Τι γυρεύει ένας Σέρβος στο Ρίο;
Δεκαετία του 1970 στη Γιουγκοσλαβία. Ένα παιδάκι παίζει στους δρόμους του Μάιντανπεκ, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Όπως είπε ο πατέρας του: «Πρώτα άρχισα να τρέχω για την μπάλα και μετά έμαθα να περπατάω». Στη πόλη που μεγαλώνει και στα γύρω μέρη ζουν λιγότεροι από 20.000 άνθρωποι, ένα μέρος γνωστό για τον χαλκό και τα ορυχεία του που εκβιομηχάνισε ο Τίτο. Ο μικρός Ντέγιαν δεν σκέφτεται μια καριέρα στις φάμπρικες όμως. Στόχος του είναι να γίνει σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Όπως κάθε άλλο παιδάκι, ονειρεύεται να ξεχωρίσει, να παίξει στην αγαπημένη του ομάδα, τον Ερυθρό Αστέρα ή για άλλους την Παρτιζάν. Γιατί όχι να γίνει διάσημος και να πάρει μεταγραφή σε κάποια μεγάλη ομάδα της Ευρώπης, για παράδειγμα στη Ρεάλ Μαδρίτης. Το ίδιο όνειρο έχουν χιλιάδες παιδιά στη Γιουγκοσλαβία. Ελάχιστοι θα τα καταφέρουν. Για παράδειγμα ένας τέτοιος ήταν ο Πέτζα Μιγιάτοβιτς, σχεδόν συνομήλικος του ήρωα του σημερινού μας κειμένου. Του Ντέγιαν Πέτκοβιτς που κατάφερε κι αυτός το ίδιο. Η μεγάλη διαφορά και ιδιαιτερότητα όμως είναι ότι ο Πέτκοβιτς δεν έγινε ίνδαλμα κάπου στην Ευρώπη, αλλά πολύ πολύ μακριά, στα γήπεδα της Βραζιλίας.
Οι γονείς του γνωρίστηκαν στο Μάινταμπεκ, όπου και δούλευαν. Συγκοινωνιολόγος ο πατέρας του, τεχνικός σε κατασκευές η μητέρα του. Ο κύριος Πέτκοβιτς ήταν από το Νις και έτσι ο μικρούλης Ντέγιαν περνούσε πολύ συχνά εκεί τα Σαββατοκύριακά του παίζοντας μπάλα με ξαδέρφια και λοιπούς συγγενείς. Το ίδιο έκανε βέβαια και στο Μάιντανπεκ, αναγκάζοντας τούς γείτονες να κλείνουν τα παντζούρια για να γλιτώσουν από τα σπασμένα παράθυρα. Οι γονείς του μάλλον ησύχασαν όταν οι άνθρωποι της τοπικής ομάδας ανακάλυψαν το ταλέντο του. Τουλάχιστον τώρα θα έπαιζε σε γήπεδα. Και πράγματι έπαιζε και μάλιστα εξαιρετικά, ξεχωρίζοντας σε ένα τοπικό ντέρμπι με την ομάδα του Νις. Ο μεγάλος αδερφός του Μπόμπαν έπαιζε ήδη στη Ραντνίνσκι και ο Ντέγιαν γρήγορα τον συνάντησε εκεί. Χάρη στον αδερφό του προσαρμόστηκε γρήγορα και χάρη στο γεγονός ότι είχε μεγάλη σωματική ανάπτυξη, δεν είχε κανένα πρόβλημα. Εξαιτίας της σωματοδομής του, βγήκε και το παρατσούκλι που τον ακολουθούσε στη Γιουγκοσλαβία. Ο “Ράμπο”.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών γίνεται ο νεότερος παίκτης που αγωνίζεται σε αγώνα της Α’ εθνικής της Γιουγκοσλαβίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1992, ο Ερυθρός Αστέρας τον αγοράζει, παρά το ενδιαφέρον άλλων ευρωπαϊκών ομάδων, καθώς ο ίδιος ήθελε να παίξει στην αγαπημένη του ομάδα. Ο Ράμπο είναι άτυχος και τυχερός. Άτυχος γιατί η Γιουγκοσλαβία αρχίζει να διαλύεται και μαζί της διαλύεται και η μεγάλη ομάδα του Ερυθρού Αστέρα. Μιχαΐλοβιτς, Σαβίσεβιτς, Γιούγκοβιτς και Πάντσεφ, όλοι εγκαταλείπουν την ομάδα το ίδιο καλοκαίρι για την Ιταλία. Έχει προηγηθεί ο Ντράγκαν Στοΐκοβιτς δυο χρόνια πριν. Τυχερός γιατί έτσι βρίσκει χώρο να παίξει βασικός στο Μαρακανά. Ένα χαφ με ντρίμπλα, σουτ, εξαιρετικά στημένα, μιλάει στην μπάλα.
Τρία χρόνια αργότερα, έρχεται η πρόταση από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Όσο κι αν δεν το πιστεύετε, δεν είναι η πιο καλή οικονομικά. Η Θέλτα του δίνει περισσότερα χρήματα και για έναν άνθρωπο που ήταν, όπως λέει κι ο ίδιος, πολύ φτωχός αποτελεί πάντα δέλεαρ. Δεν το σκέφτεται όμως. Επιλέγει Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Ερυθρός Αστέρας θέλει να τον κρατήσει για τα ευρωπαϊκά ματς, με αποτέλεσμα ο Πέτκοβιτς να μείνει στο Βελιγράδι μέχρι τον Δεκέμβριο του 1995. Στις 17 του μηνός κάνει ντεμπούτο, κατά σύμπτωση, απέναντι στη Θέλτα. «Θυμάμαι τα φώτα, τα φλας, τον κόσμο στο Μπερναμπέου να φωνάζει το όνομά μου. Έκανα ένα σουτ στο δοκάρι. Αν είχε μπει μέσα, δεν θα είχα πάει ποτέ στη Βραζιλία», λέει αρκετά χρόνια μετά. Ο Βαλντάνο δεν ενθουσιάζεται και ο Πέτκοβιτς πάει δανεικός τον επόμενο μήνα στη Σεβίλλη.
Η επόμενη σεζόν τον βρίσκει με προπονητή τον Καπέλο. Ούτε ο Ιταλός τον πιστεύει. Νέος δανεισμός στη Σανταντέρ, ούτε εκεί κάτι το ιδιαίτερο. Φτάνουμε στο καλοκαίρι του 1997. Ο Ράμπο έχει παίξει μόλις σε 5 ματς με τη φανέλα της Ρεάλ σε μια διετία και φαίνεται ότι δεν έχει μέλλον εκεί. Δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν έμπαινε εκείνο το δοκάρι με τη Θέλτα, σίγουρα όμως αν δεν έπαιζε σε ένα φιλικό με τη βραζιλιάνικη Βιτόρια, η καριέρα του θα ήταν εντελώς διαφορετική. Οι Βραζιλιάνοι του κάνουν πρόταση. Ο πρόεδρος του λέει ότι η ομάδα τους έχει τον Μπεμπέτο και είναι πρωταθλήτρια και τον πείθει. Ξαφνικά, εμφανίζεται η Ντόρτμουντ, σίγουρα πολύ πιο θελκτικός προορισμός, πρωταθλήτρια Ευρώπης. «Είμαι Σέρβος και ξεροκέφαλος. Είχα δώσει τον λόγο μου, δεν μπορούσα να κάνω πίσω». Αντί για Βεστφαλία, πάει στην Μπαΐα.
Οι Γιουγκοσλάβοι εκείνα τα χρόνια ήταν οι «Βραζιλιάνοι της Ευρώπης», σύμφωνα με το κλισέ και ο ίδιος θέλει να το αποδείξει. Ο Πέτκοβιτς δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο Μπεμπέτο εγκαταλείπει τη Βιτόρια, ούτε από το γεγονός ότι η Βιτόρια είναι πρωταθλήτρια στο τοπικό Καμπεονάτο Μπαϊάνο και όχι φυσικά στο πρωτάθλημα Βραζιλίας, όπως ο πρόεδρος «ξέχασε» να εξηγήσει. Οι εγκαταστάσεις τραγικές, τα αποδυτήρια δεν έχουν ζεστό νερό, ο ίδιος μαθημένος από τη Μαδρίτη ρωτάει πού θα βγαίνει για διασκέδαση και προσγειώνεται απότομα όταν βλέπει τις φαβέλες και την εγκληματικότητα στην πόλη του Σαλβαδόρ. Έχει όμως έναν στόχο. Να παίξει καλά και να επιστρέψει στην Ευρώπη. Στη Βιτόρια γίνεται ίνδαλμα, ο κόσμος τον λατρεύει. Ψηφίζεται 4ος καλύτερος παίκτης στη Βραζιλία το 1998 με 14 γκολ σε 21 ματς και πολλές στιγμές μαγείας. Οι οπαδοί της Βιτόρια σηκώνουν σημαίες της Σερβίας, κάτι ανήκουστο, καθώς έχει τα ίδια χρώματα με τη μεγάλη της αντίπαλο Μπαΐα. Κάνουν έρανο για να αγοράσουν τα δικαιώματά του από τη Ρεάλ. Μετά από μια εξαιρετική διετία πάει στην Ευρώπη. Στην Ιταλία και τη Βενέτσια, ως αντικαταστάτης του Ρεκόμπα. Δεν τα πάει καλά και έρχεται η πρόταση από τη Φλαμένγκο που έχει βρει πλέον πολλά χρήματα. Ο Ντέγιαν δεν το σκέφτεται. Ο κόσμος εκεί αποθεώνει το θέαμα, τον εντυπωσιασμό, βάζει συχνά το αποτέλεσμα σε δεύτερη μοίρα. Όταν έρχεται η πρόταση από την ομάδα με τους περισσότερους φιλάθλους στη Βραζιλία την αποδέχεται αμέσως. Οι οπαδοί δεν ενθουσιάζονται, όχι γιατί δεν τον εκτιμούν, αλλά γιατί ακούγονται διαστημικά ονόματα ως στόχοι της Φλαμένγκο. Ζέεντορφ, Μπατιστούτα και Ρονάλντο, μεταξύ άλλων. Ο Σέρβος σίγουρα δεν είναι τόσο εμπορικός.
Συναντά πάντως σπουδαίους παίκτες. Τον Αντριάνο, τον Ντενίλσον, τον τερματοφύλακα Ζούλιο Σέζαρ, τον Κάρλος Γκαμάρα. Η Φλαμένγκο έχει χάσει τον Ρομάριο που πηγαίνει στη μισητή Βάσκο, αλλά κατακτά άνετα το πρωτάθλημα του Ρίο, που συχνά έχει μεγαλύτερη σημασία για τον κόσμο από το εθνικό. Ο Πέτκοβιτς δεν βρίσκει τον χρόνο που θέλει, δεν έχει τόση συμμετοχή. Η επόμενη χρονιά όμως είναι εξαιρετική και τον βάζει, μετά τη Βιτόρια, και στις καρδιές των οπαδών της Φλαμένγκο. Ο Ρομάριο δεν καταφέρνει να βγει για 6η συνεχή χρονιά 1ος σκόρερ στο Καριόκα, αλλά η Βάσκο του φτάνει στον τελικό ξανά με τη Φλαμένγκο. Στο πρώτο ματς, ο Πέτκοβιτς ανοίγει το σκορ, αλλά η Βάσκο (χωρίς τον τραυματία Ρομάριο) δραπετεύει από το Μαρακανά με το 1-2.
Έχοντας το πλεονέκτημα στην “ισοπαλία”, μπορεί να χάσει και με ένα γκολ διαφορά στη ρεβάνς και να στεφθεί πρωταθλήτρια. Η αποστολή έμοιαζε ακατόρθωτη για τη Φλαμένγκο. Την τελευταία 20ετία, είχε κερδίσει μόλις 15 φορές σε 95 αγώνες με 2 γκολ διαφορά την αντίπαλό της. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, όταν ο Ζουνίνιο (Παουλίστα) ισοφάρισε στο 40′ το ματς σε 1-1. Ο Πέτκοβιτς ήταν όμως εκεί. Έβγαλε την ασίστ για το 1-2 για αρχή. Και όταν στο 88′ η Φλαμένγκο κέρδισε το φάουλ σε πολύ πολύ μακρινή θέση δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και έκανε αυτό:
Πέτσκοουβιτς – γκοοοοοοολ ντο Φλαμένγκο
Το «θαύμα του Πέτκοβιτς», το μαγικό αυτό φάουλ buzzer beater, είναι ακόμα και σήμερα στις αναμνήσεις των οπαδών της Φλαμένγκο. Ο Ράμπο έγινε κάτοικος Ρίο, έκανε τη Βραζιλία δεύτερο σπίτι και αγάπησε τη χώρα. «Η Βραζιλία είναι 25 φορές η Σερβία», θα πει. Επιμένει ότι μοιάζουν σε όλα. Η ζωή, το κράτος, ο κόσμος, το ποδόσφαιρο, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί. Θα δημιουργήσει μόδα καθώς βραζιλιάνικες ομάδες φέρνουν κι άλλους πρώην Γιουγκοσλάβους . Κανείς δεν θα έχει την επιτυχία του. Κι ο Πέτκοβιτς όμως δεν είχε μόνο επιτυχίες, αλλά και δύσκολες στιγμές. Παρά το πρωτάθλημα Καριόκα, η Φλαμένγκο έκανε μια άθλια χρονιά στο εθνικό πρωτάθλημα και σώθηκε από υποβιβασμό την τελευταία αγωνιστική κερδίζοντας την Παλμέιρας.
Τα οικονομικά προβλήματα θα ταλάνιζαν τη Φλαμένγκο τα επόμενα χρόνια, με την χορηγό εταιρεία ISL να καταρρέει και πολλούς παίκτες να φεύγουν. Ο Πέτκοβιτς, ακολουθώντας τα βήματα του Ρομάριο, εγκατέλειψε τη Φλαμένγκο για την εχθρό Βάσκο. Μια μεταγραφή που ενόχλησε και τις δύο πλευρές πολύ. Κάπου εκεί ξεκίνησε μια περίοδος που άλλαζε συχνά ομάδες. Έμεινε μόλις έναν χρόνο στη Βάσκο, πήγε στην Κίνα για τα χρήματα και επέστρεψε ξανά στη Βάσκο. Έγινε ο ηγέτης της το 2004, βοηθώντας τη να μείνει στην κατηγορία. Ξεχώρισε και πήρε βραβεία για την απόδοσή του, κατέκτησε ένα ακόμα πρωτάθλημα του Ρίο, πήγε λίγο στη Σαουδική Αραβία και επέστρεψε ξανά στο Ρίο. Αυτή τη φορά για τη Φλουμινένσε. Η μόνη μεγάλη ομάδα της πόλης που δεν θα τον έκανε παίκτη της, ήταν η Μποταφόγκο (όχι ότι δεν το προσπάθησε). Και στη Φλου έκανε σπουδαίες εμφανίσεις, αλλά για μια ακόμα φορά έπεσε σε άσχημη εποχή για έναν σύλλογο. Ο ίδιος πάντως συνέχισε να κερδίζει χειροκροτήματα.
Για όσους έχουν όρεξη…
Τα χρόνια άρχισαν να περνούν. Πήγε στην Γκοΐας, τη Σάντος και την Ατλέτικο Μινέιρο. Κάποια ψήγματα του ταλέντου του, κάποιες ασίστ, αλλά το κορμί δεν ακολουθούσε πλέον. Τα τρία πρωταθλήματα Καριόκα ήταν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του, μαζί φυσικά με τους τίτλους του Ερυθρού Αστέρα. Η καριέρα του όδευε προς το τέλος, χωρίς κάποιο Λιμπερταδόρες και χωρίς κάποιο πρωτάθλημα. Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε το 2009 από τη Φλαμένγκο, σε ηλικία 37 ετών, κανείς δεν περίμενε τι θα ακολουθούσε. Η μεταγραφή ήταν μια αμοιβαία υποχώρηση. Η Φλαμένγκο τού χρωστούσε ακόμα χρήματα, ο ίδιος ήθελε να κλείσει την καριέρα εκεί που έζησε τη μεγάλη στιγμή. Πήρε το νούμερο 43 (το περίφημο φάουλ με τη Βάσκο είχε μπει στο 43′ του 2ου ημιχρόνου, ενώ είχε σκοράρει 43 φορές με την ομάδα) και αποφάσισε να βοηθήσει την ομάδα. Ο κόσμος δεν τον πίστευε. Ήταν ένα εξάμηνο χωρίς ομάδα, ήταν σε μεγάλη ηλικία και πτωτική πορεία, ενώ κάποιοι δεν ξεχνούσαν τη θητεία του σε άλλες ομάδες. Η Φλαμένγκο δεν πήγαινε καλά στο πρωτάθλημα και βρισκόταν στην 14η θέση.
Η μοίρα όμως έφερε ένα “Last Dance” από τον Σέρβο. Ο Πέτκοβιτς σκόραρε 8 φορές, τις 2 από αυτές με απευθείας κόρνερ (ρέκορντμαν στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα). Για να κατακτήσει η Φλαμένγκο το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 17 χρόνια, χρειάστηκε ένα σόου του Πέτκοβιτς απέναντι στην Παλμέιρας. Ένα υπέροχο σλάλομ και ένα απευθείας κόρνερ, έδωσαν τη νίκη με 0-2 και έθεσαν τις βάσεις για τον τίτλο. Ο Πέτκοβιτς κατάφερε να κλείσει την καριέρα του με το πρωτάθλημα που τόσο του έλειπε, δίνοντας και μια ασίστ από κόρνερ στο τελευταίο ματς με την Γκρέμιο. Κάπως έτσι κατέκτησε και την 3η ασημένια μπάλα του ως χαφ, βραβείο που προκύπτει από τη συνολική βαθμολογία των παικτών.
Όχι κι άσχημα για 37 ετών
Ο Πέτκοβιτς σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 2011 σε ηλικία 41 ετών. Δεν κατάφερε να γίνει βασικό στέλεχος στην εθνική, κάποια προβλήματα με προπονητές και κάποιες αδικίες του στέρησαν την ευκαιρία. Σίγουρα δεν περίμενε ότι το Μαρακανά που θα ζούσε πιο πολύ, δεν θα ήταν αυτό του Βελιγραδίου, αλλά αυτό του Ρίο. Είναι ένα σπανιότατο φαινόμενο, ένας Ευρωπαίος που πήγε στη Νότια Αμερική και έκανε εκεί σπουδαία καριέρα. Πήρε ένα σωρό βραβεία, μπήκε στο Walk of Fame της Φλαμένγκο, ψηφίστηκε καλύτερος ξένος της Φλαμένγκο και ένας από τους κορυφαίους παίκτες της όλων των εποχών, τιμήθηκε από την πολιτεία του Ρίο, έγινε επίτιμος πρέσβης της Σερβίας στη Βραζιλία, σχολιαστής στη βραζιλιάνικη τηλεόραση, τραγούδι από τον… MC Robinho (δεν κάνουμε πλάκα, ψάξτε το με τίτλο é o Pet) και η ζωή του έγινε ντοκιμαντέρ (με τίτλο O Gringo). Εκείνο το παιδάκι στο Μάιντανπεκ της Γιουγκοσλοβαίας δεν θα το φανταζόταν ποτέ.