Ο πιστός στρατιώτης Μάξι Ροντρίγκες
Τα πράγματα είχαν γίνει δύσκολα για την Αργεντινή εκείνο το βράδυ της 24ης Ιουνίου του 2006. Μετά από τον περίπατο στον όμιλο, με αποκορύφωμα το μοναδικό σόου με 6-0 απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, η γεμάτη ταλέντο ομάδα του Χοσέ Πέκερμαν, τα έβρισκε σκούρα με το Μεξικό του μουστάκια Λα Βόλπε. Το παιχνίδι πήγε στην παράταση και το άγχος άρχισε να γεμίζει τους Αργεντίνους (που ας μην ξεχνάμε ότι είχαν “πρόσφατο” το φιάσκο του 2002). Η αλμπισελέστε έπαιζε εκείνη τη στιγμή με μια 11αδα βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα των αργεντινόφιλων και όλων των φουτμπολμανατζεράδων, έχοντας μαζί ταυτόχρονα Ρικέλμε, Μέσι και Αϊμάρ. Η μπάλα έφτασε στα αριστερά, στα σίγουρα πόδια του αρχηγού Χουάν Πάμπλο Σορίν. Εκείνος έκανε την αλλαγή παιχνιδιού στα δεξιά, την μπάλα κοντρόλαρε με το στήθος ο Μαξιμιλιάνο Ρουμπέν Ροντρίγκες, την έφερε στο αριστερό του πόδι και χωρίς να σκάσει την έστειλε στα δίχτυα, σημειώνοντας ένα από τα πιο διάσημα γκολ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων και χαρίζοντας την πρόκριση.
Το ποίημα του Μάξι
Η Αργεντινή δεν τα κατάφερε στη συνέχεια, ίσως πληρώνοντας τον φόβο του Πέκερμαν, και αποκλείστηκε χωρίς να χάσει, αλλά η ομάδα του 2006 κατά την ταπεινή μου άποψη ήταν η καλύτερη που κατέβασε στον αιώνα που ζούμε (καλύτερη κι από αυτή που έφτασε στον τελικό το 2014). Το γκολ αυτό του Μάξι Ροντρίγκες συνδυάστηκε για πάντα μαζί του. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν στον browser αρχίζεις να γράφεις το όνομά του, προτείνεται ως πιθανή αναζήτηση. Είναι άδικο όμως για τον Μάξι να συνδυάζεται μόνο με ένα γκολ. Είναι άδικο γιατί η καριέρα του είναι τεράστια και συνεχίζει να σκοράρει ακόμα. Το έκανε πριν λίγες ημέρες με τη φανέλα της αγαπημένης του Νιούελ’ς για το πρωτάθλημα Αργεντινής, έχοντας φτάσει πλέον στα 39.
Ο Μαξιμιλιάνο γεννήθηκε στην ποδοσφαιρομάνα πόλη του Ροσάριο, περίπου 300 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μπουένος Άιρες. Το Ροντρίγκες είναι το επώνυμο της μητέρας του Κλαούντια, καθώς ο πατέρας του την άφησε όταν αυτή έμεινε έγκυος. Η Κλαούντια, μόλις στα 19 της, όχι μόνο δεν σκέφτηκε στιγμή να μην κρατήσει το παιδί, αλλά έγινε ταυτόχρονα και πατέρας και μητέρα για τον γιο της. “Ήταν πολύ νέα, σχεδόν κορίτσι. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτή“, λέει ο Μάξι που την ευγνωμονεί για όσα του προσέφερε. Μαζί φυσικά και τους γονείς της, τη γιαγιά Μπεατρίς και τον παππού Χοσέ που ήταν αυτός που επέμενε να δουλεύει το αριστερό του. Σχολείο, διάβασμα και μετά μπάλα. Ο Μάξι έμενε λίγα τετράγωνα μακριά από το Εστάδιο Μαρσέλο Μπιέλσα, το γήπεδο της Νιούελ’ς Ολντ Μπόιζ που τότε ακόμα δεν είχε πάρει το επίσημο όνομά του και ήταν γνωστό ως “ο Κολοσσός του Πάρκου” και ήταν φυσικά φανατικός οπαδός των “Λεπρών” του Ροσάριο. Η μαμά του δούλευε στο νοσοκομείο, ο παππούς του είχε μανάβικο και κάπως έτσι τα έβγαζαν πέρα. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ, δεν έμαθε καν πώς τον έλεγαν.
2020 και το κρατάει ακόμα ζωντανό
Έπαιξε από παιδάκι στη Νιούελ’ς και εκεί βγήκε και το παρατσούκλι του “Λα Φιέρα”, το άγριο θηρίο, επειδή δεν σταματούσε ποτέ να τρέχει. Παρότι τόσο μικροσκοπικός που η Κλαούντια έπρεπε να πηγαίνει στον ράφτη για να μικραίνει την ποδοσφαιρική εμφάνιση του κανακάρη της, ο Μάξι ξεχώριζε στις Ακαδημίες ενός συλλόγου που έχει βγάλει ένα σωρό σπουδαίους παίκτες. Εκτός από παίκτης όμως, ήταν πάντα και φανατικός οπαδός. Όταν ως πιτσιρίκι έπαιζε στην “5η” κατηγορία των Ακαδημιών (στην Αργεντινή έχουν ξεχωριστό πρωτάθλημα ανά χρονιά κι οι ονομασίες θυμίζουν τάξη σχολείου), η Νιούελ΄ς έφτασε μια ανάσα από το πρωτάθλημα. Με νίκη απέναντι στη μισητή Ροσάριο Σεντράλ, θα το κατακτούσε. Το παιχνίδι μάλιστα θα γινόταν στο Γιγάντε ντε Αρογίτο, την ιστορική έδρα της Σεντράλ. Ο Μάξι δεν ήθελε να χάσει αυτή την ευκαιρία και πρότεινε στους συμπαίκτες του να βάψουν τα μαλλιά τους κόκκινα-μαύρα, στα χρώματα της Νιούελ’ς. “Κι αν χάσουμε; Θα γίνουμε ρεζίλι”, του είπαν. “Πρέπει να το ρισκάρουμε”, απάντησε. Τα πιτσιρίκια πήραν σπρέι, έβαψαν τα κεφάλια τους και όταν η ζέστη άρχισε να ανεβαίνει, η μπογιά έλιωσε και έτρεξε στα πρόσωπά τους. Έστω και έτσι, κέρδισαν με 0-2 και ο οπαδός Μάξι σήκωνε ένα πρωτάθλημα (έστω και παιδικό) μέσα στην έδρα του εχθρού.
Ο Ροντρίγκες είχε την τύχη να δουλέψει με σπουδαίους προπονητές. Γνώρισε τον Μαρσέλο Μπιέλσα, αλλά δούλεψε και με τον Πέκερμαν στις μικρές ομάδες της Αργεντινής. Από επιθετικός, έγινε χαφ και έκανε ντεμπούτο στα 18 του στην ανδρική ομάδα. Δεν πρόλαβε να παίξει πολύ, καθώς μετά από μία εκπληκτική σεζόν, το 2002 ήρθε η πρόταση από την Ισπανία και την Εσπανιόλ. Μετακόμισε με την τότε κοπέλα του και μετέπειτα γυναίκα του. Εκεί γνώρισε και τον νεαρό Λιονέλ Μέσι, αφού ο Μέσι είχε μείνει λίγο στις Ακαδημίες της Νιούελ’ς. Στην Εσπανιόλ έμεινε για τρεις σεζόν και τα πήγε περίφημα. Την τρίτη του χρονιά σκόραρε 15 φορές στο πρωτάθλημα. Όσα σημείωνε ο Νταβίντ Βίγια με τη φανέλα της Ρεάλ Σαραγόσα και ένα λιγότερο από τον Φερνάντο Τόρες. Για έναν μεσοεπιθετικό σε ομάδα που ζοριζόταν γενικά να σκοράρει, το νούμερο είναι εντυπωσιακό. Ο Μάξι το έχει αυτό. Τα στατιστικά του είναι παραπάνω από ικανοποιητικά. Στην εθνική Αργεντινής σταμάτησε με 16 γκολ σε 57 παιχνίδια, όσα έχει σκοράρει ο Κανίγια και ένα λιγότερο από Ρικέλμε-Ορτέγκα.
Ήταν αυτή η τρίτη χρονιά με την Εσπανιόλ που τον έφερε στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Έκανε μια καλή σεζόν το 2005-06, έκανε και το εντυπωσιακό Μουντιάλ και όλα φαίνονταν να πηγαίνουν τέλεια. Και τότε, χιαστοί. Μια χρονιά σχεδόν έξω, στην καλύτερη φάση της καριέρας του. Επέστρεψε όμως, μαχητής και ταπεινός όπως πάντα, φόρεσε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού και στην προ-Σιμεόνε εποχή του συλλόγου ήταν σταθερά από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας. Ο Ράφα Μπενίτεθ δεν έχασε την ευκαιρία και τον πήρε στη Λίβερπουλ καθώς τον πίστευε πολύ. Από τον Ιανουάριο του 2012, ο Μάξι έγινε κάτοικος Άνφιλντ, βρίσκοντας εκεί και πάλι τον Φερνάντο Τόρες. Για να γίνει αυτό βέβαια, χρειάστηκε και ένα μικρό ψεματάκι. Ο Ράφα του είπε ότι θέλει όλοι οι παίκτες του να μιλάνε αγγλικά στα αποδυτήρια. Στην ερώτηση “αν μιλάει αγγλικά”, ο Μάξι είπε “Si”. Η μεταγραφή έγινε κανονικά και λίγο πριν τη συνέντευξη της παρουσίασης, πλησίασε τον κόουτς. “Κοίτα Ράφα πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι. Δεν ξέρω αγγλικά. Το μόνο πράγμα που μπορώ να πω είναι ‘hello’”.
Maxi, Maxi Rodriguez runs down the wing for me
Ο Μάξι δεν ήταν από τους κορυφαίους ξένους που πέρασαν από τη Λίβερπουλ, αλλά αγαπήθηκε πολύ στο Άνφιλντ. Έπεσε σε μια άσχημη περίοδο για τον σύλλογο, έδωσε τις μάχες του, σκόραρε 17 φορές σε 73 παιχνίδια (τα στατιστικά που λέγαμε), έγινε σύνθημα και μνημονεύεται με αγάπη από τους οπαδούς του συλλόγου, καθώς ήταν από τα λίγα θετικά εκείνης της κακής εποχής. Ο Μάξι είχε συμβόλαιο μέχρι το 2013 και η Λίβερπουλ ήθελε να τον ανανεώσει. Ακόμα και να μην τον ήθελε η ομάδα, ο Μάξι σίγουρα θα μπορούσε να βρει ένα ακόμα καλό συμβόλαιο στην Ευρώπη. Μέσα του όμως, μίλησε ο οπαδός. Ήδη, από το 2011, η διοίκηση της Νιούελ’ς είχε αρχίσει να τον “παρενοχλεί”, λέγοντάς του ότι ο σύλλογος τον χρειάζεται. Το σκεφτόταν μέσα του, αλλά αποφάσισε να γυρίσει όταν είδε ότι η ομάδα κινδύνευε με υποβιβασμό. Οι “Λεπροί” είχαν ήδη τερματίσει στην τελευταία θέση του πρωταθλήματος και με το σύστημα της Αργεντινής κινδύνευαν να πέσουν αν συνέχιζαν έτσι. Ο Μάξι βρισκόταν για διακοπές στην πατρίδα του. “Τότε έκανε κλικ μέσα μου. Είπα στον εαυτό μου ότι καλύτερα να ήμουν εκεί και να πέφταμε, παρά να έμενα στην Αγγλία και να σκεφτόμουν μετά αν θα μπορούσαμε να είχαμε σωθεί με μένα μέσα“. Φανταζόταν τον εαυτό του με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας, αυτό ονειρευόταν. Προτιμούσε να παίζει μπάλα σε γήπεδα όπως το Χοσέ Ντελατζιοβάνα, παρά το Ολντ Τράφορντ και πίεσε τους ανθρώπους της Λίβερπουλ να τον αφήσουν να φύγει. Η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα και το καλοκαίρι του 2012, ο Μάξι άφησε για πάντα πίσω του την Ευρώπη, τα λούσα της και τα λεφτά της για να βοηθήσει την αγαπημένη του ομάδα.
Η παρουσίαση έγινε με κάθε επισημότητα κι ο κόσμος που μαζεύτηκε στο γήπεδο για να τον δει άρχισε να τραγουδά: “Αυτός είναι ο διάσημος Μάξι, γύρισε για να κάνει τη “Λέπρα” πρωταθλήτρια”. Η Νιούελ’ς όχι μόνο σώθηκε, αλλά έφτιαξε μια πολύ ισχυρή ομάδα. Με προπονητή τον “Τάτα” Μαρτίνο και μαζί του άλλους θρύλους του συλλόγου που επέστρεψαν, όπως ο Νάτσο Σκόκο και ο Γκαμπριέλ Χάιντσε, οι Λεπροί έπαιξαν θεαματικό ποδόσφαιρο, σκόραραν υπέροχα γκολ και ο κόσμος θαύμαζε ξανά τα δικά του παιδιά, πιο ώριμα από ποτέ. Η Νιούελ’ς τερμάτισε 2η στο Ινισιάλ του 2012 και αμέσως μετά κατέκτησε το πρωτάθλημα στο Φινάλ του 2013. Ο πρώτος τίτλος του συλλόγου από το 2004. Ο Μάξι έμεινε εκεί ως το 2017, όταν μετακόμισε στην Ουρουγουάη και την Πενιαρόλ κερδίζοντας τίτλους και εκεί.
Δυο θρύλοι του συλλόγου
Σκόραρε και πάλι πολύ, 16 φορές σε 49 παιχνίδια, αλλά μετά από μία διετία στο Μοντεβιδέο, η δεύτερη επιστροφή στο Ροσάριο έγινε πραγματικότητα, βρίσκοντας και πάλι τον Σκόκο στο πλάι του. Ο Μάξι έκλεισε πριν λίγες ημέρες τα 21 χρόνια καριέρας, έχει φτάσει στα 39 του και θα συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπάει μέχρι και τον Ιούνιο που λήγει το συμβόλαιό του. Να παίζει μπάλα και να το κάνει στην αγαπημένη του ομάδα. Μπορεί να πέρασε από σπουδαίους συλλόγους λίγο πριν γιγαντωθούν χάνοντας την ευκαιρία να κερδίσει κι άλλους τίτλους, αλλά η αγάπη και η αναγνώριση του κόσμου του αρκούν. Θα ήθελε να είχε παίξει στην Ατλέτικο του Τσόλο, στη Λίβερπουλ του Κλοπ, αλλά έχει μια γεμάτη καριέρα, μια καλή οικογένεια και σίγουρα θα μείνει για πάντα στις μνήμες του ποδοσφαιρικού κόσμου. Τόσο για εκείνο το υπέροχο γκολ το 2006, όσο και για όλα τα υπόλοιπα.