Ο Ράνγκνικ και η νέα εποχή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ
«Το ποδόσφαιρο που μου αρέσει είναι το χέβι μέταλ και το ροκ εν ρολ. Μισώ να κάνουμε πάσες πίσω στην άμυνα. Απλά να έχουμε τη μπάλα στην κατοχή μας δεν έχει κανένα νόημα». Η ατάκα που μόλις διαβάσατε θα μπορούσε να ανήκει στον Γιούργκεν Κλοπ. Θα μπορούσε να ανήκει και στον Τόμας Τούχελ. Θα μπορούσε να ανήκει και στον Γιούλιαν Νάγκελσμαν. Δεν ανήκει όμως σε κανέναν από τους τρεις εξαιρετικούς Γερμανούς προπονητές των Λίβερπουλ, Τσέλσι και Μπάγερν Μονάχου αλλά στον άνθρωπο που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μέντοράς τους. Αυτός φυσικά και δεν είναι άλλος από τον Ραλφ Ράνγκνικ, τον άνθρωπο δηλαδή που θα έχει το δύσκολο έργο να διαχειριστεί το ρόστερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ως πρώτος προπονητής, μέχρι το τέλος της τρέχουσας σεζόν, και το ακόμα δυσκολότερο, αν με ρωτάτε, να αναλάβει ως σύμβουλος από τη σεζόν 2022-2023, του νέου προπονητή που θα έρθει το καλοκαίρι. Απλά πλέον υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό: όλοι, παίκτες, διοίκηση και φυσικά ποδοσφαιριστές, θα γνωρίζουν το στυλ ποδοσφαίρου που θα παρουσιάσει η ομάδα. Αυτό το ποδοσφαιρικό δηλαδή «χέβι μέταλ» που -όπως έχει αποδειχθεί- μπορεί να φέρει επιτυχίες σε συνδυασμό πάντα με το ελκυστικό θέαμα. Το είχα γράψει και στο παρελθόν. Η Γιουνάιτεντ πρέπει πρώτα να γίνει ελκυστική και σύγχρονη και τότε θα επιστρέψει ξανά και στους τίτλους. Το πίστευα και εννοείται το πιστεύω ακόμα. Επιτέλους, φαίνεται να θέλει να βρεθεί ξανά στο σωστό δρόμο. Στο δρόμο που με προσπάθεια και υπομονή μπορεί να τη βγάλει από αυτόν τον λαβύρινθο των αποτυχιών που έχει βρεθεί την τελευταία, περίπου, δεκαετία.
Η φιλοσοφία του Γερμανού δασκάλου του ποδοσφαίρου στηρίζεται σε πέντε (5) σημαντικούς κανόνες που πρέπει να μάθει να λειτουργεί η ομάδα του και που στηρίζονται όλοι σε ένα βασικό συστατικό. Αυτό φυσικά και είναι η ένταση. Πως πρέπει να λειτουργεί μια ομάδα όταν ο αντίπαλος την πιέζει ψηλά; Τι πρέπει να κάνουμε όταν η άλλη ομάδα έχει την μπάλα; Τι κάνουμε όταν χάνουμε τη μπάλα και τι κάνουμε όταν κερδίζουμε τη μπάλα; Πως λειτουργούμε σε στατικές φάσεις, τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση, μιας και το 30% των γκολ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο προέρχονται από φάσεις που ξεκινούν από «νεκρή» μπάλα; Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος στο αρκετά πρόσφατο παρελθόν «Όλες οι ομάδες που κατέκτησαν τα τελευταία χρόνια το Τσάμπιονς Λιγκ ήταν κορυφαίες σε αυτούς τους τομείς». Φυσικά και σε αυτές βρέθηκαν δύο από τους τρεις Γερμανούς προπονητές που προανέφερα (Κλοπ και Τούχελ) και ακόμα ένας Γερμανός, ο Φλικ, που έδωσε τη θέση του στο νέο παιδί-θαύμα του Γερμανικού (και παγκόσμιου) ποδοσφαίρου, τον Νάγκελσμαν.
Η πίεση λοιπόν είναι κάτι πολύ σημαντικό στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αν θέλει μια ομάδα να φέρει επιτυχίες, μιας και η σωστή πίεση οδηγεί στο καλό transition, που με τη σειρά του οδηγεί σε απειλή. Φυσικά, μια ομάδα που μπορεί και απειλεί συχνά έχει πολλές περισσότερες πιθανότητες να σκοράρει, που είναι και το ζητούμενο. «Πρέπει να βάζεις συνεχώς πίεση στον αντίπαλο» λέει ο Ράνγκνικ, «δεν έχει σημασία αν είναι ψηλά, πρέπει να πιέζεις όπου παίζει η μπάλα, φυσικά όσο πιο ψηλά τόσο και καλύτερα μιας και όσο πιο ψηλά κερδίζεις τη μπάλα, έχεις να κάνεις με λιγότερους προσωπικούς αντιπάλους και βρίσκεσαι πιο κοντά στην εστία». Αυτό φυσικά και το ξέρουμε όλοι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Αυτό όμως που πολλές φορές δεν βάζουμε στην εξίσωση και φυσικά αποτελεί «Ευαγγέλιο» για τον Ράνγκνικ, είναι η ένταση. Δεν αρκεί η πίεση, αλλά η ένταση που αυτή γίνεται. Όσο περισσότερο ανεβάζουμε την ένταση, τόσο και γινόμαστε πιο επιθετικοί. Το τέμπο ανεβαίνει και ο αντίπαλος πνίγεται χωρίς να το καταλάβει. Και επειδή καλή η θεωρία αλλά πρέπει να γίνεται και πράξη, το 2018-2019, σχεδόν 60 από τα τέρματα της ομάδας του, της Λειψίας, ήρθαν από φάσεις που η ομάδα ανέκτησε τη μπάλα μέσα στο διάστημα 10 δευτερολέπτων αφότου την είχε χάσει. Είναι τόσο εξωπραγματικά υπέροχο όσο ακούγεται.
Η ομάδα που θα βρεθεί για να τη βελτιώσει και να την βάλει σε μια νέα εποχή δεν φημίζεται καθόλου για αυτό της το κομμάτι. Της πίεσης και φυσικά της έντασης. Για παράδειγμα, η Λίβερπουλ που φημίζεται ιδιαίτερα για αυτό έχει ήδη 30 γκολ από σουτ εντός της περιοχής (από τα 35 συνολικά) με την Γιουνάιτεντ να μετρά μόλις 18 (από τα 20 συνολικά). Αλλά ας δούμε και την πίεση που ασκούν οι τρεις πρώτοι (Τσέλσι. Σίτι, Λίβερπουλ) και που βρίσκεται η Γιουνάιτεντ.
Η Λίβερπουλ έχει πρεσάρει 1598 φορές με ποσοστό επιτυχίας 29.4% με 419 στο αμυντικό της τρίτο, 704 στο χώρο του κέντρου και 475 στο επιθετικό τρίτο.
Η Σίτι έχει πρεσάρει 1432 φορές με ποσοστό επιτυχίας 30.1% με 334 στο αμυντικό της τρίτο, 635 στο κέντρο και 463 στο επιθετικό τρίτο.
Η Τσέλσι έχει πρεσάρει 1693 φορές με ποσοστό επιτυχίας 30.7% με 549 στο αμυντικό της τρίτο, 716 στο κέντρο και 428 στο επιθετικό τρίτο.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ την ίδια ώρα έχει πρεσάρει 1485 φορές, πάνω κάτω όσες και η Σίτι, χωρίς όμως να έχει τα ποσοστά κατοχής μπάλας των «πολιτών», με ποσοστό επιτυχίας 28.1%. 489 είναι στο αμυντικό της τρίτο, 669 στο κέντρο και 327 στο επιθετικό τρίτο. Αν ρίξουμε μια ματιά και στο ποσοστό επιτυχίας που έχει ο αντίπαλος όταν πιέζει αυτές τις 4 ομάδες θα δούμε πως η Γιουνάιτεντ βρίσκεται στο 28.9% με τις Σίτι και Τσέλσι να βρίσκονται σχεδόν στο 23%. Η Λίβερπουλ σε αυτό το κομμάτι είναι σε επίπεδα Γιουνάιτεντ με 29.5% αλλά τη σώζει η εξαιρετική δουλειά που κάνει η επίθεσή της στο αντίστοιχο κομμάτι και φυσικά η ένταση που αυτή γίνεται. Όπως έγραψα και πιο πάνω, η πίεση εξαρτάται από την ένταση. Φυσικά και οι παίκτες της Γιουνάιτεντ υστερούν τόσο στην πίεση όσο και στην ένταση.
Τι να περιμένουμε;
Αυτό που πρέπει να περιμένουμε από τον Ράνγκνικ είναι η εντελώς διαφορετική φιλοσοφία και στις τρεις γραμμές. Η ομάδα θα προσπαθήσει να γίνει, όσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο, πιο πιεστική στον αντίπαλο. Σίγουρα η ένταση θα ανεβαίνει με τον καιρό και αυτό είναι κάτι που θα δουλευτεί έτσι ώστε ο νέος προπονητής που θα αναλάβει να βρει αμέσως τα ίχνη έτσι ώστε να πατήσει πάνω τους για να βρει και το δρόμο. Τώρα πως θα γίνει αυτό θα το βλέπουμε με τον καιρό. Θέλω πολύ να δω πόσο θα αλλάξει την τακτική της ομάδας, και πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, πως θα χρησιμοποιηθεί ο Κριστιάνο Ρονάλντο (που δεν πιέζει) και τι θα κάνει με τους τρεις εξαιρετικούς κεντρικούς μέσους (αλλά με τόσο διαφορετικά στοιχεία) που υπάρχουν στην ομάδα. Φυσικά και αναφέρομαι στους Πογκμπά, Φαν ντε Μπεκ και Φερνάντες. Η άμυνα είναι σίγουρο πως θα ανέβει ψηλά και η ένταση της πίεσης των κεντρικών αμυντικών όταν η ομάδα πιέζει ψηλά θα είναι ασφυκτική πάνω στους επιθετικούς του αντιπάλου. Τι θα καταφέρει φέτος είναι κάτι που δεν μπορώ να το απαντήσω ακόμα. Ας τον δούμε πρώτα. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποφάσισε -επιτέλους- να ακολουθήσει το σωστό δρόμο και το σωστό, και σύγχρονο, μοντέλο. Ναι, πλέον, υπάρχει ελπίδα.