Όταν η Ανδαλουσία χόρευε στους ρυθμούς του Μπίρι Μπίρι
Πολλά χρόνια προτού η παγκοσμιοποίηση κυριεύσει το ποδόσφαιρο και αποκτήσουμε ομάδες με 9 και 10 ξένους ποδοσφαιριστές, ξένο προπονητή και ξένους ιδιοκτήτες, οι μετακινήσεις παικτών από άλλες χώρες ήταν λίγες και δύσκολες. Ακόμα περισσότερο όταν ο παίκτης ήταν από την Αφρική. Πριν οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι ξεκινήσουν να απομυζούν την ήπειρό τους στα Νότια από ποδοσφαιρικό ταλέντο, οι Αφρικανοί που έκαναν καριέρα στην Ευρώπη δεν ήταν πολλοί. Ένας από αυτούς είναι κι ο σημερινός μας ήρωας, μια μεγάλη σημαία και ίνδαλμα στη χώρα του, την Γκάμπια, αλλά και από τους πιο αγαπητούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών στη Σεβίλλη. Ο Αλάντε Μόντου Νιάε (όπως το προφέρει ο ίδιος) έπαιξε περίπου για μια δεκαετία στην Ευρώπη και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα cult ινδάλματα στην Ισπανία των 70s.
Ο Μπίρι Μπίρι, όπως έμεινε γνωστός και έτσι θα τον αναφέρουμε στο κείμενο, γεννήθηκε στην πρωτεύουσα Μπαντζούλ. Από παιδάκι έπαιζε μπάλα και η θέση του ήταν δεξί εξτρέμ. Μέσω ενός γνωστού επιχειρηματία με διασυνδέσεις στην Αγγλία πήγε να δοκιμαστεί στην Ντέρμπι Κάουντι του Μπράιαν Κλαφ το 1970. Δεν έπεισε όμως ιδιαίτερα και έμεινε μόλις ένα εξάμηνο. Ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί ένας 22χρονος νεαρός εκείνα τα χρόνια στην Αγγλία, μια πολύ μεγάλη αλλαγή. Επέστρεψε πίσω στην Γκάμπια και ίσως να μην τον είχαμε ακούσει ποτέ ξανά, αν δεν εμφανιζόταν στη χώρα η δανέζικη Β 1901 για μια σειρά φιλικών. Οι άνθρωποί της εντυπωσιάστηκαν και τον έβαλαν να παίξει σε ένα ματς με τη δική τους ομάδα. Ο Μπίρι Μπίρι σκόραρε τρία γκολ και κάπως έτσι έγινε ο πρώτος Αφρικανός ποδοσφαιριστής που έπαιξε ποτέ στη Δανία. Ο Μπίρι Μπίρι, που ήταν ήδη διεθνής στην εθνική της χώρας του από τα 16 του, εντυπωσίασε στη Δανία, οδηγώντας μάλιστα την ομάδα του στον τελικό του κυπέλλου.
Το καλοκαίρι του 1973, ο Μπίρι Μπίρι συμφωνεί να μεταγραφεί στη Ρεάλ Μπέτις που μόλις είχε υποβιβαστεί στη Β’ εθνική. O ποδοσφαιριστής, μαζί με τον προπονητή της Β 1901 και τη γυναίκα του πήραν το αεροπλάνο από την Κοπεγχάγη για την Ισπανία. Στο αεροπλάνο όμως πετούσε κι ο Χουάν Ραμόν Ροντρίγκεθ, ένας Ισπανός μετανάστης από την Ουέλβα που ήταν προπονητής στη δανέζικη Ράντερς. Ο Ροντρίγκεθ, πέρα από προπονητής, ήταν και φανατικός οπαδός της Σεβίγια. Δεν έχασε την ευκαιρία, γνωρίζοντας τον παίκτη, και αποφάσισε να έρθει σε επικοινωνία με τη διοίκηση της αγαπημένης του ομάδας. Οι άνθρωποι του συλλόγου κινήθηκαν ταχύτατα και άρπαξαν τον παίκτη μέσα από τα χέρια του μισητού εχθρού χωρίς να τον έχουν παρακολουθήσει και χωρίς να έχουν ιδέα για το ποιος είναι. Ο ίδιος δεν είχε ιδέα από το ισπανικό ποδόσφαιρο, δεν γνώριζε τις διαφορές των ομάδων. Κάπως έτσι, ο ποδοσφαιριστής από την Γκάμπια έγινε ο πρώτος μαύρος που θα φορούσε τη φανέλα της Σεβίγια.
Η Σεβίλλη στην οποία πήγε ο Μπίρι Μπίρι δεν ήταν αυτή του Τσάμπιονς Λιγκ, του Νάβας και των λοιπών. Ούτε η Σεβίλλη του Έμερι, η μόνιμη κάτοχος του Γιουρόπα Λιγκ. Ούτε αυτή που έφερνε τον Μαραντόνα και τον Σούκερ, ούτε αυτή που είχε τον Τσιάρτα στη σύνθεσή της. Ήταν μια ομάδα με σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αναγκάστηκε να πουλήσει πολλούς από τους καλούς της παίκτες εκείνα τα χρόνια για να ξεχρεώσει. Το 1968 έπεσε στη Β’ εθνική για πρώτη φορά μετά από 31 χρόνια και παρά την επιστροφή της, υποβιβάστηκε ξανά το 1972. Οι ροχιμπλάνκος τερμάτισαν 4οι την επόμενη σεζόν και έχασαν την άνοδο, παραμένοντας για 2η συνεχόμενη χρονιά στη 2η κατηγορία, αυτή τη φορά με προπονητή τον Ερνστ Χάπελ. Μετά τον Κλαφ, ο Αφρικανός θα συνεργαζόταν με έναν ακόμα προπονητικό θρύλο. Η Σεβίλλη δεν τα πήγε καλά, ο Μπίρι Μπίρι ήταν ημιβασικός και έχασε αρκετά ματς, αλλά κατάφερε να παίξει σε 17 αγώνες και τελείωσε τη χρονιά με 9 γκολ. Την τελευταία αγωνιστική, τον Μάιο του 1974, η ιστορία αγάπης με τον κόσμο της ομάδας ξεκινούσε. Η Σεβίλλη βρισκόταν στην 10η θέση της βαθμολογίας, μια θέση που οδηγούσε στα μπαράζ του υποβιβασμού. Μια ιστορική ντροπή και, κυρίως, ένας τεράστιος κίνδυνος για μια ομάδα που ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η Λιναρές υποδέχτηκε τη Σεβίλλη, σε ένα ματς τελικό, ο Μπίρι Μπίρι σκόραρε δυο γκολ για το 0-2 και αργότερα έκανε χατ τρικ για το τελικό 0-5. Η Σεβίλλη τερμάτισε 9η και σώθηκε, ενώ, την ίδια στιγμή, η Ρεάλ Μπέτις τερμάτιζε 1η και ανέβαινε στην Πριμέρα.
Ο Μπίρι Μπίρι ήταν κάτι το… εξωτικό για τον κόσμο, αλλά και για τους συμπαίκτες του στη Σεβίλλη. Ταχύτατος, με φοβερό άλμα, καλή σωματοδομή και μεγάλες αντοχές, έδινε μάχη για κάθε χαμένη μπαλιά, δεν φοβόταν να μπει σε μονομαχίες και έδινε έναν διαφορετικό αέρα στην ομάδα. Ήταν όμως κι ο χαρακτήρας του, η προσωπικότητά του. Στα αποδυτήρια έκανε αμέσως φιλίες, φιλίες που κράτησαν δεκαετίες, ενώ κι ο κόσμος βλέποντας αυτό το διαφορετικό τον λάτρεψε αμέσως, αποθεώνοντάς τον σε κάθε ευκαιρία. Τα έδινε όλα στο γήπεδο, ήταν χαμογελαστός και έβγαζε μια καλοσύνη που σε έκανε αμέσως να τον συμπαθήσεις. Χαρισματικός. Το χατ τρικ στη Λιναρές ήταν η αρχή των επιτυχιών, αλλά παράλληλα και μιας άλλης ιστορίας.
Εκείνα τα χρόνια, οι μετακινήσεις των οπαδών ήταν δύσκολες. Αλλά η Σεβίλλη είχε δημιουργήσει το δικό της μόνιμο κοινό. Μια παρέα νεαρών που πήγαινε στη βόρεια εξέδρα του Ραμόν Σάντσεθ Πινχουάν και δεν σταματούσε να τραγουδά, ακολουθώντας και εκτός έδρας. Ήταν οι πιο παθιασμένοι του γηπέδου και κάθε πιτσιρικάς, περίμενε πώς και πώς τη στιγμή που θα μεγαλώσει και θα προστεθεί σε εκείνη την εξέδρα. Αρκετοί από αυτούς είχαν κάνει το ταξίδι των 220 χιλιομέτρων μέχρι την πόλη Λιναρές το 1974 και όταν πλέον οργανώθηκαν επίσημα και έγιναν επίσημα peña, χωρίς δεύτερη σκέψη πήραν το όνομα του παίκτη που τόσο αγαπούσαν και που κι ο ίδιος με την προσπάθεια που έκανε στο γήπεδο, έδειχνε να εκφράζει καλύτερα αυτό το πάθος. Η peña Biri Biri ήταν πλέον πραγματικότητα, γράφοντας για χρόνια τη δική της οπαδική ιστορία ως το σημαντικότερο οπαδικό κίνημα του συλλόγου.
Κι αν το 1974 ο Μπίρι Μπίρι έσωσε τη Σεβίλλη από περιπέτειες, την επόμενη έγινε σούπερ βασικός και με τον Αργεντινό Ρόκε Όλσεν προπονητή ξεκίνησε σε 31 αγώνες, σκοράροντας 14 φορές, ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της χρονιάς. Η Σεβίγια κατέκτησε την 3η θέση, μόλις έναν βαθμό πίσω από την κορυφή, κερδίζοντας ταυτόχρονα και την άνοδό της. Μπορεί να έχανε και κάποια γκολ, αλλά ήταν τόσο εντυπωσιακός στον αγώνα και με τέτοια αυτοθυσία που όλοι το ξεχνούσαν. Ο συμπαίκτης του και κολλητός του Πάμπλο Μπλάνκο θυμάται τον κόσμο να τον παίρνει στους ώμους μετά από εξαιρετικές εμφανίσεις με την Ατλέτικο Μαδρίτης και τη Ράγιο Βαγιεκάνο (όταν και σκόραρε το ωραιότερο γκολ του με τη Σεβίλλη, ένα γκολ με vaselina, τσιμπώντας την μπάλα πάνω από τον τερματοφύλακα) και να τον πηγαίνει μέχρι το σπίτι του, στην Γκραν Πλάθα της Νερβιόν, της περιοχής που βρίσκεται η έδρα της ομάδας. Μια παρέλαση αγάπης για μια μαγική εμφάνιση του παίκτη. Άνθρωποι όπως ο πρόεδρος ντελ Νίδο και ο μετρ των μεταγραφών Μόντσι, τον είχαν ως είδωλο, η αγάπη του κόσμου ήταν μοναδική.
Ο ίδιος έκανε συχνά ταξίδια στην Γκάμπια για να βλέπει την οικογένειά του. Έβλεπε πόσο δύσκολα περνούσαν και προσπαθούσε να επιστρέφει όσο πιο συχνά μπορούσε. Αυτό αρχικά έφερνε κάποια γκρίνια, αλλά αφότου έγινε ίνδαλμα της εξέδρας, όλα συγχωρούνταν. Έτσι κι αλλιώς, πάντα γύριζε με ένα χαμόγελο, λέγοντας νέες ιστορίες στους συμπαίκτες του. Στην Πριμέρα τα νούμερά του δεν ήταν τόσο καλά, αλλά και πάλι είχε αρκετές συμμετοχές και γκολ. Μέχρι και το 1978 ο Μπίρι Μπίρι αγωνίστηκε συνολικά σε 99 αγώνες με τη φανέλα της Σεβίλλης και σκόραρε 32 φορές. Δεν είναι ο καλύτερος παίκτης που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας, ούτε αυτός με τα ρεκόρ. Είναι όμως ένας θρύλος του συλλόγου που συνδύασε το όνομά του με κάποια πέτρινα χρόνια και ήρθε τόσο κοντά με τον κόσμο, όσο λίγοι άλλοι. Μετά τη Σεβίλλη πήγε για μερικά χρόνια και πάλι στη Δανία, αυτή τη φορά με τη Χερφόλγκε και ολοκλήρωσε την καριέρα του πίσω στην Γκάμπια.
Οι Μπίρι Μπίρι παρέμειναν, αλλά με τον καιρό άλλαξαν. Η χαρούμενη παρέα που μαζευόταν με αφορμή το ποδόσφαιρο μεγάλωσε. Με την εξέλιξη του οπαδικού κινήματος η πένια Μπίρι Μπίρι έγινε πιο κοντά σε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας όταν ακούμε για οργανωμένους οπαδούς. Το πέταλο των φανατικών εξακολούθησε να έχει την πένια αυτή μέχρι και το 1988. Η τότε κόντρα με τη διοίκηση έφερε ορισμένα επεισόδια από λίγα και συγκεκριμένα άτομα. Οι ιδρυτές των Μπίρι Μπίρι ήταν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία πλέον, με παιδιά, πολύ έξω από αυτό το κλίμα του ας πούμε “χουλιγκανισμού”. Πήραν μια γενναία απόφαση. Αφού δεν μπορούσαν να ελέγξουν αυτά τα άτομα, αποφάσισαν την αυτοδιάλυση της πένια Μπίρι Μπίρι. Το κενό ήρθαν να καλύψουν οργανωμένοι μιας πιο σύγχρονης εποχής. Το όνομά τους καθόλου διαφορετικό. Μπίρις Νόρτε. Από το όνομα του θρύλου της Σεβίλλης και από το βόρειο “πέταλο” της εξέδρας. Οι Μπίρις Νόρτε συνεχίζουν με την ίδια φιλοσοφία της στήριξης στη Σεβίλλη, αλλά δεν λείπουν και οι άσχημες στιγμές. Επιθέσεις και επεισόδια με άλλους οπαδούς, ακόμα και σε ευρωπαϊκά ματς και ορισμένα μεμονωμένα φαινόμενα ρατσισμού, παρότι οι Μπίρις Νόρτε αυτοπροσδιορίζονται ως αντιρατσιστές και στο κάτω κάτω οφείλουν το όνομά τους στον πρώτο μαύρο παίκτη του συλλόγου. Αλλά είπαμε, πάντα υπάρχουν αυτοί που χαλάνε τη συνολική εικόνα. Οι Μπίρις Νόρτε πριν λίγα χρόνια έφτασαν στο σημείο να “αποβληθούν” από το γήπεδο, συνεχίζουν όμως να φέρουν το όνομα του θρυλικού παίκτη και να βρίσκονται κοντά στην ομάδα.
Ο Μπίρι Μπίρι επέστρεψε το 2017 στη Σεβίλλη και γνώρισε την αποθέωση από το κοινό του Ραμόν Σάντσεθ Πινχουάν.
Συγκλονιστικές εικόνες μετά το 1.40 περίπου μπροστά στην εξέδρα που κάθονται οι φανατικοί με το όνομά του.
Ο Μπίρι Μπίρι φόρεσε για 24 ολόκληρα χρόνια τη φανέλα της εθνικής της χώρας του και βραβεύτηκε για την προσφορά του στο ποδόσφαιρο της χώρας, ενώ ανακηρύχθηκε ως ο κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών στην Γκάμπια. Μετά το ποδόσφαιρο ασχολήθηκε με τα κοινά, ήταν αντιδήμαρχος στην πόλη του για αρκετά χρόνια και Υπουργός Αθλητισμού. Παρότι παρέμεινε στην Αφρική μετά το τέλος της καριέρας του δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά τη Σεβίλλη. Άλλωστε, όπως λέει κι ο ίδιος, στη Γκάμπια είναι πολλοί αυτοί που εξαιτίας του έγιναν οπαδοί της. Παρακολουθούσε πάντα τους αγώνες και μάλιστα είχε συχνή επικοινωνία με παλιούς συμπαίκτες τους, στους οποίους έλεγε να μεταφέρουν τα συγχαρητήρια στη διοίκηση και τους παίκτες για τις επιτυχίες. Επέστρεψε αρκετές φορές στο γήπεδο που λατρεύτηκε. Λένε ότι έβγαινε έξω με τους οπαδούς του συνδέσμου, χόρευε μαζί τους, οι περισσότεροι από αυτούς αγέννητοι όταν ο ίδιος φορούσε τη φανέλα της ομάδας. Το 2017 βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο του συλλόγου, φίλησε το χορτάρι και αποθεώθηκε από το κοινό. Η τελευταία του επίσκεψη ήταν το 2019. Τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και στις 19 Ιουλίου του 2020 η άσχημη είδηση στενοχώρησε τον κόσμο της Σεβίλλης. Μετά από επιπλοκές σε μία επέμβαση, άφησε την τελευταία του πνοή στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Τα αφιερώματα από την επίσημη Σεβίλλη και τα μηνύματα αγάπης ήταν πολλά και συγκλονιστικά. Απόδειξη ότι το ποδόσφαιρο εξακολουθεί πέρα από τα στατιστικά να παραμένει ένα άθλημα συναισθημάτων. Εκεί που η αγάπη έχει τα δικά της κριτήρια και πέρα από τα γκολ, μετράει και άλλα πράγματα.