Τότε που ο σπουδαιότερος Βέλγος ποδοσφαιριστής χόρευε γυμνός σε μια αθηναϊκή ταράτσα…
Ο τίτλος είναι ήδη μεγάλος, θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερος με τη συμπλήρωση: “…και άλλες ιστορίες“. Γιατί υπήρξαν αρκετές.
Η λέξη κλειδί, όμως, είναι το “τότε“: το κείμενο δε μιλάει ούτε για τον Κουρτουά, ούτε για τον Λουκάκου, ούτε, έστω, για τον Εντέν Αζάρ. Όλα αυτά συμβαίνουν μερικές δεκαετίες πριν και τελειώνουν στις 3 Οκτωβρίου του 1982, όταν ο Ροζέ Κλαεσέν φεύγει από τη ζωή, μόλις στα 41 του, πιθανότατα επειδή ο ίδιος το θέλησε.
Ο Κλαεσέν, λόγω της σκανδαλώδους ζωής του, έγινε γνωστός με το παρατσούκλι “Ροζέ η Ντροπή [Roger la Honte]”, αναφορά, υποθέτουμε, σε ένα ομώνυμο λαϊκό ανάγνωσμα δικαστικής πλάνης και εκδίκησης, πολύ δημοφιλούς στην εποχή του, του οποίου η έκτη μεταφορά στον κινηματογράφο βγήκε το 1966 –Χωρίς Τιμή, στα ελληνικά, με συμμετοχή της Ειρήνης Παππά.
“Είναι αλήθεια ότι, αν το ήθελα, θα μπορούσα να είχα προσθέσει μερικά ακόμη χρόνια δόξας στην καριέρα μου. Δεν θέλησα όμως ποτέ να εξαρτώμαι από ένα σπορ το οποίο θα απαιτούσε να χαλιναγωγήσω την προσωπικότητά μου για να πετύχω. Δε θέλησα ποτέ να εξοικονομήσω τις δυνάμεις μου, δε θέλησα να τσιγκουνευτώ οτιδήποτε, δε θέλησα να κάνω σαν αυτούς που μαζεύουν λεφτά για να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους. Όπως έλεγε κι ο φίλος μου Ζακ Μπρελ, αυτός ο αληθινά μεγάλος ποιητής, η εξασφάλιση είναι η μετριότητα της ψυχής.”
Ο Κλαεσέν, o σπουδαιότερος Βέλγος ποδοσφαιριστής της εποχής του, “παίκτης του 20ού αιώνα” για την ομάδα με την οποία μεγαλούργησε, τη Σταντάρ Λιέγης -το γιγαντιαίο πορτρέτο του κοσμεί το γήπεδό της, το “Μορίς Ντιφράσν” ή απλώς “Σκλεσάν” ή “η Κόλαση” ή “το Καζάνι“-, δεν αγαπούσε την ασφάλεια αλλά προετοίμασε πολύ καλά την έξοδό του. Έναν μήνα πριν αφήσει τα εγκόσμια, κάλεσε τους φίλους του στο μπαρ που είχε ανοίξει όταν κρέμασε τα παπούτσια του, σήκωσε το καπάκι το τζουκ-μποξ και τους μοίρασε τα 45άρια βινύλια. Εκείνο το βράδυ, θυμάται ένας φίλος του, ακούσαμε δώδεκα φορές το Blue Eyes του Έλτον Τζον.
“Μετά τα ματς πήγαινα κι έπινα μπύρες με τους οπαδούς. Η απόλαυσή μου, όταν διηγούμουν πώς έβαζα γκολ, ήταν παρόμοια με την ευχαρίστηση αυτών που με άκουγαν. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τους σημερινούς ποδοσφαιριστές που φεύγουν σαν τους κλέφτες από το γήπεδο, χωρίς κουβέντα, σαν εργάτες που σχολούν από το εργοστάσιο“. Υπενθύμιση, για όσους έχουν την τάση να ωραιοποιούν το παρελθόν: οι “σημερινοί” ποδοσφαιριστές ήταν οι ποδοσφαιριστές σαράντα χρόνια πριν.
Η λατρεία, βέβαια, των οπαδών στο πρόσωπό του δεν είχε ταπεινά κίνητρα, δηλαδή τις κερασμένες μπύρες που μοιραζόταν μαζί τους. Ο Ροζέ ήταν ο παίκτης που κάθε φίλαθλος ονερεύεται (θεαματικός, εξαιρετικά ταλαντούχος, παθιασμένος, γενναιόδωρος) αλλά ταυτόχρονα και πολλά άλλα που, αν και δημιουργούν μύθους, μειώνουν δραματικά, όπως το παραδεχόταν και ο ίδιος στον επίλογο της βiογραφίας του, τα χρόνια της δόξας.
Ο Ροζέ Κλαεσέν άρχισε να παίζει μπάλα στα 12, μαθητής σε εκκλησιαστικό γυμνάσιο. Ήδη, οι αντιφάσεις που τον χαρακτήριζαν και οι μεταφυσικές του αναζητήσεις κατάφερναν να συνδυαστούν στα όνειρα που έτρεφε: ήθελε να γίνει ή μισθοφόρος στη Λεγεώνα των Ξένων ή ιερέας. Το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο όμως ήταν τόσο εκτυφλωτικό που τον αποκτά η παιδική ομάδα της Σταντάρ δίνοντας ένα ποσό-ρεκόρ· τους δικαιώνει σκοράροντας τρία-τρία τα γκολ. Στα 17 του, κι ενώ η Σταντάρ παίζει στους 8 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, περνάει στην πρώτη ομάδα. Την επόμενη χρονιά, το 1961, πρωταγωνιστεί στην κατάκτηση του δεύτερου πρωταθλήματος των Κόκκινων (Rouges ή Rouches). Θα ακολουθήσει και άλλο. Τη μεθεπόμενη, θα πρωταγωνιστήσει στην πρόκριση της Σταντάρ στα ημιτελικά του Πρωταθλητριών: ανοίγει το σκορ, μόλις στο 7΄, απέναντι στη Ρέιντζερς μέσα στο Καζάνι του Σκλεσάν – ρίξτε μια ματιά τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε καζάνι, με κερκίδες ορθίων και αστυνομικούς να σπρώχνουν τους θεατές για να μην πατάνε τη γραμμή του άουτ.
Τι άλλο ζητά ένας απλός φίλαθλος για να λατρέψει έναν πιτσιρικά με δαιμόνιο χαμόγελο και μάτια που γυαλίζουν; Θα δώσει πολλά περισσότερα.
Το θρυλικότερό του ματς είναι πάλι ευρωπαϊκό, πάλι στα προημιτελικά, του Κυπελλούχων αυτή τη φορά. Μάρτιος του 1967. Αντίπαλος η ουγγρική Βάσας Γκιόρ, θεωρητικά βατή. Μόνο που στο πρώτο ματς επικράτησε μάλλον πειστικά. Με το ζόρι οι Βέλγοι μείωσαν 2-1 λίγο πριν το τέλος. Στη ρεβάνς, στο κατάμεστο Σκλεσάν, το ξύλο που πέφτει είναι αδιανόητο. Κανονικό σφαγείο, μπροστά στα μάτια ενός άπραγου διαιτητή. Σε μια από τις πολλές διακοπές του παιχνιδιού, ένας Ούγγρος πατάει επίτηδες τον πεσμένο στο χορτάρι Κλαεσέν, θύμα ήδη ενός αιμοσταγούς φάουλ, και του σπάει το μπράτσο. Βγαίνει σφαδάζοντας στο φορείο, το γήπεδο κοντεύει να εκραγεί. Αλλαγές δεν επιτρέπονται. Οι Βέλγοι πρέπει να βάλουν τουλάχιστον ένα γκολ παίζοντας με 10 και χωρίς σεντερφόρ. Ή και όχι. Αρκετή ώρα αργότερα, ένας παίκτης εμφανίζεται από το πουθενά και απαιτεί να του επιτραπεί να παίξει. Ο Κλαεσέν, αφού ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι και μη δίνοντας καμία σημασία στις οδηγίες των αλλόφρονων γιατρών που προσπαθούν να τον εμποδίσουν, με το χέρι του δεμένο και ακινητοποιημένο πάνω στο σώμα, μπαίνει στο γήπεδο. Κι όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις κι ενώ σκουπιδάκια θα μπαίνουν σε χιλιάδες ζευγάρια μάτια στις κερκίδες, ο ηρωικός τραυματίας θα σκοράρει και θα δώσει και ασίστ. Εκείνη τη χρονιά θα βγει πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 10 γκολ. Την επόμενη χρονιά, πάλι με δικό του γκολ, η Σταντάρ θα αγγίξει την πρόκριση στα ημιτελικά με αντίπαλο τη Μίλαν του Τζάνι Ριβέρα. Παραμένει μέχρι σήμερα ο καλύτερος σκόρερ της Σταντάρ στα Κύπελλα Ευρώπης -22 γκολ σε μόλις 29 συμμετοχές.
Αυτά στο γήπεδο. Έξω από αυτό, η εικόνα είναι κάπως διαφορετική.
Ο Ντροπή, ήταν ελαφρά αγοραφοβικός σε κανονικές συνθήκες, πολύγλωσσος, καλλιεργημένος, μελαγχολικός, μανιακός βιβλιόφιλος και λάτρης της ποίησης και της κλασικής λογοτεχνίας -ο μεγάλος Βέλγος σκηνοθέτης Ζαν Πιερ Νταρντέν διηγείται ότι αγόρασε για πρώτη φορά βιβλίο, ένα του Ντοστογιέφσκι, όταν, φανατικός της Σταντάρ από παιδί, διάβασε σε ένα περιοδικό ότι το είδωλό του λάτρευε τον Ρώσο συγγραφέα. Όταν όμως ο Κλαεσέν έπινε λιγάκι, ή πολύ, λάτρευε κυρίως την πολυκοσμία, τις γυναίκες, τα ξενύχτια και τα αυτοκίνητα. ‘Επινε πολύ συχνά, κατά προτίμηση στα πολυάριθμα κλαμπ και μπαρ της ιστορικής συνοικίας Καρέ της Λιέγης. Ο προπονητής του, ο Μισέλ Πάβιτς, τον έψαχνε από μπαρ σε μπαρ για να τον πείσει να πάει για ύπνο κι όταν δε γινόταν πειστικός έβαζε τα μεγάλα μέσα· θρυλείται ότι ζήτησε τη συνεργασία της αστυνομίας, ώστε να συλληφθεί προληπτικά πριν από ένα κρίσιμο ματς και να τον φέρουν κατευθείαν με περιπολικό στο γήπεδο. Δεν ήταν η μόνη του εμπειρία με τη φυλακή. Μια φορά, κι ενώ έπνιγε στο αλκοόλ τον πόνο του για μια ερωτική απογοήτευση, τράκαρε ελαφρά ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο· για κακή του τύχη, ανήκε σε έναν αστυνομικό επιθεωρητή, μάλλον οπαδό αντίπαλης ομάδας, ο οποίος κατέφθασε τσατισμένος, ειπώθηκαν δυο κουβέντες παραπάνω, ίσως έπεσαν και μερικές ψιλές κλπ. Οχτώ μέρες φυλάκιση. Λίγα χρόνια αργότερα, βγήκε για να γιορτάσει το γκολ επί της Μίλαν, μπήκε ανάποδα σε ένα στενάκι και μετά αρνήθηκε να περάσει αλκοτέστ. Δεύτερη φυλάκιση, εν μέσω αυτογράφων και τραγουδιών “Allez les Rouges!” των άλλων κρατουμένων.
Και βέβαια, εκτός από περιπολικά, κυκλοφορούσε και με ασθενοφόρα -με αστικά δε νομίζουμε. Πολυάριθμοι τραυματισμοί λόγω πάθους και άγνοιας κινδύνου ακόμη και στις προπονήσεις, εφτά κατάγματα εντός γηπέδου, ανάλογος αριθμός κατεστραμμένων αυτοκινήτων, τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο μετά από τρακάρισμα, κλπ.
Αυτές του οι συνήθειες προβλημάτιζαν κάπως τη διοίκηση της Σταντάρ. Ήδη από τα πρώτα χρόνια, ο πρόεδρος Ροζέ Πετί, ανήσυχος εκτός των άλλων και για την κάκιστη διαχείριση των χρημάτων του -ο Κλαεσέν δεν δίσταζε να δίνει το πορτοφόλι του με το πριμ της νίκης μέσα, αν κάποιος ζητιάνος που τον αναγνώριζε του ζητούσε βοήθεια – αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα ώστε να βοηθήσει τον νεαρό αστέρι.
-Παιδί μου, αποφάσισα να δίνω τον μισό μισθό σου στη μάνα σου για να τα αποταμιεύει για λογαριασμό σου.
-Εντάξει. Την Κυριακή, πώς θα το κανονίσουμε; Η μάνα μου θα παίξει το πρώτο ή το δεύτερο ημίχρονο;
Αργότερα, ο πατρικός τόνος θα αλλάξει κάπως. Κάποια στιγμή και μετά από ποικίλες περιπέτειες -εξαφανίστηκε με τρεις (!) περιστασιακές γνωριμίες στη διάρκεια μιας τουρνέ στον Καναδά, το έσκασε πηδώντας από το μπαλκόνι πριν από ένα φιλικό στο Κονγκό – τιμωρείται με διακοπή συμβολαίου. Αποφασίζει να πάει για σκι. Μετά από ενάμιση μήνα κι ενώ η ομάδα παραπαίει, τον καλούν επειγόντως να γυρίσει. Καταφθάνει απροπόνητος, 4 γκολ επί της άτυχης Λιερσέν. Ο ίδιος υποστήριζε ότι η καλή ζωή ως παράγοντας επιτυχημένης αθλητικής επίδοσης ήταν πολύ υπερτιμημένη. “Πριν από το ματς με τη Βαλούρ (Ρέικγιαβικ), γνώρισα μια τύπισσα, μείναμε στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι, έφυγα, πήγα στο γήπεδο και έβαλα 5 γκολ. Είναι γελοίο να μας κλείνουν στο ξενοδοχείο! “.
Ίσως. Εκτός αν το ξενοδοχείο έχει ταράτσα…
Οι συμμετοχές του Ντροπή στην Εθνική Βελγίου υπήρξαν εξαιρετικά λίγες, αν και παραγωγικές (7 γκολ σε 17 ματς). Για ορισμένους έπαιξε ρόλο η παντοδυναμία της Άντερλεχτ και οι πιέσεις της στην Ομοσπονδία να μην εκτίθενται οι παίκτες της, ειδικά ο δικός της σταρ Πολ Βαν Χιμστ, σε τόσο κακές συναναστροφές. Για άλλους αρκεί μια ματιά στα κατορθώματα του Ροζέ, που τώρα μας φαντάζουν γραφικά ή διασκεδαστικά, αλλά που, μισό αιώνα πριν, φάνταζαν απαράδεκτα για μια συντηρητική κοινωνία όπως η βελγική. Ως μέλος της Εθνικής Ελπίδων είχε προλάβει να τιμωρηθεί με δυο χρόνια αποκλεισμό λόγω μιας πολύ καθυστερημένης επιστροφής από νυχτερινή έξοδο: “Βγήκαμε το βράδυ με τον Οντιλόν (Πολενίς, πρώτο σκόρερ στο Βέλγιο το 1968) να το γιορτάσουμε λίγο, αργήσαμε και μας περίμεναν το πρωί στον σιδηροδρομικό σταθμό. Πιστεύω πως τσατίστηκαν γιατί αναγκάστηκαν να κουβαλήσουν τις βαλίτσες μας“.
Το 1963 βρέθηκε με την Εθνική Ενόπλων στην Αθήνα, στην τελική φάση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του ΣΙΣΜ. Την πρώτη βραδιά, εντάξει, βγήκε να επισκεφθεί την ιστορική πόλη -είπαμε, ήταν κουλτουριάρης. Άργησε να γυρίσει αλλά ο μεγαλόψυχος συνταγματάρχης του τον συγχώρεσε. Την άλλη μέρα το πρωί, ανέβηκε στην ταράτσα του ξενοδοχείου, όπου και γδύθηκε εντελώς. Η μία εκδοχή ήταν ότι ήθελε να κάνει ηλιοθεραπεία, η άλλη ότι χόρεψε μπροστά στα αθώα μάτια των Αθηναίων που τον παρακολουθούσαν από τα γύρω μπαλκόνια. Τον φυγαδεύουν κακήν κακώς, οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν ότι οι Βέλγοι έφυγαν νύχτα μετά τα αίσχη τους, και μέσα στον πανικό η Ελλάδα κερδίζει το Βέλγιο και στη συνέχεια, με Δομάζο και Παπαϊωάννου, και το Παγκόσμιο.
Το 1968, ο Ροζέ είναι 27 ετών, έχει κάνει όλα όσα είπαμε, έχει μόλις βγει πρώτος σκόρερ, και αποφασίζει να ξενιτευτεί στη Γερμανία. Του ταίριαζε, λέει, καλύτερα το γενικότερο κλίμα και το στιλ παιχνιδιού. Η Αλεμάνια του Άαχεν δίνει απίστευτα λεφτά στη Σταντάρ (4.5 εκ. βελγικά φράγκα, ποσό ρεκόρ για μεταγραφή ξένου παίκτη στη Γερμανία). Τερματίζουν δεύτεροι. Εκατοντάδες θαυμαστές κάνουν κάθε δεκαπέντε μέρες τα 65 χλμ. που χωρίζουν τη Λιέγη από το Άαχεν για να τον καμαρώσουν.
Δυο χρόνια μετά θα γυρίσει στη Χώρα Που Δεν Υπάρχει. Ένας παλιός του τραυματισμός τον έχει αφήσει σκιά του εαυτού του. Σέρνεται από ομάδα σε ομάδα για μερικά χρόνια, μέχρι τα βάθη των ερασιτεχνικών κατηγοριών και μέχρι το μυστηριώδες και πρόωρο τέλος του.
Ο φίλος και συμπαίκτης του στην Εθνική, “το καλό παιδί” Πολ Βαν Χιμστ, θυμάται: “Ήταν φανταστικός και θεαματικός. Έκανε όσα δεν έκανα εγώ. Για μένα το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή μου. Ο Ροζέ έπαιζε μπάλα αλλά δεν ήταν η βασική του ασχολία. Ήθελε να ζήσει με ένταση και όλα όσα κινούνταν γύρω από το ποδόσφαιρο“. Σαν εργάτης που δεν σχόλασε ποτέ από το εργοστάσιο.
3 σχόλια σχετικά με το “Τότε που ο σπουδαιότερος Βέλγος ποδοσφαιριστής χόρευε γυμνός σε μια αθηναϊκή ταράτσα…”
“…ούτε, έστω, για τον Εντέν Αζάρ.”
Διακρίνω κάποιο υπονοούμενο για το μπυροκοίλι κύριοι;
Μισή χωματερή μου μπήκε στο μάτι. Φιλιά, σας αγαπάμε
Ποιος διαδίδει αυτές τις κακίες ότι το Βέλγιο δεν υπάρχει;