Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Μπάτζιο: Η θεϊκή αλογοουρά

Είναι πάντα δύσκολη η προσέγγιση σε μια βιογραφική ταινία. Όταν μάλιστα μιλάμε για το ποδόσφαιρο και έναν από τους μεγαλύτερους αρτίστες και πιο αγαπημένους αθλητές που πέρασαν ποτέ, τον Ρομπέρτο Μπάτζιο, γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Το Baggio: Il Divin Codino ή The Divine Ponytail στα αγγλικά είναι η ταινία που κυκλοφόρησε στη συνδρομητική πλατφόρμα του Netflix και ασχολείται με τη ζωή του τεράστιου Ιταλού ποδοσφαιριστή. Πρόκειται για μια ιταλική παραγωγή σε σκηνοθεσία της Λετίτσια Λαμαρτίρε  που, όπως αναφέρει στους τίτλους τέλους, βασίζεται με μια σχετική ελευθερία στη ζωή και την καριέρα της θεϊκής αλογοουράς. Οι σεναριογράφοι και η σκηνοθέτιδα πήραν την απόφαση να κάνουν μια ταινία που θα είναι λιγότερο ποδοσφαιρική και περισσότερο προσωπική. Το πέτυχαν;

Ας τα πάρουμε με τη σειρά (και με τα λιγότερα δυνατά spoilers). Προσωπικά, σε τέτοιες περιπτώσεις, προτιμώ πάντα τα ντοκιμαντέρ, τους ανθρώπους που μιλούν για τον πρωταγωνιστή, τον ίδιο τον πρωταγωνιστή να διηγείται και πολλά πλάνα αρχείου, εκτός κι αν μιλάμε για κάποιον που έζησε πριν 100 χρόνια. Μου αρέσει να ξαναθυμάμαι στιγμές και να μαθαίνω πράγματα που δεν γώριζα. Όποιος περιμένει κάτι τέτοιο από τη συγκεκριμένη ταινία θα απογοητευτεί. Πρόκειται για μια κανονική ταινία με ηθοποιούς και ο ίδιος ο Μπάτζιο εμφανίζεται ελάχιστα σε κάποια πλάνα και μόνο στο τέλος της ταινίας. Ακόμα κι έτσι όμως, υπό αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα δεν χρειάζεται είναι αναγκαστικά κακό. Θα μπορούσε μια ταινία σχετικά μυθοπλαστική να έχει ένα ενδιαφέρον, όπως η σειρά για τον Κάρλος Τέβες και τη δική του ζωή. Η ταινία του Μπάτζιο όμως αστοχεί αρκετά ή μάλλον αλλάζει στόχους στην πορεία της και δεν πετυχαίνει κανέναν.

Το τρέιλερ της ταινίας

Αν κάποιος δεν γνωρίζει από ποδόσφαιρο και από την καριέρα του Μπάτζιο δεν θα βγάλει και άκρη και πιθανότατα θα την παρατήσει. Ακόμα όμως και όσοι γνωρίζουμε την ιστορία του Ιταλού, θα παραξενευτούμε από την απόφαση των συντελεστών της ταινίας να κάνουν τεράστια χρονικά άλματα κατά τη διάρκειά της. Και παρότι η ταινία ξεκινάει με ενδιαφέρον και δείχνει πράγματα που ίσως δεν είναι τόσο γνωστά, όπως τη δύσκολη σχέση του Ρόμπι με τον πατέρα του, τον σοβαρό του τραυματισμό πριν καλά καλά ξεκινήσει την καριέρα του, όταν ήταν ακόμα στη Βιτσέντζα, τη μεταγραφή στη Φιορεντίνα και τις δυσκολίες εκεί, στη συνέχεια τα πράγματα μπερδεύονται.

Για αρχή, υπάρχει μια ανισορροπία στο πού στέκεται η ταινία. Αρχικά, στεκόμαστε με λεπτομέρεια στα πρώτα χρόνια και μετά ο θεατής νιώθει ότι η ταινία κατάλαβε ότι δεν έχει πολύ χρόνο για τα υπόλοιπα και αποφασίζει να τα πασαλείψει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ποτέ το πόσο σημαντικός ποδοσφαιριστής ήταν και γιατί. Τον βλέπουμε στην δύσκολη αρχή του με τη Φιορεντίνα, ένα πιτσιρίκι που θέλει να παρατήσει την μπάλα και ξαφνικά τον συναντάμε κάτοχο της Χρυσής Μπάλας. Δεν μαθαίνουμε καν ότι έπαιξε στη Γιουβέντους, δεν μαθαίνουμε ποτέ τι δημιούργησε η φυγή του από τη Φλωρεντία, δεν θα μάθουμε ποτέ ότι κατέκτησε πρωτάθλημα στη Γιουβέντους και πώς διάολο πήρε αυτή τη Χρυσή Μπάλα. Από το 1988 πηγαίνουμε στο 1994 και πέφτουμε κατευθείαν στις δυσκολίες του με τον Αρίγκο Σάκι και την προσπάθεια της Ιταλίας στο Μουντιάλ των Η.Π.Α. μέχρι τον τελικό. Ακόμα κι εκεί όμως, λίγο το κακό CGI, λίγο οι αναπαραστάσεις των ποδοσφαιρικών στιγμών με ηθοποιούς να παίζουν ποδοσφαιριστές, προκαλώντας “cringe”, λίγο η βιασύνη και δεν μένουν πολλά στον θεατή. Η έλλειψη πολλών πλάνων από αγώνες (πιθανώς λόγω δικαιωμάτων) γεμίζει την οθόνη μας με σκηνές κομπάρσων που παρακολουθούν τα ματς από τηλεοράσεις.

Η ταινία στέκεται αρκετά στο Μουντιάλ του 1994 και φυσικά στο πέναλτι του τελικού, όπως και πρέπει. Στη συνέχεια όμως δεν μαθαίνουμε ποτέ για το νέο του πρωτάθλημα, για Μίλαν, Ίντερ και Μπολόνια. Μόνο κάποια μισόλογα για κόντρες με προπονητές. Είναι σαν να μας λένε “εντάξει μάγκες ξέρετε τι παικτάρα ήταν, δεν θα σας πούμε τίποτα γι’ αυτό”. Βλέποντας μόνο την ταινία, θα νομίζει κάποιος ότι η καριέρα του Μπάτζιο ήταν τραυματισμοί και καβγάδες με προπονητές και τα ψυχολογικά προβλήματα από το πέναλτι. Ευτυχώς που υπάρχει και αυτή η σχέση του Μπάτζιο με τον πατέρα του, μια σχέση για την οποία μίλησε και ο ίδιος στην παρουσίαση της ταινίας, κρατώντας ένα σχετικό ενδιαφέρον. Είναι από τα πιο καλά σημεία και οι σκηνές που μοιράζονται οι δυο τους, ίσως οι πιο ποιοτικές.

Ο κινηματογραφικός Μπάτζιο φέρνει λίγο σε Πάμπλο Αϊμάρ

Οι ερμηνείες είναι σχετικά καλές, τουλάχιστον του Αντρέα Αρκάντζελι που υποδύεται τον Μπάτζιο καθώς και των ηθοποιών που παίζουν τον πατέρα του και τον Αρίγκο Σάκι. Και η εξερεύνηση αυτών των σχέσεων είναι στα λίγα θετικά. Η ταινία επικεντρώνεται αρχικά σε αυτές τις σχέσεις και μετά προχωράει στο χαμένο πέναλτι του 1994. Ακόμα και σε αυτό όμως, το εύκολο τέχνασμα με τον Μπάτζιο να ξυπνάει στον ύπνο του λόγω του πέναλτι, είναι σαν να έχει πάρει κάποιος την ντουντούκα και να λέει στον θεατή “να δες, τον πείραξε πολύ“. Το χειρότερο όμως είναι ότι μετά τον τελικό Ιταλίας-Βραζιλίας κάνουμε εκ νέου ένα τεράστιο χρονικό άλμα. Από το 1994 πηγαίνουμε στην Μπρέσια και στο Μουντιάλ του 2002. Για μια ταινία που στέκεται πολύ στο χαμένο πέναλτι του 1994, θα περίμενε κανείς να υπάρχει μια αναφορά στο 1998. Κι όμως, όχι. Ο Μπάτζιο εμφανίζεται να προσπαθεί να προλάβει το Μουντιάλ του 2002 σαν να μην είχε πάει το 1998 στη Γαλλία, σαν το τελευταίο του ματς στην εθνική να ήταν το παιχνίδι του Ρόουζ Μπόουλ με την τραγική κατάληξη. Το γκολ με τη Χιλή που τον “απελευθέρωσε”, όπως δήλωσε ο ίδιος, δεν υπάρχει πουθενά. Δημιουργείται η αίσθηση ότι ο Μπάτζιο δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του, έστω και μικρότερης σημασίας, ο θεατής παραπλανάται, νομίζοντας ότι ο Ρόμπι δεν είχε ποτέ μια νέα ευκαιρία με τη σκουάντρα ατζούρα.

Αν κάτι σώζει την ταινία, ίσως είναι το τελευταίο 10-15λεπτο περίπου που και πάλι ξεφεύγουμε από το ποδόσφαιρο και βλέπουμε τον Μπάτζιο να παλεύει με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Το πέναλτι, τις μεγάλες απαιτήσεις του πατέρα του, τους στόχους του. Και οι τελευταίες σκηνές είναι μάλλον το καλύτερο κομμάτι της ταινίας. Το πιο πετυχημένο τμήμα της και η απόδειξη ότι αυτή η μεγάλη αποτυχία του 1994 μπορεί να πλήγωσε τον ίδιο, αλλά ταυτόχρονα τον έβαλε ακόμα περισσότερο στις καρδιές των φιλάθλων. Το Baggio: The Divine Ponytail είναι μια αρκετά μέτρια προσπάθεια κατά τη γνώμη μου (κάτι που αντικατοπτρίζεται και στις κριτικές, αλλά και τη βαθμολογία του κοινού) που έχει κάποιες σποραδικές καλές στιγμές. Αν έχετε 1,5 περίπου ώρα, θα περάσει σχετικά ευχάριστα, αλλά η ταινία μοιάζει με μεγάλη χαμένη ευκαιρία.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

sombrero at the movies

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Οι πραγματικοί σου φίλοι

Δύο τύποι βρίσκονται σε κάποιο μπαρ και πίνουν το ποτό τους συζητώντας. Ο ένας δεν έχει και πολλή διάθεση επειδή πριν λίγη ώρα έχει συμβεί “κάτι”. Ο άλλος καταλαβαίνει πως υπάρχει αυτό το “κάτι”, ένα μικρό (ή μεγάλο;) πρόβλημα. Τρώγεται με τα ρούχα του αλλά δεν ρωτά να μάθει. Τελικά ο πρώτος (με την κακή […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Όταν παίζεις για να κρατηθείς στη ζωή

Ο Έντουαρντ βαν Γκιλς είναι Ολλανδός και εδώ και χρόνια θεωρείται ο Νονός του Streetfootball. Είναι 42 ετών και σε αρκετά μικρή ηλικία έμπλεξε με διάφορες παρανομίες κάτι που του στέρησε την ευκαιρία να κυνηγήσει το όνειρό του και να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ευτυχώς η αγάπη του για το ποδόσφαιρο του έδωσε τη δύναμη να […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

3 σχόλια σχετικά με το “Μπάτζιο: Η θεϊκή αλογοουρά”

  1. Ο/Η Γιώργος λέει:

    Μια μικρή διόρθωση: ο τελικός του Μουντιάλ του 1994 δεν έγινε στο Νιου Τζέρσεϊ, αλλά στο Λος Άντζελες.

  2. Ο/Η Elaith λέει:

    Έχεις δίκιο. Στο Giants έγινε το ματς με την Ιρλανδία και στο Rose Bowl ο τελικός. Διορθώθηκε.

  3. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί έγινε τόσος ντόρος για το χαμένο πέναλτυ, από τη στιγμή που οι Βραζιλιάνοι είχαν να χτυπήσουν άλλο ένα, το οποίο (πιθανότατα) θα έμπαινε, τερματίζοντας τον αγώνα. Ακόμη και στο ιδανικό σενάριο που θα το έβαζε ο Μπάτζιο και θα το έχανε μετά ο Βραζιλιάνος, απλώς θα συνεχιζόταν το παιχνίδι με μονές εκτελέσεις (δεν εξασφαλιζόταν επομένως καμία νίκη).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *