Ένα απόγευμα του Τζορτζ Μπεστ
7 Φεβρουαρίου του 1970, η Νορθάμπτον υποδέχεται την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το κύπελλο Αγγλίας, σ’ έναν αγωνιστικό χώρο βγαλμένο από μετάδοση αγώνα ελληνικής δεύτερης εθνικής που διεξάγεται μετά από τριήμερο ασταμάτητης βροχής. Ο προπονητής των γηπεδούχων αναθέτει στον Ρει Φέρφαξ να μαρκάρει στενά τον Τζορτζ Μπεστ, τον ποδοσφαιριστή που κάποτε τόλμησε και εκστόμισε τη φράση “αν είχα γεννηθεί άσχημος, δεν θα είχατε ακούσει ποτέ για τον Πελέ“. Οι γηπεδούχοι πιστεύουν πως είναι τυχεροί γιατί ο Μπεστ δεν είναι σε καλή κατάσταση εκείνη την περίοδο ενώ έχει να παίξει μπάλα σχεδόν ένα μήνα λόγω τιμωρίας γιατί είχε κλωτσήσει τη μπάλα ενώ αυτή βρισκόταν στα χέρια του διαιτητή.
Το παιχνίδι λήγει 2-8. Ο Μπεστ πετυχαίνει έξι γκολ. Στα δυο εξ αυτών προσπερνάει και τον τερματοφύλακα, που μερικά χρόνια μετά θα δηλώσει: “Θυμάμαι ότι όταν βρεθήκαμε τετ-α-τετ ήμουν σίγουρος ότι θα προσπαθήσει να με ντριμπλάρει από τα αριστερά. Όταν κατάλαβα ότι τελικά είχε κάνει απλά προσποίηση και με είχε περάσει από την άλλη πλευρά ήμουν ήδη στο έδαφος. Ήταν υπερβολικά καλός για μένα. Υπάρχει πλέον κι ένα ανέκδοτο που λέει ότι περπατάω αμέριμνος, βλέπω τον Μπεστ στο απέναντι πεζοδρόμιο, με βλέπει και κάνει μια μικρή προσποίηση κι εγώ βουτάω στις ρόδες ενός διερχόμενου λεωφορείου”.
Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι δεν είναι καν στην καλύτερη του μέρα, αφού σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να πετύχει ένα από τα κλασσικά του γκολ, από αυτά που χορεύει μέσα στη μεγάλη περιοχή τουλάχιστον τέσσερις αντιπάλους πριν σκοράρει άνετα και ωραία με απλό πλασέ από τα τρία μέτρα. Σύμφωνα με τον ίδιο: “Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποδοσφαιριστή. Είμαι κάποιος που θέλει να διασκεδάσει τον κόσμο. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι πλήρωσαν σήμερα για να με δουν να κάνω κάτι θεαματικό και αυτό προσπάθησα να κάνω.”
Μετά το παιχνίδι ο Ρει Φέρφαξ δηλώνει στους δημοσιογράφους: “Η μόνη φορά που κατάφερα να βρεθώ πολύ κοντά του ήταν όταν χαιρετηθήκαμε στο τέλος του αγώνα. Τι άλλο μπορείς να κάνεις με έναν τέτοιο τύπο; Πριν καν τελειώσει το παιχνίδι ένιωθα σαν να ήμουν άρρωστος. Αν έπρεπε να αντιμετωπίζω κάθε εβδομάδα έναν τέτοιο, απλά θα κρεμούσα τα παπούτσια μου.”
11 σχόλια σχετικά με το “Ένα απόγευμα του Τζορτζ Μπεστ”
Maradona good,Pelé better,GEORGE BEST!
Aτυχος στην καταγωγη του,ατυχος στην ομαδα που διεπρεψε,ηρθε και το ποτο και εδεσε…
Τεραστιος παιχτης,ελαχιστοι εχουν περασει που ξερανε τετοια μπαλα (ειδικα απο τη συγκεκριμενη περιοχη της υφηλιου…)
Καλός μεν, χαλβάς δε…
Όταν, πάντως, γίνεται συζήτηση για το πόσο καλός είναι ή ήταν ένας παίκτης, η σύγκριση γίνεται με το δίδυμο Πελέ-Μαραντόνα. Από αυτό και μόνο, φαίνεται να μην υπήρξε κανείς καλύτερός τους. Ή τουλάχιστον, κανείς δεν το πιστεύει στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν λέει κάτι διαφορετικό.
Είχα ένα γνωστό κάποτε, που ήταν ανακατεμένος με τα ποδοσφαιρικά στην παλιά Σοβιετική Ένωση (από τη δεκαετία το ’60, ακόμα). Είχε δει ζωντανά Πελέ, Μαραντόνα, Κρόιφ και τους λοιπούς της εποχής στις μεγάλες φόρμες τους. Τον ρώτησα, λοιπόν, ποιός ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής.
“Α, εύκολο”, μου λέει. “Ο Μαραντόνα, με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους”.
Στραβώνω εγώ, που ο Μαραντόνα μου κάθεται στο στομάχι, σχεδόν όσο ο Πέπε κι ο Ντι Μαρία (αν και δεν έπαιζαν ακόμα τότε). “Κι ο Πελέ;”, το ρωτάω. “Δεν ήταν αυτός καλύτερος ποδοσφαιριστής από το Μαραντόνα;”
“Όχι, ρε”, μου απαντάει. “Ποδοσφαιριστής, δε με ρώτησες;”
“Ναι.”
“Ε, ποδοσφαιριστής ο Μαραντόνα. Ο Πελέ έπαιζε κάτι άλλο.”
“Μπαρδόν; Τι άλλο;”
“Που να ξέρω ‘γω, ρε συ; Ποδόσφαιρο πάντως, δεν ήταν. Κι ο Μπλαχίν (σ.σ.: Αδερφικός του φίλος, όπως ανακάλυψα αργότερα, σε κάποια τυχαία επίσκεψή μου στο σπίτι του), το ίδιο έλεγε, μια φορά που το συζητούσαμε.”
Πάντα μου άρεσε αυτή η ιστορία. Είναι και ένας πολύ όμορφος τρόπος να απαντήσεις στο δίλλημα Πελέ ή Μαραντόνα: Μαραντόνα, γιατί ο Πελέ ήταν αλλού.
Προτιμω το διαλογο Πελε-Μαραντονα:
-Ο Θεος με εστειλε στη γη να παιξω μπαλα
-Δε θυμαμαι να εστειλα κανεναν
Το δίλημμα Πελέ ή Μαραντόνα έχει συζητηθεί αρκετές φορές και στο σομπρέρο. Επιμένω πάντως να μην παίρνω θέση σε καμία απ’ αυτές τις συγκρίσεις. Άλλες εποχές, άλλο ποδόσφαιρο, άλλοι ρυθμοί, άλλες ομάδες, άλλες… Τεράστιοι όλοι τους, ο καθένας με το δικό του χαρακτηριστικό στυλ.
Όσο για τα περί ατυχίας που επικαλείται ο ανώνυμος, προτιμώ να το βλέπω σαν ‘επιλογή’.
Συνήθως τέτοιες “επιλογές” δεν είναι τελείως προσωπικές. Εξαρτάται π.χ. και από που, πότε με μαζί με ποιούς μεγαλώνεις και ζεις.
…Αν και, στην περίπτωση του Μπεστ, ήταν παρέμβαση της Μητέρας Φύσης. Του σχέδιό Της για αφαίρεση του γενετικού υλικού των Άγγλων από την αναπαραγωγική αλυσίδα, μέσω της ενεργοποίησης κατάλληλου γονιδίου στον πληθυσμό τους που οδηγεί σε ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, παρεμποδιζόταν ισχυρά από τα λίγα τελευταία αρσενικά στο νησί, σαν το Μπεστ. Χρειάζονταν, λοιπόν, κάτι πολύ δραστικό και άμεσο για να τον αντιμετωπίσει.
Στη σύγκριση Πελέ-Μαραντόνα, πριν τον Μπεστ, σφήνα μπαίνουν οι Ντι Στέφανο, Πούσκας και Κρόιφ. Και κάποιοι πεθαμένοι (πλέον) που πρόλαβαν και προπολεμικό ποδόσφαιρο λένε για Σίντελαρ και Μεάτσα.
Γιατί ο Μπεστ φοράει το 11???
συστηνεται ανεπιφυλακτα η παρακολουθηση του 30 for 30 για τον Μπεστ
https://www.youtube.com/watch?v=BvU3xW1QjCY
Εκείνη την εποχή δεν είχαν σταθερό νούμερο. Τον έχουμε συνηθίσει με το 7, γιατί αυτό φορούσε τη χρονιά που πήραν το Πρωταθλητριών, αλλά συχνά-πυκνά φορούσε κι άλλα νούμερα, ειδικά το 11.
Μαγευτικούς