Όσα βάλουμε και όσα φάμε: Όταν η Φότζια ανέβηκε στη Σέριε Α
Στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s στο ιταλικό ποδόσφαιρο κυριαρχούσε η άμυνα. Οι προπονητές είχαν σαν ευαγγέλιο την ιδέα του “πρώτα κρατάμε ανέπαφη την εστία μας και αν έρθει κάνα γκολ μπροστά καλώς” και τα παιχνίδια με πολλά γκολ ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας. Το 1-0 δεν ήταν μια δύσκολη και αγχωτική νίκη. Ήταν το εθνικό σκορ και ένας θρίαμβος της τακτικής. Μιλάμε για μια εποχή που ο μέσος όρος των γκολ στη Σέριε Α με το ζόρι ξεπερνούσε τα δυο ανά αγώνα (στις μέρες μας είναι κοντά στα τρία/αγώνα). Για ένα πρωτάθλημα που τη σεζόν 93-94 η Μίλαν πήρε τον τίτλο βάζοντας 36 γκολ σε 34 αγώνες! Για μια διοργάνωση με ομάδες που τελείωναν τη χρονιά με 17, 18 και 20 γκολ, δηλαδή σχεδόν μισό γκολ ανά αγώνα (όλη η ομάδα, όχι ο πρώτος της σκόρερ)!
Σε εκείνη την εποχή, της δαιμονοποίησης της φουλ επίθεσης, η Σέριε Α υποδέχτηκε τη Φότζια του Ζντένεκ Ζέμαν το καλοκαίρι του 1991. Ο 44χρονος εκείνη την εποχή Τσέχος ήταν ένας μποέμ τύπος με ένα τσιγάρο μόνιμα τοποθετημένο στο στόμα του. Παρ’ότι είχε κλείσει ήδη μια εικοσαετία παρουσίας στην Ιταλία, η ποδοσφαιρική του κοσμοθεωρία δεν είχε επηρεαστεί στο ελάχιστο από την τάση που προαναφέραμε. Ο Ζέμαν δεν πίστευε στην καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου και στις νίκες με 1-0. Έβλεπε το παιχνίδι ως ψυχαγωγία και ο πρωταρχικός και εν τέλει μοναδικός του στόχος ήταν στο τέλος του αγώνα να έχουν διασκεδάσει όλοι: Οι παίκτες του, οι θεατές, οι τηλεθεατές αλλά και ο ίδιος. “Στην Ιταλία οι προπονητές φοβούνται πως αν χάσουν ένα ματς, μπορεί να χάσουν και τη δουλειά τους. Γι’αυτό και οι περισσότερες ομάδες προσπαθούν κυρίως να χαλάσουν το παιχνίδι του αντίπαλου, παρά να παίξουν οι ίδιες. Αυτό απέχει χιλιόμετρα από τη δικιά μου νοοτροπία”.
Τις ίδιες απόψεις μοιραζόταν και ο Πασκουάλε Καζίλο. Ο Καζίλο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μια πολύ πετυχημένη επιχείρηση και με τις κινήσεις του τη γιγάντωσε σε τέτοιο βαθμό που ο κόσμος τον αποκαλούσε “ο βασιλιάς των δημητριακών”. Σαν γνήσιος μεσήλικας Ιταλός, κάποια στιγμή αποφάσισε να εμπλακεί και στο ποδόσφαιρο και το 1986 αγόρασε τη Φότζια που αγωνιζόταν τότε στη Serie C. Μια μέρα ένας από τους συμβούλους του ανέφερε το όνομα ενός Τσέχου προπονητή που ακουγόταν πως κάνει καλή δουλειά και ο Καζίλο πήγε να παρακολουθήσει την τότε ομάδα του, τη Λικάτα, για να δει τι εστί Ζέμαν. Η Λικάτα έχασε εκείνη τη μέρα με 4-1 αλλά ο διορατικός επιχειρηματίας είχε δει όσα ήθελε να δει. Ο Ζέμαν μετακόμισε σύντομα στη Φότζια και ανέλαβε μια προβληματική ομάδα με πολύ μικρό ρόστερ που τότε είχε ως αρχηγό τον 26χρονο μέσο Ντέλιο Ρόσι. Το πείραμα δεν πέτυχε, καθώς τον σύλλογο βάραιναν κάποια εξωαγωνιστικά προβλήματα από το παρελθόν (ανάμεσα τους και μια τιμωρία -5 βαθμών). Όταν ο στόχος της ανόδου δεν επιτεύχθηκε, οι δρόμοι των δυο αντρών χώρισαν. Προσωρινά.
Το καλοκαίρι του 1989 ο Καζίλο ζήτησε από τον Ζέμαν να δοκιμάσουν ξανά. Η νέα Φότζια έκανε περίπατο τη σεζόν 90-91 στη Σέριε Β, έβαλε 20 γκολ περισσότερα από την επόμενη καλύτερη επίθεση και επέστρεψε στο Καμπιονάτο μετά από 13 χρόνια απουσίας. Ελάχιστοι όμως πίστευαν ότι θα μπορέσει να σταθεί εκεί με αξιώσεις. Το ασυνήθιστο ποδόσφαιρο της με την τακτική του μαζικού ανεβάσματος παικτών στο αντίπαλο μισό είχε πιάσει με ένα μυστήριο τρόπο στη δεύτερη κατηγορία αλλά στη Σέριε Α τα κόλπα αυτά δεν θα περνούσαν. Οι άμυνες ήταν απροσπέλαστες και όποια μικρή ομάδα τολμούσε να παραμελήσει τον κανόνα και να βγει μπροστά τόσο ριψοκίνδυνα, θα άφηνε πίσω τεράστιες τρύπες που οι ποιοτικοί επιθετικοί της κατηγορίας θα τιμωρούσαν εύκολα και άμεσα. Αρκετοί σκέφτηκαν ότι ο Ζέμαν θα άλλαζε τακτική και θα ακολουθούσε μια πιο συντηρητική προσέγγιση. Ο παράξενος Τσέχος έκανε το αντίθετο.
Στο πρώτο παιχνίδι της ζωής του στο Καμπιονάτο κατέβασε μια φουλ επιθετική Φότζια. Σε έναν αγώνα απέναντι στην Κυπελλούχο ΟΥΕΦΑ και επίδοξη πρωταθλήτρια Ίντερ. Μέσα στο Μεάτσα! Ο διασυρμός που περίμεναν πολλοί, δεν ήρθε ποτέ. Η Φότζια δεν κλείστηκε πίσω, έφτιαξε φάσεις, απείλησε αρκετά, προηγήθηκε στο δεύτερο ημίχρονο και τελικά έφυγε από το Μιλάνο με ένα σπουδαίο 1-1. Ο Ζέμαν είχε στείλει το πρώτο του μήνυμα. Δεν πρόκειται να αλλάξουμε τη φιλοσοφία μας για κανέναν. Δεν μας νοιάζει ποιος είναι ο αντίπαλος. Εμείς θα παίξουμε το παιχνίδι μας.
Ποιο ακριβώς ήταν το παιχνίδι τους; Η Φότζια κατέβαινε πάντα με ένα σύστημα 4-3-3 που συχνά μετατρεπόταν σε 2-3-5, με τον τερματοφύλακα να λειτουργεί και ως λίμπερο, την άμυνα να είναι ανεβασμένη πολύ ψηλά και τα δυο ακραία μπακ να ανεβαίνουν συνεχώς στην επίθεση για να δημιουργήσουν υπεραριθμίες. Κινήσεις που μπορεί να μας φαίνονται πολύ συνηθισμένες σήμερα αλλά φαίνονταν επαναστατικές τότε. Το μεγαλύτερο ατού της ήταν η διαρκής κίνηση. Όλη η Φότζια έτρεχε. Ασταμάτητα. Σε ένα ποδόσφαιρο που τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό αργό και όχι τελειοποιημένο στον τομέα της φυσικής κατάστασης, οι παίκτες του Ζέμαν έμοιαζαν σαν κομάντο. Και εν μέρει ήταν.
Πίσω από την επιθετική και καλλιτεχνική φύση του ποδοσφαίρου της κρυβόταν τεχνηέντως μια στρατιωτική πειθαρχία. Ο Ζέμαν ήξερε ότι για να έχει ελπίδες επιτυχίας αυτό που οραματιζόταν θα έπρεπε οι παίκτες του να τρέχουν περισσότερο από τους αντιπάλους. Γι’ αυτό και τους ξεθέωνε. Η σκληρή προπόνηση του απέκτησε διαστάσεις μύθου, με διάφορες ανέκδοτες ιστορίες από παίκτες που συνήθως κατέληγαν είτε με εμετούς, είτε με πόδια τόσο βαριά που αδυνατούσαν να ανέβουν τις σκάλες του σπιτιού τους. Η Φότζια έτρεχε και προετοιμαζόταν όλο το καλοκαίρι λες και θα πήγαινε σε πόλεμο. Τα ξημερώματα, το μεσημέρι κάτω από τον καυτό ήλιο, το βραδάκι, σε δάση, σε βουνά, σε λόφους, στις κερκίδες. Για την ακρίβεια, κυρίως στις κερκίδες. Η αγαπημένη άσκηση-μαρτύριο του Ζέμαν έστελνε τους παίκτες να ανεβοκατεβαίνουν για ώρα τα σκαλιά στις εξέδρες στο γήπεδο της, αφού προπονητικό κέντρο δεν υπήρχε ακόμα. Όταν οι δημοσιογράφοι του ζητούσαν να σχολιάσει τα παράπονα των παικτών για το τόσο τρέξιμο, αυτός έβαζε το τσιγάρο στο στόμα, έπαιρνε μια καλή τζούρα και απαντούσε: “Στην Πεσκάρα έμενα σε ένα σπίτι δίπλα στην παραλία. Σας πληροφορώ ότι κάθε πρωί στις 6 έβλεπες πάρα πολλούς ανθρώπους να τρέχουν. Και σκεφτείτε ότι εκείνους δεν τους πλήρωνε κανένας.”
Η δυσφορία των παικτών κρατούσε συνήθως μερικές εβδομάδες. Όταν η ομάδα έμπαινε στο γήπεδο και εφάρμοζε όλα όσα είχε δουλέψει και μάθει στην προετοιμασία, όλοι αντιλαμβάνονταν πως πίσω από τα βασανιστήρια που είχαν περάσει υπήρχε ένας καλός λόγος. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και ο παράγοντας «ηλικία». Ο Ζέμαν σόκαρε το ιταλικό ποδόσφαιρο παρουσιάζοντας ένα διαφορετικό στιλ παιχνιδιού για τις μικρές ομάδες, με ένα ρόστερ γεμάτο νεαρούς. Από τη βασική ενδεκάδα της Φότζια ούτε ένας δεν ήταν πάνω από 27 ετών! Οι περισσότεροι ήταν κοντά στα 23. Ακόμα και η επιθετική τριπλέτα, που τραβούσε σταθερά τα περισσότερα βλέμματα, ήταν πάνω στο άνθος της ηλικίας της.
Ο Σινιόρι και ο Μπαϊάνο ήταν 23 ετών ενώ ο Ραμπάουντι ήταν 25. Και οι τρεις μαζί είχαν βάλει την προηγούμενη σεζόν 46 γκολ στη Σέριε Β. Ο Ζέμαν τους πήρε άσημους και αδιάφορους νεαρούς των χαμηλών κατηγοριών και τους μετέτρεψε μέσα σε μερικούς μήνες σε μια από τις καλύτερες επιθέσεις της Ιταλίας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο, γνωστός μας από το πέρασμα του αργότερα από τον Ηρακλή, «Μπέπε» Σινιόρι. Όταν συναντήθηκε πρώτη φορά με τον Ζέμαν, τον άκουσε να τον καλωσορίζει με την ατάκα “γεια σου εκτελεστή”. Ο Σινιόρι τον κοίταξε απορημένος, πιστεύοντας ότι τον μπερδεύει με άλλον. “Εγώ 10αρι ήμουν. Μπορούσες να πεις τα πάντα για μένα αλλά σίγουρα όχι να με πεις εκτελεστή. Είχα βάλει 5 γκολ την προηγούμενη χρονιά κι αυτά μου φαίνονταν πάρα πολλά”. Ο Ζέμαν όμως δεν είχε κάνει λάθος. Με την καθοδήγηση του ο Σινιόρι έγινε επιθετικός κλάσης, κλήθηκε στην εθνική, αναδείχθηκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και τέλειωσε την καριέρα του ως ο 9ος καλύτερος σκόρερ στην ιστορία της Σέριε Α!
Η ισοπαλία στην έδρα της Ίντερ στην πρεμιέρα ήταν μια καλή πρόγευση για το τι θα ακολουθούσε. Από εκεί και μετά κάθε εντός έδρας αγώνας αποτελούσε μια μικρή γιορτή με καλεσμένους περισσότερους από 20.000 οπαδούς της Φότζια. Όχι πως εκτός έδρας η ομάδα άλλαζε πρόσωπο. Μόνο στον πρώτο γύρο έφυγε με ισοπαλία από το Ολίμπικο (1-1 με τη Ρόμα) και το Σαν Πάολο (3-3 με τη Νάπολι) ενώ νίκησε με ανατροπή (2-1) μέσα στο Αρτέμιο Φράνκι τη Φιορεντίνα. Οι απρόσμενες επιτυχίες συνεχίστηκαν στο δεύτερο γύρο: 2-1 τη Λάτσιο εντός έδρας, 1-0 τη Νάπολι, 1-1 μέσα στην έδρα της πρωταθλήτριας Σαμπντόρια. Ακόμα και οι ισοπαλίες της ήταν χορταστικές: 2-2 με την Ίντερ, 3-3 με τη Φιορεντίνα, 2-2 με την Κάλιαρι, 4-4 με την Αταλάντα!
Για τους οπαδούς του συλλόγου πάντως, πιο σημαντικά από όλα τα παραπάνω ήταν μάλλον τα δυο αποτελέσματα με τη «μισητή» Μπάρι: 4-1 θρίαμβος στον πρώτο γύρο με τον Μπαϊάνο να πετυχαίνει χατ-τρικ και μεγάλο διπλό με 1-3 μέσα σε ένα γεμάτο «Σαν Νικόλα» την άνοιξη. Ο Ζέμαν και οι παίκτες του ήταν οι νέοι ήρωες που διαφήμιζαν την πόλη με το όμορφο παιχνίδι τους. Ο Τσέχος λατρευόταν παντού, οι οπαδοί του έδιναν γλυκά πριν από τα παιχνίδια για γούρι κι αυτός δεν έχανε ευκαιρία να παίξει χαρτιά με οποιονδήποτε τον προσκαλούσε, είτε ήταν μια παρέα ηλικιωμένων σε ένα πάρκο, είτε κάποιοι εργάτες μετά το τέλος της βάρδιας τους σε κάποια αποθήκη.
“Όταν ήμουν στη Φότζια, ένα βράδυ που παίζαμε χαρτιά ως αργά με τον Σινιόρι, τον Ραμπαουντι και τον Μπαρόνε, μας ανακάλυψε ο Ζέμαν. Αντί να μας κατσαδιάσει, έκατσε και έπαιξε μαζί μας μέχρι το ξημέρωμα. Την επόμενη, όταν πήγαμε στο προπονητικό κέντρο είδαμε στον πίνακα ανακοινώσεων ότι είχαμε τιμωρηθεί με πρόστιμο για το ξενύχτι. Το τρομερό ήταν ότι κάτω από τα ονόματα μας υπήρχε και το όνομα του ίδιου του Ζέμαν, που είχε βάλει στον εαυτό του διπλάσιο πρόστιμο!”
Το τέλος της χρονιάς βρήκε την ομάδα στην 9η θέση. Ο μεγάλος στόχος της παραμονής είχε επιτευχθεί με χαρακτηριστική άνεση κι από ένα σημείο και μετά κάποιοι ονειρεύονταν ακόμα και έξοδο στην Ευρώπη. Η Φότζια τέλειωσε το πρωτάθλημα με τη δεύτερη καλύτερη επίθεση, πίσω μόνο από την σπουδαία Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο και των Ολλανδών. Τα 58 γκολ που έβαλε ήταν ένα νούμερο τρομακτικό για ομάδα που έχει μόλις ανέβει κατηγορία. Για να αντιληφθούμε πλήρως το μέγεθος του κατορθώματος, αρκεί να πούμε ότι τα προηγούμενα δυο χρόνια ούτε μια ομάδα στο πρωτάθλημα δεν είχε βάλει περισσότερα από 57! Βέβαια εκτός από τη δεύτερη καλύτερη επίθεση είχε και τη δεύτερη χειρότερη άμυνα αλλά αυτό μάλλον δεν ενόχλησε κανέναν.
Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά το στάδιο της έκπληξης και του θαυμασμού έρχονται οι προτάσεις. Το καλοκαίρι εκείνο στο γραφείο του Πασκουάλε Καζίλο έφτασαν προσφορές για όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές αυτού που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως “το θαύμα της Φότζια”. Ανάμεσα τους υπήρχαν και κάποιες για τον Ζέμαν. Ο Τσέχος τις απέρριψε αλλά για κάποιους από τους παίκτες του ήταν προτάσεις από αυτές που “δεν μπορείς να αρνηθείς”, όπως θα έλεγε κι ένας άλλος Ιταλός. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η ομάδα είπε αντίο στην επιθετική γραμμή της. Ο Σινιόρι πήγε στη Λάτσιο, ο Μπαϊάνο μετακόμισε στη Φλωρεντία και ο Ραμπάουντι κατευθύνθηκε προς το Μπέργκαμο και την Αταλάντα.
Ακόμα κι έτσι, ο Ζέμαν κατάφερε να κρατήσει το επίπεδο σε πολύ υψηλά για τα δεδομένα της ομάδας. Τα επόμενα δυο χρόνια τερμάτισε πρώτα στη 12η θέση και μετά ξανά στην 9η, μένοντας για λίγο εκτός των θέσεων που οδηγούσαν στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Το καλοκαίρι του 1994 η Λάτσιο τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στην πρωτεύουσα και χωρίς τον καθοδηγητή της η Φότζια υποβιβάστηκε την επόμενη χρονιά. Από τότε δεν επανήλθε ποτέ στη Σέριε Α.
Η παρουσία της όμως εκείνα τα τρία χρόνια σημάδεψε το ιταλικό ποδόσφαιρο της εποχής. Η ιστορία έγινε ντοκιμαντέρ με τον τίτλο “Zemanlandia”, τα ιταλικά ΜΜΕ συνεχίζουν μέχρι και σήμερα τα αφιερώματα για εκείνη τη φουρνιά, πολλοί ουδέτεροι φίλαθλοι αγάπησαν το σύλλογο και τον μνημονεύουν ακόμα ενώ αρκετοί από τους νεαρούς και άγνωστους παίκτες της έφτασαν ως την εθνική ομάδα και έκαναν μια τουλάχιστον καλή μεταγραφή.
Αυτές τις μέρες η Φότζια αγωνίζεται στα (χαοτικά) πλέι οφ της τρίτης κατηγορίας και παλεύει για να ανέβει στη Σέριε Β. Στον τελικό της Κυριακής θα αντιμετωπίσει τη Λέκο εκτός έδρας, με στόχο να ανατρέψει το 1-2 του πρώτου αγώνα. Οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ της αλλά μέχρι τώρα έχει δείξει πως είναι ικανή να ανταπεξέλθει ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.
Σε μια σειρά ημιτελικών γεμάτη ένταση και πάθος απέναντι στην Πεσκάρα, έφερε 2-2 εντός έδρας, στον επαναληπτικό βρέθηκε να χάνει 1-0 έως το 97′, κατάφερε να ισοφαρίσει στην τελευταία φάση και να στείλει το ματς στην παράταση. Εκεί έφαγε γκολ αλλά μπόρεσε πάλι να επιστρέψει στο παιχνίδι, να κάνει το 2-2 και να το πάει στα πέναλτι, όπου και τελικά πήρε την πρόκριση. Το τρομερό είναι ότι στους δυο πάγκους κάθονταν δυο πολύ γνωστές μορφές της πόλης. Προπονητής της Φότζια (και στο παρελθόν τρεις φορές προπονητής της Πεσκάρα) είναι ο, κάποτε αρχηγός της, Ντέλιο Ρόσι. Προπονητής της Πεσκάρα είναι ο Ζντένεκ Ζέμαν.