Αντριάν Μαρτίνες: ο «σκουπιδιάρης» που μπήκε φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε
Φανταστείτε ότι κοιμάστε στο σπίτι σας. Ότι έχετε πέσει για ύπνο ανέμελοι. Και μέσα στη νύχτα, ακούτε την πόρτα να σπάει και να μπουκάρουν μέσα ένα σωρό αστυνομικοί, σαν σκηνή από ταινία ή σειρά. Σε συλλαμβάνουν χωρίς πολλά πολλά, χωρίς να καταλάβεις τι έχεις γίνει και καταλήγεις στη φυλακή για κάτι που δεν έχεις κάνει. Είναι σενάριο θα πει κάποιος. Είναι ο χειρότερός μου εφιάλτης θα πει κάποιος άλλος. Είναι η πραγματικότητα για τον Αντριάν Εμανουέλ Μαρτίνες, τον Αργεντινό φορ που στα 31 του χρόνια παίζει επιτέλους σε μια μεγάλη ομάδα, τη Ράσινγκ Κλουμπ, και σκοράρει αρκετά γκολ.
Ο «Μαραβίγια», όπως είναι το παρατσούκλι του, δεν αποτελεί μια τυπική ιστορία ποδοσφαιριστή. Δεν έχουμε κάποιο μεγάλο ταλέντο που ξέφυγε από τη δύσκολη ζωή παίζοντας μπάλα στους δρόμους και κάνοντας μαγικά. Δεν έφτασε σε κάποια μικρή εθνική, δεν βγήκε από κάποιες καλές ακαδημίες, ούτε καν από ακαδημίες, δεν τον είδε κάποιος σύλλογος της Ευρώπης. Τίποτα από όλα αυτά. Ο Αντριάν Μαρτίνες ήταν ένας τύπος της διπλανής πόρτας που δεν τρελαινόταν καν για την μπάλα. Δεν έβλεπε αγώνες και υποστήριζε τη Ρίβερ γιατί, όπως λέει και ο ίδιος, πρέπει να είσαι μια ομάδα. Η σχέση του με την μπάλα ήταν ότι έπαιζε στη γειτονιά και το μόνο που έκανε ήταν να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει. Σκέψεις για επαγγελματική καριέρα δεν υπήρχαν. Ήταν απλά ένα χόμπι, ένα παιχνίδι.
Μεγαλώνοντας, ο Αντριάν βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία και δούλευε σε απορριμματοφόρο, ήταν αυτό που λέμε «σκουπιδιάρης». Μέχρι που μια μέρα μετά τη βάρδια έκανε βόλτες στο κέντρο με τη μοτοσικλέτα του. Εκεί είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα, όταν ένα παλιό Φορντ της δεκαετίας του 1960 (από αυτά που ζυγίζουν πολλά κιλά μέταλλο και δεν ξέρουν τι σημαίνει παθητική ασφάλεια) έπεσε πάνω του. Ο Μαρτίνες παραλίγο να χάσει τη ζωή του, αλλά τελικά γλίτωσε. Όχι όμως χωρίς σημάδια. Η λαμαρίνα του έσκισε το χέρι, του έκοψε τένοντες και αγγεία. Παραλίγο να το έχανε. Τα σημάδια είναι εκεί σε όλο το δεξί του χέρι. Είναι πιο κοντό πλέον, δεν μπορεί να τεντώσει εντελώς. Γλίτωσε τη ζωή του, αλλά του έμεινε «κουσούρι».
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο το σοκ και μερικές χαρακιές στο σώμα και την ψυχή. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε πλήρη λειτουργικότητα στο δεξί του χέρι. Δεν μπορούσε να σηκώσει βάρη πλέον. Ο Αντριάν ζητάει από την εταιρεία να φύγει από τα απορριμματοφόρα και να γίνει οδοκαθαριστής. Η εταιρεία δεν δέχεται το αίτημά του, θα τον απολύσει, καθώς ο γιατρός θα κρίνει ότι δεν μπορεί να εργαστεί, από την άλλη όμως δεν θα πάρει και αποζημίωση γιατί το πόρισμα είναι ότι “δεν φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα“. Ο Αντριάν μένει ξεκρέμαστος, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Είναι 21 ετών και άνεργος. Θα βρει δουλειά σε έναν θείο του που είναι χτίστης, θα γίνει βοηθός του. Ταυτόχρονα θα αρχίσει να παίζει μπάλα σε μια ερασιτεχνική ομάδα της γειτονιάς του, στην οποία είναι πρόεδρος η μητέρα του. Το όνομα της ομάδας είναι “Οι Ακακίες”. Ο Αντριάν προσπαθεί να βάλει τη ζωή του σε μια σειρά, είναι ήδη παντρεμένος με τον έρωτα της ζωής του, αλλά δεν γνωρίζει ότι ακόμα δεν έχει δει τίποτα. Ότι τα χειρότερα δεν πέρασαν, αλλά έρχονται.
«Ο αδερφός μου δεν ήταν το καλύτερο παιδί», θα πει. Χωρίς παραπάνω λεπτομέρειες. Δεν θα προσπαθήσει να τον δικαιολογήσει, να πει ότι δεν έδινε δικαιώματα. Τι έχει συμβεί όμως; Στη γειτονιά υπάρχει μια οικογένεια που προκαλεί προβλήματα, όπως λέει ο Αντριάν. Έχει διαμάχες με όλους τους υπόλοιπους κατοίκους, ανάμεσα στους «όλους» και με τον 16χρονο αδερφό του. Μέχρι που μια μέρα θα πυροβολήσουν τρεις φορές στο στήθος τον αδερφό του. Θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Όλη η γειτονιά είναι στο πόδι, αποφασίζει να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια της, πολλοί άνθρωποι περικυκλώνουν το σπίτι των δραστών και του βάζουν φωτιά.
Ο Αντριάν περνάει τον καιρό του στο νοσοκομείο, εκεί που ο αδερφός του δίνει μάχη για τη ζωή του. Μετά από έναν μήνα περίπου, η πόρτα στο σπίτι του σπάει και η σκηνή που περιγράφουμε στην αρχή του κειμένου μας λαμβάνει χώρα. Βρισκόμαστε στο 2014 και η αστυνομία συλλαμβάνει τον ίδιο, τον πατέρα του και τον μικρότερο αδερφό του. Ο αδερφός του είναι ανήλικος και θα αφεθεί. Ο ίδιος όχι. Οι κατηγορίες είναι πολύ βαριές. Οπλοκατοχή, απαγωγή, σύσταση συμμορίας, εμπρησμός και κλοπές. Όλα αυτά με βάση τις καταγγελίες των ανθρώπων που είχαν πυροβολήσει τον αδερφό του. Η αστυνομία έρχεται με μια λίστα που λέει ότι είχαν κλέψει ένα λευκό φορτηγάκι, καρέκλες, τραπέζι και πλυντήριο. Οι αστυνομικοί θα τα κατασχέσουν. Ήταν πράγματα που είχε αγοράσει ο Αντριάν μαζί με τη γυναίκα του, για τα οποία μάλιστα είχαν μέχρι και αποδείξεις.
Ο Αντριάν και ο πατέρας του υποστηρίζουν ότι βρίσκονταν στο νοσοκομείο με τον αδερφό του όταν έγινε το περιστατικό. «Υπήρχαν καμιά 200αρια άτομα έξω από το σπίτι αυτής της οικογένειας, μέχρι και φωτογραφίες στις εφημερίδες υπήρχαν», θα πει ο Μαρτίνες. Προσλαμβάνουν δικηγόρους και έχουν 30 μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά τους. Οι μηνυτές έχουν ως μάρτυρες τις δυο κόρες τους. Οι Μαρτίνες ζητούν από το νοσοκομείο υλικό από τις κάμερες για να δείξουν ότι έχουν άλλοθι. Περιμένουν πότε θα αφεθούν ελεύθεροι, αλλά αυτό πάει από μήνα σε μήνα. Ο Αντριάν θα μείνει τελικά για έξι μήνες στη φυλακή μέχρι να αφεθεί ελεύθερος, απαλλαγμένος από τις κατηγορίες. Εκείνοι οι έξι μήνες ήταν όμως φριχτοί για τον ίδιο.
«Στις 7 το πρωί οι πόρτες ξεκλείδωναν. Έπρεπε να ξυπνήσεις τότε γιατί αλλιώς θα σου έκλεβαν τα πράγματα. Αν κοιμόσουν, έρχονταν με κάτι ξύλα που τα είχαν κάνει σαν καλάμια ψαρέματος και ψάρευαν τα πράγματα από το κελί σου. Φυσικά και φοβόμουν για τη ζωή μου. Υπήρχαν δύο τρεις φορές που αντιμετώπισα πολύ δύσκολες καταστάσεις. Παραλίγο να με μαχαιρώσουν. Είχαν κάτι που το έλεγαν “καμάκι”. Ήταν μια σκούπα με λάμα στην άκρη και με αυτό σου επιτίθεντο. Κάτι είχε συμβεί με έναν φίλο και τη γλίτωσα τελευταία στιγμή. Έβλεπα πώς σκοτώνονταν οι άνθρωποι, σαν να μην σημαίνει τίποτα, σαν η ζωή να μην έχει αξία, πώς μαχαίρωναν ο ένας τον άλλον. Σου έλεγαν ότι ένας φόνος ακόμα δεν ήταν τίποτα, ήταν δυο χρονάκια παραπάνω, καθώς θα υποστήριζαν ότι είναι αυτοάμυνα. Είδα έναν άνθρωπο να τον τραβάνε από τα πόδια και να τον εξαφανίζουν για να τον σκοτώσουν. Συνήθως πιάνουν δύο, τον έναν τον μαχαιρώνουν γιατί είπε κάτι και τον άλλον τον αφήνουν να φύγει. Δεν θέλω να πω παραπάνω για τα όσα δει γιατί τότε θα με καλέσει η δικαιοσύνη», θα πει σε συνέντευξή του.
Ο Μαρτίνες διηγείται τις τραγικές συνθήκες κράτησης. Το κελί στο οποίο βρισκόταν ήταν σαν ένα μικρό μπάνιο, δύο επί δύο. Εκεί κοιμάσαι, εκεί σηκώνεσαι, εκεί κάνεις τα πάντα, χωρίς να έχει τουαλέτα. Δεν μπορείς να κουνηθείς μέσα σε αυτό το μικρό τετράγωνο. Έχει μια λαμαρίνα για να κοιμάσαι και αν είσαι τυχερός και έχεις φίλους ή συγγενείς σου φέρνουν καμία κουβέρτα για να την κάνεις στρώμα. Μπαίνει μόνο λίγο φως από ένα μικρό παράθυρο με μπάρες. Δεν βγαίνεις από εκεί. Μόνο τις Παρασκευές που έχει επισκεπτήριο. Το φαγητό ήταν ένα καρβέλι ψωμί που έπρεπε να κρατήσει για μέρες και ευτυχώς, ο Αντριάν είχε επισκέψεις από τους συγγενείς του που του έφερναν φαγητό. Το μοιραζόταν μαζί με τους συγκρατούμενούς του. Όποιος είχε επισκεπτήριο, μοιραζόταν το φαγητό με τους φίλους του. Κάποιοι είχαν κάνει πατέντες, συνδέοντας καλώδια στη λάμπα και έπαιρναν ρεύμα για να μπορούν μαγειρέψουν πού και πού κάτι. «Είχαμε ένα μικρό κατσαρολάκι και βάζαμε μέσα φιδέ για να τον βράσουμε», θα διηγηθεί.
Μέσα σε αυτούς τους δύσκολους μήνες ο Αντριάν Μαρτίνες θα βρει αποκούμπι στη θρησκεία και θα αρχίσει να σκέφτεται το ποδόσφαιρο περισσότερο. Ένας φίλος (και μετέπειτα ατζέντης του) του υπόσχεται δοκιμή σε ομάδα μόλις αποφυλακιστεί. Πράγματι, θα δοκιμαστεί στη θρυλική (πλάκα κάνουμε) Ντεφενσόρες Ουνίδος ντε Σάρατε. Θα πάρει κάποια λεπτά σε φιλικά με ομάδες χαμηλών κατηγοριών και θα σκοράρει. Αλλά υπάρχουν δύο προβλήματα. Το ένα ότι βρίσκεται σε άθλια φυσική κατάσταση και το δεύτερο ότι ο προπονητής γνωρίζοντας το παρελθόν του Αντριάν, αποφεύγει να τον χρησιμοποιεί. Η ομάδα δεν πάει καλά, ο Μαρτίνες είναι αναπληρωματικός, αλλά τα γκολάκια τα βάζει. Είναι έτοιμος να παρατήσει το ποδόσφαιρο, όπως λέει κι ο ίδιος πίστευε πάντα ότι δεν μπορείς να βγάλεις χρήματα, ότι μια ζωή θα σου χρωστάνε. Τελικά οι Ντεφενσόρες του κάνουν επιτέλους πρόταση για συμβόλαιο και έτσι δεν ψάχνει διαφορετική δουλειά, γίνεται επαγγελματίας ποδοσφαιριστής σχεδόν στα 25 του.
Δεν έχουν περάσει καλά καλά τέσσερα χρόνια από τότε που βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό κελί, χωρίς να έχει ξεκινήσει καν ποδοσφαιρική καριέρα, και κάνει χατ τρικ στο Λιμπερταδόρες
Το ξεπέταγμα θα το κάνει τη σεζόν 2015-16. Σκοράρει 21 γκολ σε 41 αγώνες στη Δ’ εθνική και θα βγει 2ος σκόρερ. Είναι αριστεροπόδαρος, αλλά τα περισσότερα γκολ τα βάζει με το δεξί. Οι επιδόσεις του θα φέρουν το ενδιαφέρον της Ατλάντα, μιας ιστορικής ομάδας που παίζει στη Γ’ εθνική της Αργεντινής. Θα ανέβει κατηγορία, θα σκοράρει 12 γκολ και στη συνέχεια θα βρει δουλειά στην Παραγουάη, σε μια μικρή ομάδα της Α’ εθνικής. Η άνοδός του είναι εντυπωσιακή, θα βγει πρώτος σκόρερ της Σολ ντε Αμέρικα και θα πάρει αμέσως μεταγραφή για τη Λιμπερτάδ, μια από τις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Στα 27 του θα ζήσει μια από τις σημαντικότερες εμπειρίες για έναν ποδοσφαιριστή στη Ν. Αμερική, καθώς θα παίξει στο Κόπα Λιμπερταδόρες και μάλιστα θα κάνει και χατ-τρικ.
Στη συνέχεια θα πάει σε μια άλλη σημαντική ομάδα της Παραγουάης, τη Σέρο Πορτένιο και θα κάνει και ένα πέρασμα από τη Βραζιλία και την Κοριτίμπα. Δεν θα μαγέψει σε καμία από τις δύο. Κάπως έτσι, σχεδόν στα 30 του θα επιστρέψει πίσω στην Αργεντινή, έχοντας την ευκαιρία να αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Α’ εθνική της χώρας. Με τα χρώματα της Ινστιτούτο, που έχει ανέβει για πρώτη φορά στην Α’ εθνική μετά το 2006, θα κάνει σπουδαία σεζόν, σκοράροντας συνολικά 16 φορές. Θα βάλει γκολ στο τοπικό ντέρμπι της Κόρδοβα, θα βάλει γκολ απέναντι στην Ιντεπεντιέντε, τη Ράσινγκ και σίγουρα το πιο μεγάλο της καριέρας του, μέσα στο Μπομπονέρα επί της Μπόκα.
Ο Μαρτίνες θα πάρει την ελευθέρας του από την Ινστιτούτο και θα πάει στην πιο μεγάλη ομάδα της καριέρας του, τη Ράσινγκ Κλουμπ, την Ακαδημία. Είναι πλέον 31 ετών. Είναι ένας παίκτης που δεν έπαιξε ποτέ σε ακαδημίες συλλόγου (κάτι ανήκουστο στην Αργεντινή), στα 17 του είχε ένα μικρό πέρασμα από μία ερασιτεχνική ομάδα και ουσιαστικά ξεκίνησε στα 21 του την καριέρα στην ομάδα με πρόεδρο τη μητέρα του. Ξεγέλασε τον θάνατο, από τα 25 του έχει αποκτήσει πλέον ξανά πλήρη κινητικότητα στο χέρι του μετά από άπειρες ώρες φυσιοθεραπείας, επέζησε από μία σκληρή φυλακή υψίστης ασφαλείας, δικαιώθηκε από τις άδικες κατηγορίες και κατάφερε να κάνει μια καριέρα ποδοσφαιριστή που τον έφερε σε έναν μεγάλο σύλλογο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Με τη φανέλα της Ράσινγκ έκανε χατ τρικ απέναντι στη Σαν Λορένσο, έβαλε δύο γκολ στη Νιούελ΄ς και πριν λίγες ημέρες έζησε μια μοναδική ποδοσφαιρική εμπειρία. Ήταν ο σκόρερ της νίκης σε ένα από τα σπουδαιότερα ντέρμπι του κόσμου, το “κλάσικο” της πόλης Αβεγιανάδα. Το ιστορικό Ιντεπεντιέντε-Ράσινγκ. Μετά τον συνδυασμό ενός τύπου με τρομερή ποδοσφαιρική ικανότητα (και παράλληλα μηδενικό μυαλό), ενός επίσης ταλαιπωρημένου τύπου, του Κολομβιανού μάγου Χουάνφερ Κιντέρο, και του “δικού μας” Μπρούνο Ζουκουλίνι, ο Μαρτίνες έβαλε το μοναδικό γκολ του παιχνιδιού. Βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ζωής του. Είναι ένας αληθινός νικητής της ζωής.