρέσει που γράφετε για την συγκίνηση του να είσαι οπαδός μικρής ομάδας και το μεγαλείο του να περνάς ζόρια, και οι μισοί σταθεροί σχολιαστές εδώ υποστηρίζουν αγγλικές ομάδες,χαχαχαχα. Και σε άλλο άρθρο υποστηρίζετε τον Καντονά και τον Ζινταν για τα χτυπήματά τους, ως “ενάντια στον φασισμό”. Δηλαδή αμα γίνονται από τους πλούσιους, σαν πυροτέχνημα, εκεί χειροκροτούμε, αν ο απλός άνθρωπος όμως εξεγερθεί, εκεί κάνουμε τον Λεωνίδα Κύρκο μέσω Αποστασιοποίησης (ΑΠΟ τον Μπρεχτ, όχι ΤΟΥ Μπρεχτ).
O Juergen Spock που πήγε; Αυτός έγραφε καλά. Λοιπόν να τα κόψετε τα κουκουέδικα τσαλιμάκια, να γράφετε καλά γιατί αλλιώς θα με ξαναδείτε.
-Μετανάστης λαντζιέρης και όχι μετανάστης φοιτητής. Και δέρνω κιόλας.
Elaith, ξέρουμε πού μένεις. Μην τον ξαναφήσεις να γράψει αυτά τα κουκουέδικα-νατοϊκά, τα δήθεν “καταγγέλλουμε, αλλά…. υποστηρίζουμε κατά βάθος”.