Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Αφονσίνιο: ο άνθρωπος που κέρδισε μια δικτατορία

Ήταν τέτοιες μέρες του 2016 όταν ένας καλοσυνάτος, και αρκετά σοφιστικέ γεράκος από την Βραζιλία, βρέθηκε στο Μπιλμπάο και συγκεκριμένα στο φεστιβάλ Thinking Football Film. Ο λόγος πολύ συγκεκριμένος. Για να παραλάβει το βραβείο κοινού, μαζί με τον σκηνοθέτη Πέδρο Άσμπεγκ, για το φιλμ του δεύτερου «Democracia em preto e branco». Ο καλοστεκούμενος, χαμογελαστός και γενειοφόρος γεράκος ήταν ο Αφόνσο Σέλσο Γκαρσία Ρέις, γνωστότερος ως Αφονσίνιο. Παλαίμαχος ποδοσφαιριστής που διέπρεψε, εντός και εκτός των γηπέδων, σε μια σκληρή περίοδο για την χώρα του καθώς τα χρόνια που συνήθως μάγευε στον άξονα των ομάδων που είχαν την τιμή να φορά την φανέλα τους, ως ένα άκρως εγκεφαλικό «οχταροδεκάρι», η χώρα του καφέ, της σάμπα, και του Πελέ, διοικούνταν από στρατιωτική δικτατορία. Μία από τις πιο σκληρές, και βίαιες, της Λατινικής Αμερικής, σε μια εποχή που σε πολλά μέρη του «πολιτισμένου» κόσμου οι δολοφονίες, οι βασανισμοί και η κάθε είδους καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν καθημερινό, και συνηθισμένο, φαινόμενο. Η δικτατορία της Βραζιλίας έφτασε στο τέλος της τον Μάρτιο του 1985, σε μια περίοδο που ο Αφονσίνιο είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και είχε αφοσιωθεί σε αυτό που είχε σπουδάσει. Φυσικοθεραπευτής. Την ώρα που ο Άσμπεργκ μιλούσε συγκινημένος στο κοινό των Βάσκων, χαρίζοντας το χρηματικό έπαθλο στην Ακαδημία ποδοσφαίρου για άπορα παιδιά που έχει ιδρύσει ο Αφονσίνιο στο νησί Πακέτα της Βραζιλίας, μια μεγάλη μερίδα του ποδοσφαιρικού κοινού της Ισπανίας, και κατ’ επέκταση της Ευρώπης, άρχιζε να σκαλίζει την ιστορία του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή. Από εκείνα τα χρόνια όλοι είχαν ακούσει για την Δημοκρατία της Κορίνθιανς και τον σπουδαίο Σόκρατες, τον αρτίστα της Σελεσάο, αυτός εδώ γιατί είναι όμως σημαντικός, σκέφτηκαν οι περισσότεροι. Όταν η ιστορία του βγήκε στην επιφάνεια τότε κατάλαβαν κάτι που αρκετούς τους έκανε ακόμα και να ντραπούν. Ο Αφονσίνιο, μάλλον, ήταν σημαντικότερος.

Γεννημένος στις 3 Σεπτεμβρίου του 1947 στην Μαρίλια, ένα προάστιο του χαοτικού Σάο Πάολο, γνωστό επειδή έδωσε στην Βραζιλία τον αθλητή Τετσούο Οκαμότο, που έφερε στη χώρα το πρώτο της Ολυμπιακό μετάλλιο όταν και βγήκε δεύτερος στα 1500 μέτρα ελεύθερης κολύμβησης το 1958. Ο Αφονσίνιο για να φτάσει σε κάποια παραλία έπρεπε να διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα και κάπως έτσι η μπάλα, που ήταν κάτι σαν προέκταση του ποδιού του εκείνα τα χρόνια, όπως και τόσων παιδιών, έγινε η πρώτη μεγάλη αγάπη του. Από τα μικράτα του, όταν και μάγευε στις αλάνες, παίζοντας συνήθως ξυπόλητος για να μη χαλάει τα παπούτσια του, όλοι μιλούσαν για το νέο μεγάλο αστέρι της Σελεσάο. Αυτόν που θα έφτανε να ηγηθεί στην 11αδα της σε κάποιο μελλοντικό Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο ίδιος, απ’ την άλλη, όταν έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί, κουρασμένος μετά από το πολύωρο παιχνίδι, έβλεπε τον εαυτό του να ντριμπλάρει όπως ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής, ο Γκαρίντσα, φτάνοντας με την ομάδα της χώρας σε αυτό που όσοι έχουν κλωτσήσει μια μπάλα δεν γίνεται να μη το έχουν σκεφτεί. Όχι την παρουσία εκεί, αλλά την κατάκτησή του, με δικό του μάλιστα γκολ. Στα 15 του ξεκίνησε η επαγγελματική του καριέρα στην XV de Jau (ομάδα του Σάο Πάολο) και στα 19 του, σε μια περίοδο που η χώρα βρισκόταν ήδη κάτω από την στρατιωτική δικτατορία, ξεκίνησε η καριέρα του στην Μποταφόγκο. Ακριβώς την ίδια περίοδο ξεκίνησαν και τα προβλήματα.

Όσο μοναδικές ήταν οι παραστάσεις του στα γήπεδα της Βραζιλίας άλλο τόσο μοναδικός ήταν ο λόγος και η στάση του, πολιτική και κοινωνική, απέναντι σε κάθε μορφής αδικία που έβλεπε καθημερινά. Λάτρης της δημοκρατίας και με αριστερές καταβολές δεν άργησε να γίνει το κόκκινο πανί για την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία που έψαχνε να βρει τρόπους για  να τον «τιμωρήσει» σιωπηλά. Οι στρατιωτικοί έβλεπαν την λατρεία του κοινού προς το πρόσωπό του, ένα πρόσωπο που έμοιαζε περισσότερο με χίπη και όχι με ποδοσφαιριστή, και επέλεξαν να μη τον κυνηγήσουν, αφήνοντάς τον να χαρίζει θέαμα κάθε Κυριακή στον κόσμο. Το «άρτος και θεάματα» άλλωστε ήταν πάντα μια εξαιρετικά χρήσιμη τακτική στην αποχαύνωση του κοινού για κάθε δικτατορία. Έπρεπε όμως να βρεθεί μια τιμωρία που να πονέσει. Και βρέθηκε. Υπάρχουν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές που δεν πήραν ποτέ πρωτάθλημα. Υπάρχουν άλλοι σπουδαίοι που δεν πήραν ποτέ το Τσάμπιονς Λιγκ. Υπάρχουν άλλοι που δεν κατάφεραν να βρεθούν ποτέ σε ένα παγκόσμιο κύπελλο με τη χώρα τους. Υπάρχει και ο Αφονσίνιο που δεν κατάφερε να αγωνιστεί ούτε μία φορά με τα χρώματα της Σελεσάο. Ούτε καν σε φιλική αναμέτρηση. Όταν έβγαιναν οι κλήσεις και οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν τους εκάστοτε προπονητές γιατί δεν βρίσκεται κάπου εκεί και το δικό του όνομα εισέπρατταν πάντα περίεργες δικαιολογίες. Την μία είχε ενοχλήσεις, όπως μας είπε ο γιατρός της ομάδας του. Την άλλη, θέλουμε να δοκιμάσουμε ένα πιο αμυντικό σύστημα και αυτός είναι αρκετά φαντεζί βρε παιδιά. Την επόμενη, φταίει η φόρμα του. Μα σκόραρε χατ τρικ λίγες μέρες νωρίτερα. Έπαιζε με αδύναμο αντίπαλο, συμπλήρωναν. Λίγο καιρό αργότερα σταμάτησαν να ρωτούν απογοητευμένοι. Ο ίδιος πάντως μέσα από αυτή την «ήττα» και την απογοήτευση, βρήκε το κουράγιο και κατάφερε να πάρει την μεγαλύτερη «νίκη» τόσο για τον ίδιο, απέναντι σε ένα σάπιο σύστημα, όσο και για όλους τους ποδοσφαιριστές της χώρας του.

Ήταν 1971 όταν ο παίκτης και η Μποταφόγκο ήρθαν σε ολική ρήξη με τον σπουδαίο μέσο να ζητά να φύγει, ως ελεύθερος, για τη Σάντος. Φυσικά εκείνα τα χρόνια τον πρώτο λόγο τον είχε η ομάδα. Ακόμα και όταν το συμβόλαιο που είχε υπογράψει μαζί της ο παίκτης είχε ολοκληρωθεί. Αυτό που ολόκληρη η Ευρώπη το είδε, και το έμαθε, για πρώτη φορά το 1995 με την υπόθεση Μπόσμαν η Βραζιλία το έζησε εν μέσω δικτατορίας μάλιστα με νικητή τον Αφονσίνιο, όχι φυσικά σε κάποιο γήπεδο αλλά στις δικαστικές αίθουσες. «Πλήρωσα με τον χειρότερο τρόπο επειδή με θεωρούσατε για χρόνια ως πιθανό υποκινητή μιας εξέγερσης χωρίς να έχετε στοιχεία. Με κρίνατε ακόμα και επειδή έχω μούσια και μακριά μαλλιά» θα πει στο Δικαστήριο για το γεγονός πως δεν φόρεσε την φανέλα της εθνικής «δώστε μου τουλάχιστον την επαγγελματική μου ελευθερία». Και τα κατάφερε. Αν και συνέχισε να μη δέχεται κλήσεις για την εθνική. Τρία χρόνια αργότερα, με το στρατιωτικό καθεστώς να βρίσκεται στις τελευταίες του μέρες ο σκηνοθέτης Οσβάλντο Καλδέιρα θα κυκλοφορήσει το ντοκιμαντέρ «Passe Livre» μεταφέροντας μοναδικά στο κοινό εκείνα τα γεγονότα. Δείχνοντας ουσιαστικά αυτό που δεκαετίες τώρα οι περισσότεροι γνωρίζουμε αλλά ελάχιστοι μιλάμε γι’ αυτό. Το ποδόσφαιρο όσο κι αν είναι ένα υπέροχο, ένα πανέμορφο παιχνίδι με φανατικούς οπαδούς, θα είναι πάντα και ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο. Ένα κοινωνικό φαινόμενο συνδεδεμένο -πολλές φορές- άρρηκτα με τη χειρότερη πλευρά της πολιτικής, της εξουσίας και φυσικά του καπιταλισμού. Με μια γρήγορη αναζήτηση άλλωστε για το Μουντιάλ του Κατάρ μπορούμε να δούμε ένα μέρος της χειρότερης πλευρά του. Κι αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Το τραγούδι του Gilberto Gil για τον Αφονσίνιο που βρέθηκε στην ταινία του Καλδέιρα

Με τον Αφονσίνιο και την μοναδική του ιστορία ασχολήθηκε και ο σπουδαίος φιλόσοφος του ποδοσφαίρου, και της ζωής, ο λατρεμένος από μεγάλη μερίδα σκεπτόμενων ποδοσφαιρόφιλων, Ερίκ Καντονά, στην εξαιρετική σειρά ντοκιμαντέρ «Football Rebels». Σε ένα βίντεο 26 λεπτών, που είναι εύκολο να βρεθεί στο διαδίκτυο για όποιον θέλει, μας μεταφέρει μοναδικά ένα μέρος της ιστορίας του Αφονσίνιο και τον αντίκτυπο που είχε στη Βραζιλία εκείνης της εποχής. Όσοι θέλετε να μάθετε για τα σκληρά γεγονότα της στρατιωτικής δικτατορίας της Βραζιλίας υπάρχει, μεταξύ πολλών αναγνωσμάτων, και το βιβλίο «Βραζιλία: Ποτέ ξανά» που πρωτοκυκλοφόρησε στα τέλη των 70s. Και επειδή ζούμε σε αρκετά περίεργους καιρούς, με την ιστορία συνεχώς να κάνει κύκλους, συνήθως για τους λάθος λόγους, και το ποδόσφαιρο, όσο κι αν είναι υπέροχο να έχει αλλοιωθεί κατά πολύ (ή και ολοκληρωτικά) από το λαϊκό, και αληθινό, φαινόμενο που ήταν κάποτε, θα κλείσω με μια φράση του Αφονσίνιο που για μένα πρέπει να υπάρχει πάντα στο μυαλό όλων μας. «Το ποδόσφαιρο σήμαινε πολλά για μένα, το αγαπούσα, και το αγαπάω. Η κοινωνία όμως σήμαινε και θα σημαίνει πάντα περισσότερα».

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

ποδόσφαιρο Λατινικής Αμερικής, Προσωπογραφίες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η Κυριακή με την οικογένεια

Η Πουέρτο Μοντ δεν είναι η πιο γνωστή ομάδα του κόσμου. Ο μόνος πιθανός λόγος να την ξέρετε (εκτός αν ζείτε στη Χιλή) είναι το γεγονός ότι ο 41 ετών Σεμπαστιάν “Λόκο” Αμπρέου είναι παίκτης της, ένας άρρωστος με την μπάλα ποδοσφαιριστής που θέλει να κάνει αυτό που αγαπά, ανεξάρτητα από χρήματα. Η Πουέρτο Μόντ […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Γουέιν Ρούνεϊ, η μεγάλη επιστροφή

Βρισκόμαστε στα μέσα Αυγούστου 2002, οι οπαδοί της Τότεναμ έχουν ταξιδέψει από το Λονδίνο στο Λίβερπουλ για να παρακολουθήσουν το πρώτο παιχνίδι της αγαπημένης τους ομάδας και περιμένουν καρτερικά στις κερκίδες του Γκούντισον Παρκ την έναρξη του αγώνα. Μπροστά τους προθερμαίνεται η βασική ενδεκάδα της Έβερτον. Ανάμεσα τους βρίσκεται ένας πιτσιρικάς τον οποίο δεν αναγνωρίζουν. […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *