“Ο Όρκος” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Είναι φορές που βλέπω κάποιον κακομαθημένο, ανώριμο ποδοσφαιριστή να βγάζει τόσα χρήματα που δεν μπορεί να τα ξοδέψει, ένα ποδόσφαιρο βρώμικο, γεμάτο βία, οπαδούς που να τους νοιάζει η νίκη με οποιονδήποτε τρόπο και εμένα σε κάποιο γήπεδο να έχω χρυσοπληρώσει εισιτήριο για να δω ένα τραγικό θέαμα και κάπου μέσα μου κλονίζεται η σχέση μου με το ποδόσφαιρο. Εκείνες τις στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να λέει κρυφά: “γιατί ασχολείσαι ακόμα;” σκέφτομαι ότι υπάρχουν ανθρώποι σημαντικοί που αγαπούν το ίδιο άθλημα, κατάλαβαν και οι ίδιοι τι σημαίνει να είσαι οπαδός και λέω “όχι δεν είναι λάθος”.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών, πέθανε χθες σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό. Η πρώτη επαφή μου με το έργο του ήταν το “100 Χρόνια Μοναξιάς” που έπεσε στα χέρια μου κατά σύμπτωση σε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές όταν ήμουν αρκετά πιο μικρός. Μια που το βιβλίο ήταν μιας φίλης και συνεπώς ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου σχετικά περιορισμένος, προσπαθούσα να το διαβάσω όσο πιο γρήγορα γινόταν, ένα βιβλίο ενδιαφέρον και περίεργο που δεν μπορούσα να καταλάβω όλες τις πτυχές του μια που δεν είχα και το απαραίτητο υπόβαθρο. Πραγματικότητα και φαντασία, συμβολισμοί και ιστορία, κάθε σελίδα βιβλίου και αμέτρητες εικόνες.
Αυτό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι ότι ο Μάρκες που δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με το ποδόσφαιρο, έφτασε να το αγαπήσει. Έστω και αν συχνά το σχολίαζε αρνητικά, όπως όλοι κάνουμε. Ο Μάρκες έζησε την εποχή του “Ελ Ντοράντο”, την περίοδο του 1949 με 1954 όταν και μια διαμάχη στα εσωτερικά του ποδοσφαίρου της Κολομβίας ανάμεσα στην Λίγκα και την Ομοσπονδία έφερε την τιμωρία από την ΦΙΦΑ με τις ομάδες της Κολομβίας να αποβάλλονται από τις διεθνείς διοργανώσεις και το πρωτάθλημα να γίνεται επί της ουσίας ανεπίσημα και ημι-παράνομα για κάποια χρόνια. Την ίδια στιγμή μια αντίστοιχη κόντρα στην Αργεντινή αυτή τη φορά ανάμεσα στην Ομοσπονδία και στον Περόν έφερε απεργία των ποδοσφαιριστών και πολλοί παίκτες από την Αργεντινή πήγαν στην Κολομβία (κάτι σαν το lockout του ΝΒΑ). Σε αυτό βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι καθώς το πρωτάθλημα δεν ήταν υπό τη ΦΙΦΑ, οι ομάδες της Κολομβίας έπαιρναν τζάμπα τους παίκτες που πήγαιναν για την αρπαχτή τους. Έτσι, μέσα σε μια χρονιά, το πρωτάθλημα της χώρας έγινε κορυφαίο με ονόματα όπως ο ντι Στέφανο και ο Έκτορ Ρίαλ να συμμετέχουν σε ομάδες της Κολομβίας. Το “Ελ Ντοράντο” κράτησε πέντε χρόνια περίπου και με την λύση της διαμάχης οι περισσότεροι παίκτες έφυγαν.
Ο Μάρκες τον Ιούνιο του 1950 ως νεαρός δημοσιογράφος πηγαίνει για πρώτη φορά στο γήπεδο για να δει τον αγώνα της Ατλέτικο Τζούνιορ ντε Μπαρανκίγια απέναντι στους Μιγιονάριος της Μπογκοτά. Δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με το άθλημα μέχρι τότε και ζει για πρώτη φορά από κοντά το πάθος και την ένταση των κερκίδων, ανακαλύπτει την επίδραση που έχει το γήπεδο ακόμα και στον πιο κυριλέ άνθρωπο και έχει την τύχη να δει σπουδαίους παίκτες όπως από την μία τον Βραζιλιάνο Ελένο ντε Φρέιτας και από την άλλη τον Αλφρέντο ντι Στέφανο. Οι γηπεδούχοι θα κερδίσουν με 2-1 Η επίσκεψή του αυτή θα του μείνει αξέχαστη, θα τον κάνει οπαδό της Τζούνιορ και θα γράψει ένα κείμενο με τίτλο “Ο Όρκος” για να επισημοποιήσει το γεγονός. Ένα κείμενο που φυσικά ξεφεύγει από τα απλά ποδοσφαιρικά κλισέ αφού στο μυαλό του μετατρέπει τους ποδοσφαιριστές σε συγγραφείς. Η κάκιστη μετάφραση του κειμένου είναι δική μου:
“Και τότε αποφάσισα να πάω στο γήπεδο. Καθώς ήταν πιο σημαντικό παιχνίδι από τα προηγούμενα, έπρεπε να πάω πιο νωρίς. Ομολογώ ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έφτασα κάπου τόσο νωρίς και δεν έφυγα τόσο κατάκοπος. Ο Αλφόνσο κι ο Χερμάν δεν είχαν πάρει ποτέ την πρωτοβουλία να με προσηλυτίσουν στη θρησκεία του κυριακάτικου ποδοσφαίρου, παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να υποπτευθούν ότι θα μετατρεπόμουν σε αυτόν τον τρελό, καθαρό από οποιαδήποτε γυαλάδα που μπορεί να θεωρηθεί ως το τελευταίο ίχνος πολιτισμού, όπως χθες στις κερκίδες του Μουνισιπάλ.
Η πρώτη στιγμή διαύγειας στην οποία κατάλαβα ότι μετατρεπόμουν σε πρώιμο οπαδό, ήταν όταν παρατήρησα ότι σε όλη μου τη ζωή είχα κάτι για το οποίο πολλές φορές υπερηφανευόμουν και χθες με ενοχλούσε με έναν απαράδεκτο τρόπο: το αίσθημα της ντροπής. Τώρα κατάλαβα γιατί αυτοί οι κύριοι, συνήθως τόσο τυπικοί, νιώθουν όπως το καλαμάρι στο μελάνι του όταν παίρνουν την θέση τους στις εξέδρες με τα καπελάκια τους σε διάφορα χρώματα. Με μόνο αυτή τη χειρονομία μετατρέπονται σε διαφορετικούς ανθρώπους, σαν αυτό το καπελάκι να μην είναι απλά ένα μέρος της στολής, αλλά μια νέα προσωπικότητα.
Δεν ξέρω αν αυτή η πρόσφατη εγγραφή μου ως οπαδός είναι αρκετή για να μου επιτρέψει μερικές προσωπικές παρατηρήσεις για το χθεσινό παιχνίδι, αλλά καθώς όπως συμφωνήσαμε ένας από τους θεμέλιους κανόνες του οπαδισμού είναι να χάνεις τελείως το αίσθημα της ντροπής, θα πω ό,τι είδα (ή ό,τι νομίζω ότι είδα) χθες στο γήπεδο, για να έχω την πολυτέλεια να φορέσω από νωρίς τις αθλητικές φόρμες που φυλούσα καλά. Κατ’ αρχήν, μου φάνηκε ότι η Ατλέτικο Τζούνιορ κυριάρχησε επί των Μιγιονάριος από την πρώτη στιγμή. Αν η άσπρη γραμμή που χωρίζει το γήπεδο στα δύο σημαίνει κάτι, τότε το προηγούμενο συμπέρασμά μου είναι ορθό, καθώς ελάχιστες φορές πέρασε η μπάλα στο μισό που βρισκόταν το τέρμα της Τζούνιορ (Πώς πάει το ντεμπούτο μου ως ποδοσφαιρικός σχολιαστής;)
Επιπρόσθετα, αν οι παίκτες της Τζούνιορ δεν ήταν ποδοσφαιριστές αλλά συγγραφείς, πιστεύω ότι ο “μαέστρος” Ελένο θα ήταν ένας υπέροχος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Οι υπολογισμένες και ακριβείς του κινήσεις και τα ξαφνικά του και αιφνιδιαστικά τελειώματα τού δίνουν τα απαραίτητα προσόντα για να γίνει ο δημιουργός ενός νέου ντετέκτιβ των αστυνομικών διηγημάτων. Από την άλλη, ο Χαρόλδο θα ήταν ένα είδος Μαρσελίνο Μέντεζ υ Πελάγιο, με την ευκολία που έχει ο Βραζιλιάνος να βρίσκεται σε όλα τα σημεία του γηπέδου και να κάνει δουλειά σε όλα, μαρκάροντας ταυτόχρονα έντεκα αντιπάλους σαν να μην είναι ο σκοπός του να βάλει γκολ, αλλά να γράψει όλους τους τόμους του Μαρσελίνο. Ο Μπερασκοσέα θα ήταν ένας πολυγραφότατος συγγραφέας, αλλά αν είχε γράψει επτακόσιους τόμους και οι επτακόσιοι θα είχαν ως θέμα την σημασία της κεφαλής της καρφίτσας. Και τι μεγάλος κριτικός τέχνης θα ήταν ο Ντος Σάντος, που θα έκοβε την πορεία των φλύαρων συγγραφέων και τις ελπίδες τους να φτάσουν σε ένα γκολ που θα τους έδινε την αθανασία.
Ο ντε Λατούρ θα είχε γράψει μερικούς στίχους. Ποιήματα που θα ενέπνεαν ταινίες μεγάλου μήκους, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τον Άρι. Γιατί για τον Άρι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, καθώς οι συμπαίκτες του της Τζούνιορ δεν του έδωσαν την ευκαιρία να δείξει έστω και τις πιο απλές φιλολογικές του δυνατότητες. Και όλα αυτά χωρίς να μιλήσουμε για τους Μιγιονάριος, των οποίων ο μέγας ντι Στέφανο, αν ξέρει από κάτι, σίγουρα είναι η ρητορική.
Δεν πιστεύω ότι έχασα τίποτα με αυτή την αμετάκλητη είσοδό μου, που σήμερα κάνω δημόσια, στην αγία αδελφότητα των οπαδών. Το μόνο που εύχομαι τώρα είναι να προσηλυτίσω κάποιον. Και πιστεύω ότι θα είναι ο αγαπημένος μου φίλος, ο δόκτωρ Αλνταμπέρτο Ρέγιες τον οποίο θα προσκαλέσω στις κερκίδες του Μουνισιπάλ στο πρώτο ματς του δευτέρου γύρου, με την πρόθεση να μη συνεχίσω να νιώθω (από αθλητικής άποψης) το απολωλός πρόβατο”.
3 σχόλια σχετικά με το ““Ο Όρκος” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες”
Εχω διαβασει την αυτοβιογραφιο του οπου δεν κανει αναφορα καθολου στη μπλα. Αυτο και μονο σημαινει πως δεν την αγαπησε ποτε…
Δεν είχε τη σχέση που είχαν άλλοι συγγραφείς, αλλά μικρός έπαιζε μπάλα όπως όλοι.
Η εθνική Κολομβίας προς τιμήν του έπαιζε με την μπάλα “Μακόντο” που είναι το όνομα χωριού από τα 100 χρόνια.
Όταν πήγε στο Μεξικό είχε εμφανιστεί και στο γήπεδο να δει τους Πούμας.
Από την άλλη υπάρχει και ο μύθος ότι όταν η Αργεντινή είχε αποκλείσει την Κολομβία από τα προκριματικά του Μουντιάλ, ο Μάρκες έστειλε στον σκόρερ Βαλντάνο ένα βιβλίο με αφιέρωση. Ο λόγος ήταν ότι αν περνούσε η Κολομβία θα έγραφαν οι εφημερίδες μόνο για μπάλα τις επόμενες μέρες.
Αυτό δεν αλλάζει πάντως τίποτα από το κείμενό του και όσα ένιωσε στο γήπεδο πηγαίνοντας για πρώτη φορά. Ούτε για το γεγονός ότι ήθελε να πάρει κι άλλους μαζί του.
Επίσης σαν δημοσιογράφος είχε γράφει αρκετά θέματα για ποδοσφαιριστές της εποχής (κάποιους από αυτούς του αναφέρει και στο παραπάνω κείμενο).
Υπάρχει ένας Λατινοαμερικάνικος θρύλος που λέει ότι κάποια στιγμή στο Μεξικό ήταν μαζί σε ένα καφέ ο Márquez, o Borges και ο Benedetti. Οι δύο τελευταίοι, ως ελιτιστές, αντιδρούσαν σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τη μάζα. Συνεπώς θεωρούσαν το γήπεδο ως κάτι μιαρό.
Ήταν Κυριακή και ο Márquez τους πήρε και τους πήγε στο γήπεδο όπου η Pumas έπαιζε με την Toluca. Στο τέλος του παιχνιδιού, ο Borges εκνευρισμένος με τον εαυτό του που είχε παθιαστεί τόσο εκείνες τις 2 ώρες είπε στο Márquez ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία της ζωής του. Ο Benedetti από την άλλη τον ευχαρίστησε που του έδειξε αυτόν τον δρόμο, αυτό το νέο κανάλι του πάθους.
Κανείς δεν ξέρει σε ποιο βαθμό αυτό ήταν πραγματικό περιστατικό ή urban legend. Κανείς από τους 3 δεν επιβεβαίωσε ή διέψευσε ποτέ την ιστορία. Αλλά νομίζω ότι άξιζε την αναφορά