Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Το αγοροκόριτσο που σκόραρε στο Μπομπονέρα

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κυκλοφόρησε μια από τις κλασικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, με το αγαπημένο ζευγάρι της τότε καλλιτεχνικής σκηνής. «Η αρχόντισσα και ο αλήτης»  του 1968 έχει πρωταγωνιστή το φτωχόπαιδο Δημήτρη Παπαμιχαήλ να χορεύει γυμνόστηθο στο λιμάνι συρτάκι χωρίς να χαμπαριάζει από τις κακουχίες της ζωής. Την ίδια στιγμή, η κόρη ενός πλούσιου Κερκυραίου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, θέλει να κάνει την επανάστασή της και να μην παντρευτεί τον γαμπρό που της βρήκε ο πατέρας της Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Γι’ αυτό και το σκάει. Κάπως έτσι συναντά τον Παπαμιχαήλ και όλα παίρνουν τον δρόμο τους, με μία μικρή «ανατροπή» στο κλασικό σενάριο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Η Αλίκη, για να γλιτώσει, αποφασίζει να αλλάξει εμφάνιση και να γίνει αγόρι ώστε να μην την βρουν. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι συντελεστές της ταινίας θεώρησαν ότι στο άκρως “κοριτσίστικο” προσωπάκι της Βουγιουκλάκη αρκούσε απλώς ένα κοντό κούρεμα. Και κάπως έτσι, η Αλίκη έγινε ο γνωστός… Πίπης. Ο Παπαμιχαήλ συναντά τον Πίπη, αρχίζει να τον συμπαθεί (και όταν καταλαβαίνει ότι είναι γυναίκα την ερωτεύεται, σε ένα σεναριακό εύρημα που δεν πείθει ιδιαίτερα), η Αλίκη συνεχίζει να μιλάει κανονικά με τη ναζιάρικη φωνή της (και μου φαίνεται ότι φοράει μέχρι και κραγιόν) χωρίς κανείς να υποψιάζεται κάτι και το τέλος όπως φαντάζεστε οι περισσότεροι είναι χαρούμενο, σε μια από τις (κατά την ταπεινή μου άποψη) κακές και cringey ταινίες της εποχής, που όμως είχαν τεράστια επιτυχία.

Τα πράγματα όμως ήταν πολύ διαφορετικά από τις ταινίες της Finos Films, στο Μπουένος Άιρες εκεί κοντά στο 1940. Η Μαρία Έστερ Ντουφάου δεν είχε μπαμπά τον πλούσιο αντίστοιχο Παπαγιαννόπουλο, ούτε διασκέδαζε χορεύοντας συρτάκι στις όχθες του Ριό ντε λα Πλάτα. Έτσι κι αλλιώς, η γειτονιά της Βίγια Ουρκίσα, δεν είναι παραλιακή. Εκεί γεννήθηκε η Μαρία. Εκεί παράτησε την ίδια και τη μητέρα της ο μέθυσος πατέρας της. Εκεί ορφάνεψε, όταν έχασε τη μητέρα της από φυματίωση, ενώ η ίδια ήταν μόλις 6 ετών. Η Μαρία έγινε ένα παιδί του δρόμου. Έμπαινε σε ορφανοτροφεία και δραπέτευε. Και όταν μεγάλωσε, τα ορφανοτροφεία αντικαταστάθηκαν από αναμορφωτήρια, καθώς έκλεβε για να ζήσει, και αργότερα από ψυχιατρικά ιδρύματα. Η νεαρή κοπέλα πάντα ήθελε να φεύγει, να ξεφεύγει και πάντα κατέληγε στον δρόμο.

Ο κόσμος ήταν δύσκολος και σκληρός όμως για ένα κορίτσι και έτσι η Μαρία αποφάσισε να γίνει Αλίκη, αλλάζοντας την εμφάνισή της. «Ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα για τους άντρες στον δρόμο», θα δηλώσει χρόνια μετά. Για να μπορέσει να επιβιώσει έπρεπε να γίνει αντράκι. Η διαφορά ήταν βέβαια ότι η Μαρία δεν ήταν μια χαριτωμένη κοπέλα όπως η Βουγιουκλάκη, ήταν μάλλον κομματάκι άσχημη, χωρίς πολύ θηλυκά χαρακτηριστικά και μπορούσε να ξεγελάσει τον κόσμο. Ο Πίπης του Μπουένος Άιρες, πήρε το όνομα “Ραουλίτο”, το χαϊδευτικό το Ραούλ. Κι αν στη ταινία μας, μόνο οι ηθοποιοί δεν φαίνονταν να καταλαβαίνουν ότι ο Πίπης ήταν αγόρι, στην πραγματική ζωή ο Ραουλίτο τα κατάφερνε μια χαρά να περνάει ως αγόρι, νιώθοντας και αρκετά πιο άνετα έτσι. Η Μαρία έβριζε σαν ο χειρότερος λιμενεργάτης, μιλώντας με την αργκό του τοπικού Αργεντίνου “μάγκα”, συμπεριφερόταν σαν άντρας, κάπνιζε και έπινε μπύρες. Έβγαζε χρήματα ως άλλος Βασιλάκης Καΐλας, κάνοντας τον λούστρο ή αυτό που λένε στην Αργεντινή “callinita”, το παιδί που μοιράζει τις εφημερίδες.

Τα φιλαράκια

Και φυσικά της άρεσε η μπάλα και πιο συγκεκριμένα, η Μπόκα. «Κανείς δεν με έκανε Μπόκα, ήξερα ότι αυτά τα χρώματα θα μου έδιναν πολλές χαρές», είχε πει. Και πιθανότατα αυτές ήταν και οι μοναδικές της χαρές. Η Μαρία δεν μπορούσε να βρει τη θέση της μέσα στην κοινωνία, η απόφασή της να κάνει το αγόρι ήταν δείγμα «ψυχικής ανισορροπίας» και δεν υπήρχε κανείς να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τα προβλήματά της, είτε οικονομικά, είτε ψυχολογικά. Φανταστείτε ένα κοριτσάκι να μένει χωρίς γονείς στα 6 και να μην έχει κανέναν. Αλλά η Μπόκα βρισκόταν εκεί. Τόσο πολύ που η Ραουλίτο πήγε να δοκιμαστεί στις ομάδες της, μέχρι που οι άνθρωποί της κατάλαβαν ότι δεν ήταν αγόρι. «Ήθελα πολύ να παίξω στην Μπόκα. Πήγα να δοκιμαστώ μια μέρα, αλλά ήμουν γυναίκα και δεν μπορούσα να παίξω με τους άντρες. Είχα και τα δύο πόδια, έκανα την παλομίτα, και είχα όρεξη για δουλειά». Μπορεί η Ραουλίτο να μη φόρεσε τη φανέλα της Μπόκα, μπορούσε όμως να πηγαίνει στο Μπομπονέρα και να φωνάζει για την αγαπημένη της ομάδα. Στη σημερινή εποχή θα είχε βρει άνετα θέση στη γυναικεία ομάδα της Μπόκα, δεν θα ήταν στιγματισμένη. Εκείνα τα χρόνια τα πράγματα ήταν διαφορετικά όμως για μια κοπέλα που παρίστανε τον άντρα.

Η Ραουλίτο με τον καιρό εξελίχθηκε σε μια κλασική μορφή της εξέδρας και ήταν πολλοί αυτοί που αναγνώριζαν την κοπέλα με το χαρακτηριστικό ντύσιμο, τα καμώματα στο γήπεδο και τις τρέλες που έκανε. Φορούσε πάντα τα χρώματα της Μπόκα και σε μεγαλύτερη ηλικία έβαψε τα μαλλιά της στο χρυσαφένιο χρώμα του συλλόγου. Η Μαρία είχε ήδη μια επαφή με τον κινηματογράφο, όταν το 1948 συμμετείχε ως κομπάρσος στην ταινία “La pelota de trapo“. Η ταινία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανική για την ίδια. Η υπόθεση είχε να κάνει με ένα αγόρι από μια φτωχογειτονιά που ήθελε να γίνει αστέρι του ποδοσφαίρου. Τα παιδιά είχαν μια μπάλα από κουρέλια (όπως μεταφράζεται ο τίτλος) και το όνειρό τους ήταν να καταφέρει η ομάδα τους να αγοράσει μια δερμάτινη. Αργότερα, ο πρωταγωνιστής τα καταφέρνει, γίνεται σταρ του ποδοσφαίρου, αλλά με την ομάδα να πηγαίνει για πρωτάθλημα, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και ανακαλύπτει ότι έχει πρόβλημα στην καρδιά και πρέπει να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Τελικά αποφασίζει μαζί με τον γιατρό να κρατήσουν το μυστικό από κοινού μέχρι να τελειώσει η σεζόν, να πάρουν το πρωτάθλημα κι ο παίκτης να μπορέσει να πάρει τα χρήματα του τίτλου. Η ταινία θεωρείται θρυλική και μάλιστα οδήγησε στη δημιουργία ενός συλλόγου με το ίδιο όνομα με την ομάδα των παιδιών. Η Σακατσίσπας είναι μια ομάδα στην Αργεντινή που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ταινίας και υπάρχει μέχρι και σήμερα.

Στην ομώνυμη ταινία του 1975 τον Ραουλίτο υποδύεται η ηθοποιός Μαριλίνα Ρος

Αυτό το πέρασμα όμως από την ταινία του 1948 δεν ήταν η μοναδική στιγμή της Μαρίας. Το 1975 γυρίζεται μια ταινία βασισμένη στη ζωή της Μαρίας. Η ταινία με το όνομα “La Raulito” γίνεται επιτυχία, αν και η αλήθεια είναι ότι η ηθοποιός που την υποδύεται είναι αρκετά πιο όμορφη, τουλάχιστον είναι πιο πιστευτή από την Αλίκη-Πίπη. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία θεωρήθηκε επιτυχημένη καθώς προσπάθησε να προσεγγίσει τη ζωή της Ραουλίτο. Τα όσα δύσκολα πέρασε, την συνεχή ανάγκη να απελευθερώνεται, να δραπετεύει και το πόσο σημαντική ήταν η μπάλα και η Μπόκα για τη Μαρία, αγγίζοντας τη βία, την ανομία, τα τραύματα των παιδικών ετών που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2009, θα γυριστεί και ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της με τίτλο La Raulito – Golpes Bajos, από τον Εμιλιάνο Σέρα. Η κάμερα ακολουθεί την Ραουλίτο στο γηροκομείο, στο γήπεδο, στον δρόμο και περνάει αφιλτράριστα τα όσα λέει.

Το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ με την Μαρία να τραγουδάει, να πανηγυρίζει, να βρίζει, να λέει ιστορίες από τη ζωή της και συμβουλές από την εμπειρία της.

Με την ταινία της, η Ραουλίτο πλέον γίνεται διάσημη, αυτό όμως δεν αλλάζει πολλά στη ζωή της Μαρίας. Θέλει απλώς να βλέπει την Μπόκα. Ζει για την ομάδα. Και μπορεί το όνειρό της να φορέσει τη φανέλα του συλλόγου να μη γίνεται ποτέ πραγματικότητα, θα καταφέρει όμως να πατήσει χορτάρι. Και όχι μόνο. Βρισκόμαστε στο 1980. Η Μπόκα περνάει πέτρινα χρόνια. Οι προπονητές αλλάζουν, αλλά είναι προφανές ότι δεν υπάρχει το κατάλληλο υλικό. Η ομάδα παραπαίει. Στις 13 Ιουλίου η Μπόκα υποδέχεται την Εστουδιάντες. Ο κόσμος είναι απογοητευμένος, εξοργισμένος. Το σκορ είναι 0-0. Η Μαρία βλέπει την μπάλα κάπου στη μέση του γηπέδου και λέει «εγώ θα βάλω το γκολ». Πηδάει, παίρνει την μπάλα, ξεχύνεται στην… αντεπίθεση και με ένα ωραίο δεξί σκοράρει το γκολ, εν μέσω αποθέωσης από το κοινό και χαμόγελα από τους παίκτες. Ο διαιτητής φωνάζει, η αστυνομία μπουκάρει, η Μαρία φιλάει τα δίχτυα και τρέχει να σωθεί. Βρίσκει καταφύγιο στα αποδυτήρια των φιλοξενούμενων, αλλά τελικά την πιάνουν. Οι παίκτες της Μπόκα εμπνέονται και τελικά η ομάδα τους κερδίζει με 2-0. Ο κόσμος λέει ότι η Μαρία έδωσε την έξτρα ώθηση. Είναι η πιο λάιτ από τις συλλήψεις της ζωής της.

«Μου είπαν ότι εξαιτίας μου, θα τιμωρούσαν την έδρα μας. Τελικά δεν έγινε τίποτα. Αυτό το γκολ που έβαλα στο Μπομπονέρα είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής μου».

Η Ραουλίτο είχε αποκτήσει καλτ υπόσταση στην εξέδρα. Γνώρισε από κοντά τον Μαραντόνα και είδαν μαζί ματς, ενώ στο Μουντιάλ του 1994 έκανε δηλώσεις όταν ο Ντιεγκίτο πιάστηκε ντοπέ. Πέρασε πολλά χρόνια μπαινοβγαίνοντας σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, μέχρι που η κυβέρνηση της Αργεντινής την μετέφερε σε ένα γηροκομείο. Χρειάστηκε μάλιστα να δοθούν ειδικές οδηγίες και η Μαρία να έχει το έξτρα δικαίωμα να μπαίνει και να βγαίνει από το γηροκομείο, όταν παίζει η Μπόκα. Μια διάσημη ηθοποιός της κάνει δώρο μια τηλεόραση για να μπορεί να βλέπει τα ματς όταν δεν βρίσκεται στο γήπεδο ή η Μπόκα παίζει κάπου μακριά ή όταν αργότερα η υγεία της δεν το επέτρεπε. Έχει πρόσβαση στα αποδυτήρια, στα μπάρμπεκιου των παικτών, είναι μια οπαδός VIP που ζει σε ένα γηροκομείο, αλλά στο Μπομπονέρα οι πόρτες είναι πάντα ανοιχτές γι’ αυτή.

Μια από τις πιο ιστορικές φωτογραφίες της Ραουλίτο.

Η Μαρία κατάφερε να γίνει μια από τις αγαπητές οπαδούς της Μπόκα, παρά τα καμώματά της ή και εξαιτίας τους (όπως βλέπουμε και στην παραπάνω φωτογραφία). To 2006, o πρόεδρος τη Μπόκα Μαουρίσιο Μάκρι (και μετέπειτα πρόεδρος της χώρας) έρχεται σε συμφωνία με ένα νεκροταφείο του Μπουένος Άιρες και οι οπαδοί της Μπόκα αποκτούν το δικό τους χώρο για να θαφτούν. Ένας χώρος για περίπου 3.000 άτομα, αποκλειστικά για οπαδούς του συλλόγου. Η τιμή κυμαίνει από 500 μέχρι 3.000 δολάρια, ανάλογα με τη θέση, αν ο τάφος… κοιτάζει προς το Μπομπονέρα, αν το γρασίδι προέρχεται από το γήπεδο και αν θα υπάρχουν λουλούδια στα χρώματα του συλλόγου. Ο θρύλος της Μπόκα Ουμπάλντο Ρατίν θα πει: «είναι τόσο όμορφο, που σε κάνει να θες να μείνεις εδώ». Οι ποδοσφαιριστές Ροντρίγκο Παλάσιο κι ο Γκιγιέρμο Μπάρος Σκελότο επισκέπτονται την κυρία Μαρία και της δίνουν τα… χαρτιά ενός τάφου στο όνομά της, είναι δικός της. Όσο μακάβριο και αν ακούγεται, είναι από τα καλύτερα δώρα για την ίδια. Μαζί, της χαρίζουν και ένα αναπηρικό καροτσάκι στα χρώματα του συλλόγου.

Τον Δεκέμβριο του 2007 σπάει το ισχίο της και η υγεία της χειροτερεύει. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 2008 φεύγει από τη ζωή. Την ίδια μέρα που η Μπόκα δίνει ένα κρίσιμο ματς με την Κρουζέιρο για το Λιμπερταδόρες. Το Μπομπονέρα κοχλάζει, αλλά για ένα λεπτό σωπαίνει. Ένα λεπτό σιγής για να τιμήσει τη μνήμη της Μαρίας. Οι παίκτες την αποχαιρετούν με μία νίκη. Η Μπόκα των Ρικέλμε-Παλέρμο, αλλά και των πιο δικών μας Φαμπιάν Βάργκας και Χεσούς Ντάτολο (που σκόραρε το δεύτερο γκολ της Μπόκα) κερδίζει την Κρουζέιρο με 2-1 για τη τη φάση των 16 στο Κόπα Λιμπερταδόρες. Οι παίκτες τους οποίους λάτρευε και έλεγε ότι ένιωθε μητέρα όλων. «Ο ένας είναι ξανθός, ο άλλος είναι σκουρόχρωμος, αλλά είσαι η μητέρα τους και τους βλέπεις όλους με τον ίδιο τρόπο. Για μένα είναι όλοι ίδιοι, τους αγαπώ εξίσου. Αν είσαι Μπόκα, πρέπει να αγαπάς τους παίκτες, την ομάδα, αν δεν αγαπάς τον τεχνικό διευθυντή, δεν αγαπάς κανέναν, μείνε καλύτερα στο σπίτι». Συμπαθούσε τον Κάρλος Μπιάνκι (γιατί είχε φοβερή κουλτούρα, όπως έλεγε), τον «Τότο» Λορένσο γιατί της έδινε χρήματα να πάρει σάντουιτς, αλλά και τον Άλφιο “Κόκο” Μπασίλε. Η ζωή της ήταν τραγική. Έμεινε ορφανή, πέρασε δύσκολα, χρειάστηκε να υποδυθεί τον άντρα για να επιβιώσει σε έναν σκληρό κόσμο που δεν είχε θέση γι’ αυτή και τη ξεχωριστή της προσωπικότητα. Πέρασε από αναμορφωτήρια και φυλακές, έκανε μικροκλοπές και αντιμετώπισε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα (στο τέλος της ζωής της έπαιρνε φάρμακα για να μην είναι επιθετική προς άλλους φιλοξενούμενους στο γηροκομείο καθώς πάθαινε κρίσεις, παρόλα αυτά δεν μπορούσαν να της στερήσουν τις επισκέψεις στο γήπεδο). Τελικά βρήκε τη μοναδική χαρά της, το μοναδικό πράγμα που γέμισε φως στη ζωή της, το κίτρινο και το μπλε. Τη γειτονιά της Μπόκα, το Μπομπονέρα και μια μπάλα που ήθελε να κλωτσήσει κάτι που κατάφερε ένα απόγευμα του 1980.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ποδόσφαιρο Λατινικής Αμερικής, Προσωπογραφίες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ήρωες που δεν ξέρουμε: Φιλίπ Βινιολό

Το παιχνίδι της Γαλλίας με την Ουγγαρία είχε τελειώσει. Ο Κιλιάν Μπαπέ, σίγουρα κομματάκι απογοητευμένος από το τελικό αποτέλεσμα, θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί με διάφορα πράγματα. Είναι ένας σούπερ σταρ. Θα μπορούσε ακόμα να είχε βγει να μιλήσει γι’ αυτά που άκουγε από εκείνα τα γλυκύτατα αγόρια με τα μαύρα στο πέταλο των φανατικών […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ο πιο δύσκολος αγώνας

Είναι από τα κλισέ που είναι αληθινά. Η υγεία πάνω από όλα. Και το έμαθε καλά αυτό ο Χoνάς Γκουτιέρες, ο ποδοσφαιριστής που κυρίως γνωρίσαμε από τους πανηγυρισμούς του με την μάσκα του σπάιντερμαν. Μετά από την παρουσία του στην Μαγιόρκα ο Γκουτιέρες μετακόμισε στην Αγγλία όπου από το 2008 έπαιζε στη Νιουκάστλ και αγαπήθηκε […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *