Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Από την Κωνσταντινούπολη στο Μπρονξ: η γέννηση της (άλλης) ομάδας του Πελέ

Υπήρχαν τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει κανείς στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη Νέα Υόρκη που κι ένας φανατικός ποδοσφαιρόφιλος θα δίσταζε να θυσιάσει μερικές ώρες για να παρακολουθήσει το πρωτάθλημα της NASL (Βορειο-αμερικάνικη Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου). Ίσως πρέπει να προσθέσουμε ότι το 1970 στο συναρπαστικό αυτό πρωτάθλημα συμμετείχαν μόλις έξι (6) ομάδες. Αλλά και πάλι. Από αυτού του σημείου μέχρι του να βρίσκονται μόνο μερικές δεκάδες άνθρωποι πρόθυμοι να πάνε στο γήπεδο, υπάρχει απόσταση… Το σημαντικό βέβαια είναι ότι, ανάμεσά τους βρίσκονταν, εκείνα τα μακρινά χρόνια, τρεις από τους σημαντικότερους ανθρώπους της Νέα Υόρκης, της πόλης που ήταν τότε το κέντρο του κόσμου. Ενός κόσμου που δεν αγαπούσε το ποδόσφαιρο.

Δε θα αφήσουμε βέβαια να αιωρείται το σασπένς. Οι περισσότεροι ξέρετε ήδη ότι, στο τέλος, θα το αγαπήσει (κάπως) για χάρη του Πελέ. Αλλά η καταπληκτική ιστορία της Κόσμος, της άλλης ομάδας του Πελέ, αρχίζει πριν εκείνος πατήσει το πόδι του στο χορτάρι των γηπέδων της Νέας Υόρκης. Που δεν ήταν καθόλου αυτό που περιμένουμε να είναι ένα χορτάρι.

15 Ιουνίου 1975. Ο αδιαμφισβήτητος, τότε, βασιλιάς του πιο αγαπημένου σπορ του πλανήτη, ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει τρεις φορές τη Βραζιλία στην κορυφή του κόσμου και είχε σκοράρει περισσότερα γκολ από οποιονδήποτε, ο Πελέ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο φίλαθλο κοινό της Νέας Υόρκης φορώντας τη φανέλα της Κόσμος σε ένα φιλικό. Εκείνη τη χρονιά -γιατί αρχική έδρα ήταν το Yankee Stadium στο Μπρονξ, στο οποίο θα ξαναγυρίσουν αργότερα-, το γήπεδο της μοναδικής ποδοσφαιρικής ομάδας της αμερικάνικης μεγαλούπολης, το Downing, βρίσκεται στο Ράνταλς Άιλαντ, ένα λιλιπούτειο νησάκι στον ποταμό Χάρλεμ. Οι συμπαίκτες του Πελέ θυμούνται πως δεν ήθελαν να ξημερώνει η ημέρα του ματς, τόσο τους τρόμαζε το ταξίδι της επιστροφής από αυτό το νησί-φάντασμα, στο οποίο δεν υπήρχαν κατοικίες παρά μόνο μία μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, ένα αναμορφωτήριο, ένα ψυχιατρικό νοσοκομείo, μια φυλακή κι ένα νεκροταφείο με δεκάδες χιλιάδες ανώνυμους τάφους. Το μικρό γήπεδο στη μέση του πουθενά, είναι γεμάτο στις 15 Ιουνίου του 1975. Ανάμεσα στους θεατές κάποιοι που βλέπουν το ποδόσφαιρο ως κάτι που απειλεί να αλλοιώσει τον αμερικάνικο πολιτισμό. Τουλάχιστον ένας. Ο Ντικ “Ελένη Λουκά” Γιανγκ, έναν από τους γνωστότερους αθλητικογράφους της εποχής, που στη συνέντευξη τύπου επιτίθεται στον σταρ και τη διοίκηση που τον έφερε. Θα αιαθανθεί μόνος: το πλήθος παραληρεί  βλέποντας τον Βραζλιάνο άνθρωπο-φαινόμενο, χωρίς απαραίτητα να ξέρει γιατί είναι φαινόμενο, με πόσους παίκτες παίζεται το άθλημα στο οποίο διαπρέπει ή το σχήμα της μπάλας που χρησιμοποιεί.

Ο Πελέ δίνει μια ασίστ και βάζει ένα γκολ, τελικό σκορ 2-2. Φανταστική αρχή! Ή όχι;

Τελειώνει τον αγώνα έξαλλος.”Τα πόδια μου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω! Ένα ματς έπαιξα εδώ και κόλλησα μύκητες, πρασίνισα! Φεύγω με το πρώτο αεροπλάνο!“, ωρύεται.

Καλείται δερματολόγος. Ο βασιλιάς είναι υγιής! Οι “μύκητες” ήταν πράσινη μπογιά με την οποία βάφτηκε το γρασίδι για να φαίνεται πιο ωραίο και πιο γρασιδένιο στην τηλεόραση του CBC που αναμετάδιδε ζωντανά τον αγώνα.

Ηθικό δίδαγμα: το ποδόσφαιρο ίσως δεν είναι το ιδανικό άθλημα για ανθρώπους που έχουν συνηθίσει στο τόσο όμορφο -“σαν αληθινό”- βαμμένο πλαστικό γκαζόν και σε ομαδικά αθλήματα που παίζονται αποκλειστικά με τα χέρια. Υπήρχαν όμως ήδη άνθρωποι που έπαιζαν μπάλα πολύ πριν το 1975, και κάποιοι που το παρακολουθούσαν φανατικά, οι περισσότεροι επειδή είχαν καταγωγή από χώρες που λατρεύουν την μπάλα.

Μια από αυτές, η Τουρκία.

Ο Άχμετ Έρτεγκουν (δεξιά) και κάποιοι φίλοι του

Ο Άχμετ Έρτεγκουν έζησε τη ζωή που θα θέλαμε να ζήσουμε. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1923. Ο πατέρας του, δικηγόρος και διπλωμάτης, ήταν στενός συνεργάτης του Κεμάλ Ατατούρκ κι η μαμά του ήταν μουσικός και χορεύτρια. Στα 8 του, κι ενώ ζουν στο Λονδίνο, πάνε με τον μεγάλο του αδερφό Νέσουχι να ακούσουν τον Ντιούκ Έλινγκτον. Είναι η πρώτη φορά που αντικρίζουν ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα δέρματος και η πρώτη φορά που ακούνε τζαζ. Η ζωή τους θα αλλάξει για πάντα. Λίγα χρόνια αργότερα, θα οργανώσουν στην Ουάσιγκτον τις πρώτες πολυφυλετικές συναυλίες με τον Έλινγκτον, τη Λένα Χορν, τον Κάουντ Μπέισι -φίλοι των γονιών του οι περισσότεροι. Ο Άχμετ, διδάκτωρ φιλοσοφίας κατά τα άλλα, συνθέτει, ενορχηστρώνει και ανακατεύεται με την παραγωγή δίσκων, -χωρίς επιτυχία, ο πλανήτης δεν είναι ακόμη έτοιμος για τα πρωτοποριακά όνειρά του. Παντρεύεται την ιδιοκτήτρια του ενός σπουδαίου τζαζ δισκοπωλείου στο Λος Άντζελες, -είπαμε, η μουσική θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του, σε όλες τις εκφάνσεις της, ως το τέλος: θα πεθάνει το 2006, μετά από ένα ατύχημα που είχε στα παρασκήνια μιας συναυλίας των Ρόλινγκ Στόουνς, συναυλίας που κινηματογράφησε ο Σκορσέζε για το ντοκιμαντέρ Shine A Light

Το 1947 ο Άχμετ δανείζεται 10.000 δολάρια από τον οδοντίατρό του και ιδρύει την Ατλάντικ Ρέκορντς, μια δισκογραφική εταιρεία που φιλοδοξεί να βγάζει δίσκους μαύρης μουσικής, σε μια εποχή που τα ραδιόφωνα αρνούνταν να παίξουν μαύρους καλλιτέχνες. Σε 20 χρόνια, η Ατλάντικ θα αξίζει 20 εκατομμύρια, όσα θα δώσει η Γουόρνερ για να την αγοράσει. Ενδιάμεσα ο Άχμετ κι ο Νέσουχι έχουν υπογραψει καλλιτέχνες όπως ο Ρέη Τσαρλς, ο Κολτρέην, ο Τσαρλς Μίνγκους, ο Ότις Ρέντινγκ -που αποκαλούσε τρυφερά τον Άχμετ, “omelette”, Ομελέτα– οι Κριμ, η Αρίθα Φράνκλιν. Τους ξεφεύγει για 20 χιλ. δολάρια ο Έλβις,  και χάνουν τους Μπιτλς από μια ολιγωρία των δικηγόρων· κι αυτοί είναι ίσως οι μόνοι που θα λείπουν από την ονειρική συλλογή καλλιτεχνών των αδερφών Έρτεγκουν. Στην Ατλάντικ κι αργότερα στη Γουόρνερ, η οποία θα τους αφήσει και μετά την εξαγορά να διαχειρίζονται το μουσικό τμήμα, παίρνουν τα δικαιώματα του Γούντστοκ, υπογράφουν τους Ρόλινγκ Στόουνς, τους Λεντ Ζέπελιν όταν δεν τους ήξερε κανείς, τον Νιλ Γιανγκ, τους ΑC/DC, τον Μανού Ντιμπάνγκο, τον Φρανκ Ζάπα… Οι Ζέπελιν θα επανενωθούν το 2007 ειδικά για να παίξουν σε μια συναυλία στη μνήμη του ιδρυτή της Ατλάντικ και φίλου τους, κι αν αναρωτιέστε γιατί ο γιος του Ζάπα φέρει το εξωτικό όνομα Άχμετ, τώρα γνωρίζετε τον λόγο.

Οι αδερφοί Έρτεγκουν αγαπούν το ποδόσφαιρο με την ίδια θέρμη που αγάπησαν τη μουσική. Ή λίγο παραπάνω; Ο Νέσουχι, καποια στιγμή θέλει να αποσυρθεί από τη μουσική βιομηχανία. Ο Στιβ Ρος, το αφεντικό της Γουόρνερ, σπουδαίος κινηματογραφικός παραγωγός κι επικεφαλής μιας απίστευτης μιντιακής αυτοκρατορίας που περιελάμβανε από κινηματογραφικά στούντιο και τους υπολογιστές Atari μέχρι την DC comics, προσπαθεί να τον μεταπείσει: “Ζήτα μου ό,τι θες!” “Χμ“, απαντά ο Έρτεγκουν, “θα ήθελα μια επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα…“.

Η επιθυμία δεν ήρθε τυχαία: το 1970, οι Έρτεγκουν παρακολούθησαν από κοντά το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό και έδωσαν ένα μεγάλο πάρτι με καλεσμένους όλους του αστέρες που έπαιζαν -είπαμε, έζησαν αξιοζήλευτη ζωή. Ανάμεσα στους διάσημους καλεσμένους βρίσκεται κι ένας πιο καημένος, ο Φιλ Γούσμαν, παλιός ποδοσφαιριστής της Γουέστ Χαμ και πλέον κομισάριος της Βορειο-αμερικάνικης Λίγκας που προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει δημοφιλές το ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ, με τα αποτελέσματα που είδαμε. Στο πάρτι γνωρίζεται με τα φίλαθλα και δαιμόνια αδέρφια και εκεί επωάζεται η ιδέα.

Λίγους μήνες μετά τον διάλογο του Ρος με τον Νέσουχι, η Νέα Υόρκη αποκτά τη δική της ομάδα στο πρωτάθλημα της NASL. Τα χρώματά της, αρχικά, το κίτρινο και το πράσινο της Βραζιλίας. Όνομά της “Κόσμος” -νονός ο πρώτος γενικός διευθυντής, ο δημοσιογράφος Κλάιβ Τόι: “Υπήρξαν οι Μετς, από το Μετροπόλιτανς, εμείς θα γίνουμε ακόμη σπουδαιότεροι, Κοσμοπόλιτανς, Κόσμος“. Η Κόσμος ξεκινά ως αυτό που θα ονομάζαμε στην Ελλάδα πολυμετοχική ομάδα. Δηλαδή, υπό τις παραινέσεις του Ρος, ενός τύπου στον οποίον γενικά δεν έλεγε κανείς όχι εκείνη την εποχή, μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά πλούσιοι φίλοι, βάζοντας ο καθένας μερικά χιλιάρικα -“τι είναι ένα εκατομμύριο μπροστά στη φιλία;” όπως σχολιάζει ο Κλάιβ Τόι στην ταινία Once in a Lifetime, που διηγείται την ιστορία της ομάδας. Ο Ρος είναι ολόχαρος. Μπορεί να μην έχει ιδέα από ποδόσφαιρο, όπως άλλωστε κι οι υπόλοιποι χρηματοδότες, αλλά είναι γνήσια φίλαθλος και ενθουσιασμένος με την ιδέα ότι έχει μια αθλητική ομάδα -όνειρο απρόσιτο οικονομικά στα γνωστά αμερικάνικα σπορ ακόμη και για κάποιον σαν αυτόν. Πιστεύει δε ειλικρινά ότι αποτελεί και μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Κουβαλάει όλους τους μετόχους στο Σεντ Λούις να παρακολουθήσουν ένα ματς και να γνωρίσουν το παλμό που συναρπάζει τους οπαδούς. Στο γήπεδο βρίσκονταν 340 άτομα -ναι, κάποιος τους μέτρησε έναν-έναν. “Αγαπάμε τον Άχμετ αλλά δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει αγαπητό τούτο το σπορ“. Θα πουλήσουν γρήγορα τα μερίδιά τους στον Ρος για ένα συμβολικό δολάριο. Ο νεοπαγής ποδοσφαιρόφιλος-ιδιοκτήτης όμως δε χάνει ματς ακόμη κι όταν, παρά την εντατική διαφήμιση και τις προσφορές εισιτηρίων μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών, βρίσκεται μεταξύ μερικών δεκάδων συγγενών και φίλων· κάθεται στον πάγκο, δίνει πετσέτες και νερό στους παίκτες που βγαίνουν αλλαγή, το ζει τέλος πάντων εντελώς.

Η ομάδα κατακτά το πρωτάθλημα -των οχτώ ομάδων, προστέθηκαν δυο καναδέζικες- με τη δεύτερη μόλις συμμετοχή της: 6.102 άτομα πανηγυρίζουν έξαλλα το κατόρθωμα των αστεριών της Νέας Υόρκης. Ηγέτης τους ο Γκόρντον Μπράντλεϊ, ο παίκτης-προπονητής, που ως εκλέκτορας της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ δε δίστασε να επιλέξει τον εαυτό του, κι ας μην ήταν Αμερικάνος. Στην επίθεση η σπουδαία μορφή Ράντι Χόρτον, από τις Βερμούδες. Φοβερή μπαλαδόφατσα, πολύ ισχυρός παίκτης του κρίκετ, το γυρίζει στην μπάλα με μεγάλη ευκολία -καλύτερος πρωοεμφανιζόμενος παίκτης το 1971, πρώτος σκόρερ και MVP το 1972. Θα απορρίψει πρόταση μεταγραφής στην Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Νιου Τζέρσι και θα ακολουθήσει πολιτική καριέρα -υπήρξε πρόεδρος του Κοινοβουλίου του μικρού νησιού του Ατλαντικού, υπουργός Περιβάλλοντος, Παιδείας, Εργασίας κλπ.

Ο Κόσμος πριν τον Πελέ: Ράντι Χόρτον

Βέβαια, την εποχή για την οποία μιλάμε, παράλληλα με την ποδοσφαιρική του καριέρα, εργάζεται ως φύλακας του Τζάνγκλ Χάμπιτατ, ενός ζωολογικού πάρκου -ιδιοκτησίας, ναι, της Γουόρνερ. Ένας άλλος ζωόφιλος παίκτης -είχε, μεταξύ άλλων, έναν βόα και μια μικρή αρκουδίτσα- που λιώνει στη βιοπάλη παράλληλα με την ποδοσφαιρική του καριέρα, είναι ο τερματοφύλακας Σεπ Μέσινγκ, ο άνθρωπος που έκανε το ποδόσφαιρο τρέντι λίγο πριν τον ερχομό του Πελέ “απλώς κατεβάζοντας το εσώρουχό του“, όπως διηγείται ο ίδιος. Το 1973, ο Μέσινγκ, λαμπρός φοιτητής νομικής στο Χάρβαρντ, καθηγητής σε Γυμνάσιο, μέλος της αμερικάνικης αποστολής στους Ολυμπιακούς του Μονάχου κι ένας από τους Εβραίους αθλητές που φυγαδεύτηκαν περιπετειωδώς τη νύχτα τη νύχτα της Σφαγής του Μονάχου, χρειάζεται απεγνωσμένα χρήματα. Κάνει, αντικαθιστώντας έναν φίλο του, μια γυμνή φωτογράφιση σε ένα περιοδικό, αντίστοιχο με το Πλεημπόη αλλά για γυναίκες, ονόματι Viva. Τον καθησυχάζουν ότι οι φωτογραφίες θα είναι σεμνές και καλλιτεχνικές -δεν ήταν. Το σκάνδαλο είναι μεγάλο μεν σε εθνικό επίπεδο, διασκεδαστικό δε σε μια εποχή γενικής ελευθεριότητας. Το Χάρβαρντ δε βρίσκει λόγο να τον αποβάλει αλλά η Κόσμος θεωρεί ότι η φωτογράφιση καταστρατηγεί τον ηθικό κώδικά της ομάδας. Ο παίκτης πάει στα δικαστήρια με δικηγόρο τον μπαμπά του: κερδίζει! Πουθενά στο συμβόλαιό του δεν λέει ότι δεν μπορεί να φωτογραφηθεί, σαν νέος κι αυτός, γυμνός. “Θύμισέ μου να μην ξαναπάρω στην ομάδα παίκτη με μπαμπά δικηγόρο, δε πα να΄ναι κι ο Πελέ” λέει χαριτολογώντας ο Κλάιβ Τόι. Πού να ήξερε…

Ο Πελέ, καφετιέρες, μια σαμπανιέρα, χαμόγελα, το Μεγάλο Αφεντικό Στιβ Ρος με το μαύρο κοστούμι και ο Κλάιβ Τόι που ελέγχει αν μπήκε καλά η υπογραφή

Μ΄αυτούς, λοιπόν, τους ημι-επαγγελματίες παίκτες και με λιγοστό το κοινό, η ομάδα και το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την μπάλα πελαγοδρομούν. Το 1974, η Κόσμος δεν μπαίνει καν στα πλέηοφς. Ο πρόεδρος Άχμετ και ο ιδιοκτήτης Στιβ Ρος, οι άνθρωποι που στην καθημερινή τους ζωή συνεργάζονται και κάνουν παρέα με τα μεγαλύτερα ποπ είδωλα του πλανήτη, συνειδητοποιούν ότι η Κόσμος χρειάζεται κάτι ανάλογο. Άρα, τον Τζορτζ Μπεστ. Ο οποίος, με τις ευλογίες της Μάντσεστερ, έρχεται τον Ιανουάριο του 1975, φωτογραφίζεται, δίνει συνέντευξη τύπου όπου λέει ότι η Νέα Υόρκη, αντίθετα με την Αγγλία, είναι φτιαγμένη για παίκτες με προσωπικότητα, όπως ο ίδιος. Και ξαναφεύγει χωρίς να πατήσει το πόδι του στο μπογιατισμένο γρασίδι του Ράνταλς Άιλαντ. Στην αυτοβιογραφία του θα πει: “Μια ιδέα που δε μου πολυάρεσε ήταν πως ήθελαν να ζήσω μόνιμα στην Νέα Υόρκη“. Η αλήθεια είναι ότι θα ήταν πιο πρακτικό.

Έτσι κι αλλιώς, η εμμονή των Έρτεγκουν είναι άλλη κι είναι η απάντηση στην ερώτηση του Ρος: “Μα ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου; Αυτόν να πάρουμε“. Ο Κρόιφ είναι στη Βαρκελώνη, και θα μείνει μερικά χρόνια ακόμη, κι ο Πελέ, αφενός έχει κρεμάσει τα παπούτσια του, αφετέρου δεν είναι καν ελεύθερος να παίξει σε ομάδα εκτός Βραζιλίας. Και, ας είμαστε ρεαλιστές, η ιδέα να παίζει μεταξύ αγνώστων δεν τον ενθουσιάζει.

Τον φλερτάρουν, έτσι κι αλλιώς, μερικές από τις καλύτερες ομάδες του πλανήτη, όπως η Ρεάλ, η Μάντσεστερ και η Γιουβέντους. “Αν πας στην Ευρώπη θα κερδίσεις πρωταθλήματα, σε μας θα κερδίσεις μια χώρα“: ο Κλάιβ Τόι έχει οπωσδήποτε το χάρισμα της ρητορικής. Κι ο Πελέ έχει χρέη. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση που τον θέλει φραγκοφονιά, εκείνη την εποχή βρίσκεται ο καημένος χρεωμένος μέχρι τον λαιμό καθώς κάποιοι επιτήδειοι τον έμπλεξαν και υπέγραψε εγγυητής σε μια επιχείρηση ελαστικών που φαλίρισε. Ο Τόι καταδιώκει τον Βραζιλιάνο στα πολυάριθμα μέρη που πηγαίνει για να πάρει μέρος σε φιλικούς αγώνες: στο Τορόντο, το Σάο Πάολο, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, που θα είναι κι ο τελευταίος σταθμός. “Ή θα τον πείσω ή θα αυτοκτονήσω“. Καταφέρνει να τον δει για λίγο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Όσο ο Άγγλος κάνει ψηστήρι, ο σταρ φτιάχνεται, σενιάρεται, φοράει ένα ωραιότατο κολλητό άσπρο παντελόνι, τόσο κολλητό που σκίζεται, έρχεται μια μοδίστρα να το μαντάρει, αναγνωρίζει τον Πελέ και ξεσπάει σε λυγμούς καθώς ήταν το είδωλο του συγχωρεμένου του άντρα της, ζητά αυτόγραφο κλπ. και μέσα στη σύγχιση ακούγεται το πολύποθητο “ναι” στην πρόταση της Κόσμος. Παρόμοιες σκηνές (αυτόγραφα, κιθάρες, δεξιώσεις, ποτά, εκδηλώσεις λατρείας) συνοδεύουν τις επόμενες συναντήσεις των δύο πλευρών.

Δεν απομένει παρά το ύψος του συμβολαίου και η συγκατάθεση της Βραζιλίας. Το στρατιωτικό καθεστώς δεν καλοβλέπει την ιδέα να αφήσει ένα εθνικό κεφάλαιο να ξενιτευτεί. Προσωπική παρέμβαση του Χένρι Κίσινγκερ, φανατικού ποδοσφαιρόφιλου και υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ, στον Βραζιλιάνο ομόλογό του: “Μια ενδεχόμενη μεταγραφή του Πελέ θα οδηγούσε στην περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών“. Ο πρόεδρος της Βραζιλίας τηλεφωνεί στον Πελέ και τον εκλιπαρεί να υπογράψει το γρηγορότερο.

Ο νομικός σύμβουλος της Γουόρνερ, Νόρμαν Σάμνικ, που προσπαθούσε την ίδια ακριβώς στιγμή να οριστικοποιήσει τη συμμετοχή του Ντάστιν Χόφμαν και του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο φιλμ “Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου“, στέλνεται επειγόντως στη Βραζιλία.

Οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές. Τα τελικά συμβόλαια, τέσσερα συνολικά, που περιλαμβάνουν όχι μόνο τη μεταγραφή του παίκτη στην Κόσμος αλλά τη χρήση της εικόνας του για διαφημίσεις, αποκλειστική συνεργασία με την Πέπσι και την ηχογράφηση δίσκων με τη φωνή του, θα φτάσουν, σύμφωνα με πηγές τα 4 ή 5 εκ. δολάρια. Για σύγκριση, ο Μπεστ είχε συμφωνήσει για 150.000 τον χρόνο. Ο Έρτεγκουν, που προσπάθησε μερικά χρόνια αργότερα να φέρει και τον Κρόιφ, αναγνώριζε πως οι διαπραγματεύσεις με τις πριμαντόνες της μπάλας ήταν ακόμη δυσκολότερες κι από αυτές που γνώρισε με τους μάνατζερ του Μικ Τζάγκερ και των Λεντ Ζέπελιν. Αυτό, βέβαια, δεν τον εμπόδισε να φέρει στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια που ακολούθησαν, μερικά από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ονόματα -τον Μπεκενμπάουερ, τον Κάρλος Αλμπέρτο κλπ.- και οπωσδήποτε μία από τις μεγαλύτερες πριμαντόνες –τον Τζόρτζιο Κινάλια.

Η Κόσμος κι ο κόσμος, τουλάχιστον της μπάλας, δε θα είναι ποτέ ξανά ίδιος. Ο Πελέ καταφέρνει να κάνει το ποδόσφαιρο δημοφιλές στην Αμερική. Για τρία ολόκληρα χρόνια -μετά θα έρθει η κρίση και η πτώση της ομάδας.

Ήταν όμως τρία έντονα χρόνια: γεμάτα γήπεδα παντού, ακόμη και στις προπονήσεις (75.646 θεατές στο αποχαιρετιστήριό του ματς), συμπαίκτες που ξεχνούν να παίξουν γιατί χαζεύουν τον Βασιλιά, υστερία, 31 γκολ, δίσκοι, λιμουζίνες με μανεκέν, τρία πρωταθλήματα, τσιρλίντερς, έξαλλα πάρτι στο Στούντιο 54 κάθε Δευτέρα.

Ο Άντι Γουόρχολ φωτογραφίζει ένα ακόμη ποπ είδωλο

Τρία χρόνια κατά τα οποία βγήκαν όλες – εκτός από μία– οι φωτογραφίες που απεικονίζουν θεαματικά ντουέτα της σόουμπιζνες και που όλο και κάπου θα έχετε πετύχει (ο Πελέ κι ο Μικ Τζάγκερ, ο Πελέ κι ο Κίσινγκερ, κι ο Ρόμπερτ Πλαντ, κι ο Μοχάμεντ Άλι…) σε πάρτι που θα θέλαμε κι εμείς να είχαμε βρεθεί. Υπήρχαν πράγματι πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει κανείς στη Νέα Υόρκη την δεκαετία του 1970. Για τα οποία ίσως μιλήσουμε ξανά.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Joga bonito, Ιστορίες για το τζάκι, παγκόσμιο ποδόσφαιρο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Το πιο σημαντικό πέναλτι στην ιστορία της Αργεντινής

9 Δεκεμβρίου 1962. Το Μπομπονέρα του Μπουένος Άιρες υποδέχεται ακόμα ένα σούπερ κλάσικο. Η Μπόκα περιμένει με άγριες διαθέσεις τη Ρίβερ Πλέιτ σε ένα ματς υψίστης σημασίας μια που κατά πάσα πιθανότητα θα έκρινε και τον τίτλο. Οι δυο μισητοί εχθροί ισόβαθμοι στους 39 βαθμούς και σε περίπτωση ισοβαθμίας (πάρτε ανάσα) το πρωτάθλημα δεν το […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μια μέρα που το ποδόσφαιρο θέλει να ξεχάσει

Αν κάποιος επιχειρήσει μια μέρα να γράψει ένα βιβλίο με τις ‘άσχημες’ ιστορίες του ποδοσφαίρου, μια συλλογή δηλαδή στιγμών για τις οποίες το ομορφότερο παιχνίδι του κόσμου θα έπρεπε να νιώθει άβολα, εκτός από στημένες διαιτησίες, ανέντιμες νίκες, πλουτισμό ανθρώπων που δεν το άξιζαν κι άλλες τέτοιες ασχήμιες, οφείλει να συμπεριλάβει, όσο παράξενο κι αν […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

1 σχόλια σχετικά με το “Από την Κωνσταντινούπολη στο Μπρονξ: η γέννηση της (άλλης) ομάδας του Πελέ”

  1. Ο/Η Phanow λέει:

    Μια μικρη διορθωση, δεν ειναι καφετιερες στην φωτογραφια, ειναι ποτηρια της μπυρας βαυαρικου τυπου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *