Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Μάο, Μαζεράτι και πατάτες: όσα θέλατε να μάθετε για τον Πάουλ Μπράιτνερ (τόμος 1ος)

Το 1967 είναι μια σημαντική χρονιά στην ιστορία της νεανικής αμφισβήτησης. Στις 2 Ιουνίου, στο Δυτικό Βερολίνο, ο 27χρονος φοιτητής Μπένο Όζενοργκ πέφτει νεκρός απο τις σφαίρες της αστυνομίας σε διαδήλωση διαμαρτυρίας για την επίσκεψη του Σάχη του Ιράν, Ρεζά Παχλεβί. Λίγους μήνες αργότερα δολοφονείται ο Τσε Γκεβάρα στις βολιβιανές Άνδεις. Ο Τσε εντάχθηκε αμέσως στην εικονογραφία της παγκόσμιας αμφισβήτησης -και της ποπ κουλτούρας. Ο Μπένο Όζενοργκ σημάδεψε κυρίως τη δυτικογερμανική κοινωνία. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση των αριστερών κινημάτων και κυρίως στη δημιουργία της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (Rote Armee Fraktion). Η οργάνωση αντάρτικου πόλεων, γνωστή και ως RAF ή Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ από τα ονόματα δυο ιδρυτών της, εμφανίστηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Μπένο και έδρασε για πάνω από είκοσι χρόνια, με μια σειρά ένοπλες επιθέσεις που σημάδεψαν την Ευρώπη και μια Δυτική Γερμανία που, δυο δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου, δυσκολευόταν να απαλλαγεί από τα ίχνη του -ο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, ο Καγκελάριος της χώρας από το 1966 ως το 1969, υπήρξε ναζί και αξιωματούχος του Χίτλερ…

Αν είσαι έφηβος και μεγαλώνεις σε αυτή τη Γερμανία, όσα συμβαίνουν την περίφημη χρονιά του 1967 δύσκολα σε αφήνουν αδιάφορο, ακόμη και αν απλώς παίζεις μπάλα, με κάποιο, χμ, αξιοπρόσεκτο ταλέντο, στην ESV Φρεϊλάσινγκ, κάπου στη Βαυαρία.

Κι αν έχεις την ξεχωριστή ευφυΐα και τον εκ γενετής εξαιρετικά τσατισμένο χαρακτήρα του Πάουλ Μπράιτνερ, σε διαμορφώνουν και χτίζουν έναν από τους μεγαλύτερους θρύλους του γερμανικού ποδοσφαίρου, τότε που αυτό ήταν στις πολύ μεγάλες δόξες του: «Ήμουν 16 όταν σκότωσαν τον Τσε. Ο θάνατός του επηρέασε πολύ την πορεία μου, με καθόρισε».

Βέβαια, τις θρυλικές μορφές πάντα τις συνοδεύουν ιστορίες που δεν είναι αληθινές, αν και θα ταίριαζε τόσο να ήταν… Μία από αυτές είναι η άρνηση (και) του Πάουλ να παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, στην Αργεντινή της αιμοσταγούς δικτατορίας του Βιντέλα -παρόμοιος θρύλος κυκλοφορεί και για τον Κρόιφ αλλά οι επιμελείς αναγνώστες του Σομπρέρο γνωρίζουν την αλήθεια, θα κάνουμε τεστ μετά.

Θα ταίριαζε, πράγματι, πολύ στον Μπράιτνερ, γνωστό με το παρατσούκλι Κόκκινος Κάιζερ, να κρατήσει τέτοια στάση απέναντι σε μια στυγνή δικτατορία. Αρκεί να κοιτάξουμε την παρακάτω φωτογραφία:

Υπάρχουν πολλές τέτοιες, της ίδιας περίπου εποχής, αρχές της δεκαετίας του 70, τραβηγμένες στο ίδιο δωμάτιο ενός μικροαστικού διαμερίσματος του Μονάχου, με μια ταπετσαρία που μυρίζει σεβεντίλα και που τη φανταζόμαστε καφέ-πορτοκαλιά· αλλού, στον τοίχο υπάρχει και το πορτρέτο του Τσε ή μια κονκάρδα με τον Αμερικάνο πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον να «Καταζητείται για φόνο», αλλού ο Μπράιτνερ ποζάρει με τον σκύλο του ή μια στοίβα βιβλία, διαβάζοντας μια μαοϊστική εφημερίδα ή το Μικρό Κόκκινο Βιβλίο με τη σκέψη του Κινέζου ηγέτη.

Παντού η ίδια αφάνα, οι φαβορίτες του Σταμάτη Κόκοτα και η γνωστή διαπίστωση ότι οι άνθρωποι τότε γερνούσαν νωρίτερα· ο μεσήλικας Πάουλ εδώ είναι δεν είναι 21 ετών. Έχει μόλις κάνει τη στρατιωτική θητεία του -με το ζόρι: όταν η στρατιωτική αστυνομία καταφθάνει ένα βράδυ για να ξετρυπώσει τον φυγόστρατο στο διαμέρισμα που μοιράζεται με τον Οϋλι Χένες, ο Μπράιτνερ κρύβεται στο υπόγειο για μερικές μέρες. Και είναι ήδη παικταράς: διεθνής στις μικρές εθνικές από τα 16, στην Μπάγερν από τα 19, στην φοβερή Εθνική Δ. Γερμανίας στα 20. Στα 21 είναι βασικός στην ομάδα που θα κερδίσει το Ευρωπαϊκό του 1972· το καταπληκτικότερο όμως ίσως είναι ότι την ίδια χρονιά θα ανακηρυχθεί από τους New York Times (!) «ήρωας της γερμανικής νέας Αριστεράς» και δε θα εννοούν τη θέση του στο γήπεδο.

Πουκάμισο ασορτί με την ταπετσαρία και γαβάθα για τις φλούδες (αλλά τις πετάμε έξω)

Όλα αυτά λόγω των φωτογραφιών και κάποιων προκλητικών, δεδομένης της εποχής και της συντηρητικής Βαυαρίας, απαντήσεών του σε ερωτήσεις δημοσιογράφων -σήμερα θα λέγαμε ότι τους τρόλαρε λίγο:

Το είδωλό μου; Ο Μάο Τσε Τουνγκ.

Διαβάζω Μαρξ, Λένιν και το Μικρό Κόκκινο Βιβλίο.

– Κύριε Μπράιτνερ, το μεγαλύτερο όνειρό σας; Το πρωτάθλημα; Το Παγκόσμιο Κύπελλο;

Όχι. Το όνειρό μου είναι η ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ.

Ίσως δεν ήταν τόσο μαοϊκός όσο δήλωνε και δεν ήταν ο μόνος. Από το 1966 και ειδικά μετά την επίσκεψη του Νίξον στο Πεκίνο, η Κίνα έμοιαζε στα μάτια των δυτικών με εξωτική πατρίδα ενός κομμουνισμού λάιτ, ιδιαίτερα φωτογενούς, καθώς το Κόκκινο βιβλίο, το σακάκι με τον γιακά «μάο» και το πορτρέτο του Μεγάλου Τιμονιέρη -σε αφίσα, κονκάρδα ή πίνακα του Άντι Γουόρχολ- αντιμετωπίζονταν ως αξεσουάρ μόδας κάθε ποπ νέου της εποχής. Οπωσδήποτε όμως ο Πάουλ μοιραζόταν αυτές τις, κάπως φλου αντι-μιλιταριστικές, αντι-ιμπεριαλιστικές και διεθνιστικές ιδέες, όπως και πολλοί νεαροί συμπατριώτες του, οι λεγόμενοι «Gammler», σαν να λεμε οι Γερμανοί μαλλιάδες μπίτνικς.

Διαφήμιση μαγιό με τον Οϋλι Χένες το 1973, όταν οι άνθρωποι γερνούσαν γρηγορότερα και τα σορτς ήταν κοντύτερα

Μέχρι να πραγματοποιηθεί το όνειρό του, δηλαδή φύγουν οι Αμερικάνοι από το Βιετνάμ, ο ήρωας της γερμανικής Αριστεράς θα μετρήσει τρία σερί πρωταθλήματα και ένα Πρωταθλητριών με την Μπάγερν, και το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1974. Θα ακολουθήσουν και άλλοι τίτλοι, στους οποίους θα είναι συνήθως πρωταγωνιστής.

Κερδίζει τα πάντα, παίζοντας με την ίδια άνεση επιθετικό χαφ ή στην αριστερή πλευρά της άμυνας, θέση στην οποία βρέθηκε κατά τύχη αρχές του 1971, ως λύση ανάγκης -ο ίδιος το έμαθε πέντε ώρες πριν το ματς- και την οποία, όπως και ο ίδιος λέει με σεμνότητα, άλλαξε για πάντα: «Δεν ήθελα να παίζω αμυντικός· το σιχαινόμουν, το μόνο που μπορούσες να κάνεις εκεί ήταν να μαρκάρεις. Όμως εγώ έπαιξα με δικό μου στιλ. Ο Ούντο Λάτεκ μού είπε ότι κανείς δεν είχε παίξει τόσο καλά στη θέση. Σ΄εκείνο το ματς με το Ανόβερο γεννήθηκε το παιχνίδι του Λαμ, του Κίμιτς, του Άλμπα, του Άλαμπα, του Ράμος. Εκείνη τη μέρα, οι πλάγιοι αμυντικοί απέκτησαν περισσότερα δικαιώματα».

Ακόμη και σε αυτό, λοιπόν, ένας απόηχος συνδικαλισμού. Χρόνια αργότερα, όταν θα φύγει από τη Γερμανία για την Ισπανία του Φράνκο και τη συντηρητικότατη Ρεάλ, επιλογή κάπως περίεργη και για τις δύο πλευρές, θα στηρίξει οικονομικά τους απεργούς εργάτες μιας μεγάλης ισπανικής μεταλλουργίας. Στην Ισπανία, όμως, η χούντα είχε καταργήσει το δικαίωμα στην απεργία. Σκάνδαλο! Κλήση σε απολογία από τη διοίκηση: «Θα κάνω ό,τι θέλω με τα λεφτά μου!».

Παρεμπιπτόντως, ήταν η μεγάλη αδυναμία του Σαντιάγο Μπερναμπέου (του ανθρώπου, όχι του γηπέδου) παρά την ιδεολογική άβυσσο που χώριζε τον ογδοντάρη εθνικιστή πρόεδρο της Βασίλισσας και τον ατίθασο παίκτη. Οι γνωστές φωτογραφίες έκαναν τον Ισπανό να διστάσει αρχικά, αλλά ο Γκίντερ Νέτζερ, ο οποίος ήδη έπαιζε στη Μαδρίτη του είπε να μην ανησυχεί: «Του αρέσει απλώς να προκαλεί, μια χαρά θα τα πάτε!». Κάτι ήξερε.

Ναι, αλλά το μποϊκοτάζ;

Ο Πάουλ Μπράιτνερ, πράγματι, όχι ήταν μόνο αποφασισμένος να μην κατέβει να παίξει με την Εθνική σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά έκανε τα πάντα για να πείσει και τους συμπαίκτες του. Όχι όμως το Παγκόσμιο που νομίζετε και όχι για τους λόγους που υποψιάζεστε.

Ιούλιος 1974. Παγκόσμιο στη Δ. Γερμανία και μια Εθνική ομάδα από χρυσάφι: Σεπ Μάγερ, Μπεκενμπάουερ, Φογκτς, Νέτζερ, Όβερατ, Γκερντ Μίλερ… Και ο νεαρός Πάουλ. Και μια αντιδικία με την Ομοσπονδία για τα πριμ. Ο Μπράιτνερ τσακώνεται με τον πολύ χλιαρό για τα γούστα του, Μπεκενμπάουερ, κάνει έξαλλο τον Χέλμουτ Σεν, και παίρνει τα ηνία της επανάστασης: «Αν δε μας δώσετε αυτό που ζητάμε δε θα κατέβουμε να παίξουμε». Τους τα έδωσαν.

Μέχρι τον τελικό κόντρα στην παρέα του Κρόιφ, ο Μπράιτνερ λάμπει με το μυαλό, τη δημιουργικότητά του, την αγωνιστικότητά του, τα πανίσχυρα σουτ του και βάζει δυο ωραιότατα γκολ, το μοναδικό στο ματς με τη Χιλή -ο ίδιος το θεωρεί το σημαντικότερο όλων- και ένα με τη Γιουγκοσλαβία:

Στον τελικό θα πάρει από το χέρι τους κεραυνοβολημένους συμπαίκτες του μετά το 0-1 στο δεύτερο λεπτό. Θυμόμαστε -με οδύνη, εμείς οι κροϊφικοί: στο 25΄ η Δ. Γερμανία κερδίζει πέναλτι, ο Γκερντ Μίλερ διστάζει καθώς έχει αστοχήσει μερικές φορές στην Μπουντεσλίγκα, ο Χένες έχασε ένα στον ημιτελικό. Ο Μπράιτνερ δεν καταλαβαίνει από τέτοια. 1-1. «Από μικρός θυμάμαι πως μου έλεγαν ότι έτσι γίνονται οι ήρωες».

Ο 22χρονος φοιτητής Παιδαγωγικής θα στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής έχοντας σκοράρει στον τελικό. Θα σκοράρει και στον χαμένο τελικό του 1982. Πόσοι έχουν σκοράρει σε δυο τελικούς Μουντιάλ; Πρόσφατα, με τον Μμπαπέ, έγιναν μόλις πέντε. Οι άλλοι: Βαβά, Πελέ, Ζιντάν.

Και η Αργεντινή το 1978;

Ο ήρωας του τελικού του 1974 θα προλάβει να (ξανα)τσακωθεί με την Ομοσπονδία του από το ίδιο βράδυ. Μποϊκοτάρει -χμμμ…- τη σχετική δεξίωση γιατί δεν επιτράπηκε να έρθουν και οι γυναίκες των παικτών. Είναι μόνο η αρχή. Λίγες μέρες αργότερα, αφού υπογράψει στη Ρεάλ («το όνειρό μου πάντα ήταν να παίξω στη Ρεάλ, δε μου ταιριάζει το γερμανικό στιλ παιχνιδιού, δηλώνει ότι δεν αισθάνεται «ούτε Γερμανός, ούτε, ακόμη λιγότερο, Βαυαρός» ενώ δεν ξεχνάει να στολίσει την Μπάγερν, αυτή την «νεόπλουτη ομάδα», και τον προπονητή του, ανίκανο «να επιβληθεί στους παίκτες». Εχουν προηγηθεί αμέτρητα επεισόδια: εντολές να κουρευτεί μετά το πρώτο του ματς και το πρώτο του γκολ με την Εθνική U-18, αποτροπιασμός του Σεν («είναι πορνό!»), βαρύ πρόστιμο από την Μπάγερν, ακόμη και σκέψεις να πωληθεί όταν φωτογραφήθηκε να πανηγυρίζει γυμνός τον πρώτο του πρωτάθλημα -«ούτε να πανηγυρίζουν δεν ξέρουν σε αυτή την κωλο-ομάδα»-, ατέλειωτες δικές του γκρίνιες: «η Εθνική είναι μόνο αεροδρόμιο-ξενοδοχείο-αεροδρόμιο», «στην Μπουντεσλίγκα όλα γίνονται για το χρήμα, δεν υπάρχει χώρος για τον σοσιαλισμό αλλά εγώ μένω πιστός στις ιδέες μου», «ο μόνος μου φίλος στο ποδόσφαιρο είναι ο Ούλι Χένες» κ.ο.κ.

Και η φυγή στην Ισπανία, στην ομάδα-σύμβολο του φρανκισμού: «Το μόνο που με στενοχωρεί είναι πως δε θα μπορώ να πάρω μαζί μου τα αυτοκίνητά μου». Τα πανάκριβα αυτοκίνητα που συνέλεγε, και που του χάρισαν ένα ακόμη παρατσούκλι: «ο μαρξιστής με τη Μαζεράτι».

Η διαβόητη Μαζεράτι του Μπράιτνερ

Οι δεσμοί με την Εθνική κόβονται. Καμία από τις δύο πλευρές δε γουστάρει την άλλη και αυτή η ταραγμένη σχέση διακόπτεται το 1975, μετά από ένα ματς με την Ελλάδα.

Ο Πάουλ Μπράιτνερ δεν πήγε, λοιπόν, στην Αργεντινή επειδή απλώς, τρία χρόνια πριν το Μουντιάλ, μετά τους τσακωμούς και τις δηλώσεις, έπεσε σε δυσμένεια και σταμάτησε να καλείται στην Εθνική,. Και, όπως θα δούμε παρακάτω, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα πήγαινε.

Τον Απρίλιο του 1978, παίκτης πια της Άιντραχτ Μπράουνσβαιγκ, με χρυσό συμβόλαιο που πλήρωνε η Jägermeister,  ιδιοκτησία ενός κολλητού τού Χέρμαν Γκέρινγκ, γράφει ένα άρθρο στο γερμανικό περιοδικό Στερν.  Κριτικάρει με οξύτητα τη χούντα του Βιντέλα και -τι έκπληξη!- τη δυτικογερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία.

Από την Άιντραχτ. Οι παλιότεροι θα θυμούνται πόσο μπροστά ήταν η συγκεκριμένη ομάδα, βάζοντας για πρώτη φορά σπόνσορα στη φανέλα.

Λέει πάνω-κάτω ότι, ναι μεν η Δ. Γερμανία πρέπει να πάει στην Αργεντινή, αλλά ότι οι ποδοσφαιριστές της πρέπει να δείξουν εκεί με κάθε τρόπο την αντίθεσή τους στο καθεστώς:

«Είναι οι κάτοχοι του τίτλου και γι΄αυτό επωμίζονται μια ιδιαίτερη ευθύνη. Δεν πρέπει να δεχτούν να γίνουν μαριονέτες. Ναι, οι αθλητές έχουν ως κύρια ασχολία το ποδόσφαιρο, δεν είναι όμως πολιτικά ευνούχοι».

Εισακούστηκε; Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, κάποιοι, μεταξύ των οποίων απροσδόκητα και ο Ρουμενίνγκε, εξέφρασαν την επιθυμία κάτι να κάνουν, συμβολικά, πριν το εναρκτήριο ματς με την Πολωνία, ίσως να αρνηθούν να χαιρετήσουν με χειραψία τον Βιντέλα. Άλλοι, όπως ο Μπέρντι Φογκτς απάντησαν με το γνωστό «ναι αλλά δε λέτε τίποτα για…» (όσα γίνονται στις κομμουνιστικές χώρες), ο Μάγιερ, ο οποίος είχε γυρίσει και ντοκιμαντέρ με τη Διεθνή Αμνηστία σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αργεντινή, ήταν αντίθετος με οποιαδήποτε διαμαρτυρία στη διάρκεια του Μουντιάλ, ενώ ο Μπερ της Χέρτα κερδίζει επάξια το βραβείο «Τζάνι Ινφαντίνο»:

«Κάθε μέρα ξοδεύω διακόσια μάρκα για φαΐ χωρίς να σκέφτομαι αυτούς που πεινούν στην Ινδία· όλοι αυτό κάνουμε. Δεν έχω να πω κάτι, πάω στην Αργεντινή για να κερδίσω και να βγάλω λεφτά».

Και οι εφημερίδες; Οι φίλαθλοι; Στην πραγματικότητα, το βασικό πρόβλημα των Δυτικογερμανών ήταν οι μέτριές τους εμφανίσεις στα φιλικά πριν την έναρξη του τουρνουά…

Τον Απρίλιο του 78, κανείς δεν υποψιάζεται ότι ο Μπράιτνερ θα ξαναγυρίσει στην Μπάγερν και, στα 30 του, στην Εθνική Δ. Γερμανίας. Όσα διασκεδαστικά θα γίνουν τότε αξίζουν ξεχωριστό κείμενο. Από το 1974 ως το 1977 όμως, θα ζήσει μια πλούσια αλλά βαρετή για τα γούστα του τριετία στη Μαδρίτη. Θα φύγει από κει, ως γνήσιος Γερμανός επειδή αισθανόταν ότι δε δούλευε αρκετά καθώς απλώς έπαιζε ποδόσφαιρο και σταμάτησε τις σπουδές του. Για να μη βαριέται, θα διαπαράξει και ένα άληστου μνήμης γουέστερν, τον Φριτζ τον Πατάτα.

Νέτζερ-Μράιτνερ: η Ρεάλ ως ροκ μπάντα

Ήδη όμως η εποχή έχει αλλάξει, βαδίζουμε προς τη χρυσή δεκαετία του 1980. Οι αντικομφορμιστές φοιτητές θα γλιστρήσουν ανεπαίσθητα προς τον ακομπλεξάριστο καπιταλισμό.

Ο μαρξιστής με τη Μαζεράτι και τα πούρα, που ποτέ δεν απαρνήθηκε τις αντιφάσεις του, θα ξυρίσει το μούσι του για μια χρυσοπληρωμένη διαφήμιση, που δε θα είναι  και η μόνη. Θα περάσει κι από τον πάγκο της Εθνικής Γερμανίας -για 17 (!) ώρες· οι άνθρωποι δεν αλλάζουν εντελώς παρότι μερικές φορές λοξοδρομούν…

Όπως έγραψε και ο Μεγάλος Τιμονιέρης Μάο Τσε Τουνγκ, «Πουθενά δεν υπάρχουν ευθείς δρόμοι».

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Προσωπογραφίες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Τα σοφά λόγια ενός τρελού

 Είναι λίγοι οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου που ξεχωρίζουν για τις καινοτόμες ιδέες τους και τη διαφορετική τους φιλοσοφία. Ένας μοναχικός φιλόσοφος του ποδοσφαίρου είναι ο Μαρσέλο Μπιέλσα, ένας προπονητής ιδιαίτερος, ένας άνθρωπος διαφορετικός. Μέσα σε μια καριέρα με πολλές προσδοκίες, αλλά και τεράστιες απογοητεύσεις με τα πράγματα να χαλάνε στο τέλος, ο “Ελ Λόκο” έχει […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Φίλιπ Λαμ: Η επιτομή της συνέπειας

“Θέλω να κάνω ένα βήμα πίσω, να ασχοληθώ με κάτι άλλο, να μάθω διαφορετικά πράγματα, να γνωρίσω νέους ανθρώπους”. Η αίθουσα συνεντεύξεων της Μπάγερν είναι κατάμεστη. O Φίλιπ Λαμ, χαλαρός και ψύχραιμος όπως πάντα, βρίσκεται για τελευταία φορά πίσω από τα μικρόφωνα, απαντώντας σε ερωτήσεις των εκπροσώπων του Τύπου. Ο Λαμ δεν είναι πολύ μεγάλος, για […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *