Ο κοντός που γεννήθηκε «φονιάς»
Ένα από τα πράγματα που λατρεύω είναι το να διαβάζω βιβλία. Αυτό όμως που λατρεύω ακόμα περισσότερο, όταν διαβάζω βιβλία, είναι να βρίσκω, σε αυτά, μικρές ιστορίες, και αναφορές, στο ποδόσφαιρο. Εξηγούμαι πως μιλάω για βιβλία άσχετα με κάθε είδους άθλημα. Σε ένα από τα τελευταία βιβλία που διάβασα, και το προτείνω σε όλους όσους αγαπούν το διάβασμα, ανακάλυψα μια τέτοια, αρκετά όμως μικρή, ιστορία. Το βιβλίο είναι του Λάσλο Κρασναχορκάι και έχει τον μυστηριώδη τίτλο «Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω». Αποτελείται από 17 ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους, και σε μία εξ αυτών, με τον τίτλο «Γεννιέται φονιάς», που αρχίζει στην σελίδα 185 της ελληνικής έκδοσης, βρίσκεται η μικρή αναφορά που, εδώ και μερικές γραμμές, σας ζαλίζω με δαύτη. Καλύτερα όμως να την μοιραστώ μαζί σας μιας και θεωρώ πως αξίζει τον κόπο. Μια ανάγνωση άλλωστε, σε κάτι πραγματικά ωραίο δεν νομίζω να είναι ποτέ κόπος.
Να πω πώς η ιστορία έχει ως κεντρικό ήρωα κάποιον που, αηδιασμένος από τον τρόπο που ζει, ουσιαστικά χωρίς φίλους, χωρίς ενδιαφέροντα, και κάνοντας μια δουλειά που (λογικά) μισεί θανάσιμα, αποφασίζει να τα παρατήσει όλα, σε μια μέρα, και να φύγει με το αεροπλάνο, για μια τυχαία πόλη, έτσι ώστε να αρχίσει μια νέα ζωή, με μοναδικά εφόδια τις λίγες οικονομίες που έχει μαζέψει τα χρόνια της βαρετής εργασίας του. Η πόλη αυτή είναι η Βαρκελώνη. Η όμορφη Βαρκελώνη όπως, και αυτός, την έχει στο μυαλό του. Μόνο που, στα δικά του μάτια, αυτή η όμορφη Βαρκελώνη, μεταμορφώνεται σε εκείνη την άσχημη πόλη, όπως την είχε παρουσιάσει ο σπουδαίος Ιναρίτου στην ταινία του Biutiful. Όσοι την έχετε δει θα με καταλάβετε καλύτερα. Όσοι δεν την έχετε δει, κάντε ένα καλό στον εαυτό της και αφιερώστε λίγο χρόνο για να την δείτε. Η Βαρκελώνη και με τα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια. Και με τις φτωχογειτονιές. Με τους κάθε λογής απατεώνες και με μπόλικες δόσεις μιζέριας κρυμμένης όμως καλά πίσω από χαμηλά φώτα. Σε μια άκρως αγχωτική στιγμή, λες και έχει πηδήσει μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου «Ο Ξένος» του Καμύ, και έχοντας ουσιαστικά χαθεί τόσο απ’ τον προορισμό του όσο κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό, αυτό που ουσιαστικά καταφέρνει να ηρεμήσει και να επαναφέρει τον ήρωα, και πάλι, στην πραγματικότητα δεν είναι άλλο απ’ το ποδόσφαιρο. Ας διαβάσουμε όμως καλύτερα τα λόγια του συγγραφέα.
«…έριξε μια ματιά γύρω στην πλατεία, ή μάλλον δεν ήταν ακριβώς πλατεία, παρά ένα μόνο άνοιγμα του δρόμου, διότι είχαν κατεδαφίσει ένα παλιόσπιτο ανάμεσα στα άλλα παλιόσπιτα, τόσο μόνο μεγάλωσε ο χώρος εκεί που καθόταν εκείνος, και όπου ένα τσούρμο παιδιά κλοτσούσαν μια μπάλα, τώρα μόνο τα παρατήρησε καλά, ο ένας κινούνταν αρκετά επιδέξια, έκανε σωστά ντριμπλαρίσματα, φαινόταν με την πρώτη ότι, μολονότι ήταν από τους κοντότερους, ήταν και ο περισσότερο ευφυής, διότι τα ντριμπλαρίσματά του δεν γινόταν έτσι απλά, δεξιοτεχνικά, αλλά έδειχνε να ξέρει τι κάνει, και ενώ οι άλλοι έτρεχαν πέρα δώθε και φώναζαν, προφανώς εδώ, εδώ, εδώ είμαι και τα τοιαύτα, αυτός, ο κοντός, δεν φώναζε, έδειχνε να τα παίρνει όλα στα σοβαρά, μάλιστα τώρα, που τον κοίταξε καλύτερα, το πρόσωπό του παρέμεινε εκπληκτικά, ή ακόμα περισσότερο, καταπληκτικά σοβαρό μέχρι το τέλος, λες και τα πάντα εξαρτώνταν από το αν εκείνος μπορούσε ή όχι να κατεβάσει με το στήθος του την μπάλα που ερχόταν διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο καταπάνω του ή το αν έδινε τη σωστή πάσα σε εκείνον που είχε τρέξει μπροστά, είναι σοβαρός διαπίστωσε, παραείναι σοβαρός, παρατηρούσε το μικρό χαμίνι με το βρώμικο πρόσωπο, μάλιστα, είναι πάντα, ακατάπαυστα, ακλόνητα σοβαρός, δηλαδή δεν παίρνει μέρος ούτε για μια στιγμή στη γενικευμένη χαρά των άλλων, που μπορεί να κλοτσάει την μπάλα, ίσως επειδή σε εκείνον δεν προκαλούσε χαρά, αλλά κάτι άλλο…»
Το βιβλίο είναι γραμμένο περίπου στα μισά της πρώτης δεκαετίας του 2000, σε μια περίοδο που ο ίδιος ο Κρασναχορκάι πέρασε αρκετές φορές και από την Βαρκελώνη, ως ταξιδιώτης. Διαβάζοντας αυτές τις λίγες γραμμές, για τον κοντό που μάγευε στους δρόμους της πόλης δεν μπορείς να μην σκεφτείς έναν άλλο κοντό που άρχισε να μαγεύει εκείνη, πάνω-κάτω, την περίοδο, στην ίδια πόλη, και που, ευτυχώς, συνεχίζει να μαγεύει ακόμα και σήμερα. Νομίζω πως η σχέση που έχει ο Κρασναχορκάι με το ποδόσφαιρο, και γενικά με τα σπορ, δεν είναι καν επιφανειακή και απέχει κατά πολύ από τη σχέση που είχαν με το ποδόσφαιρο άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς όπως ο Αλμπέρ Καμύ και ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, για παράδειγμα, αλλά ο τρόπος που αναφέρεται σε αυτό, και ο τρόπος που όλο αυτό το μεταφέρει, τόσο μοναδικά, δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Ιδίως αν λατρεύεις το άθλημα όπως εγώ. Το ποδόσφαιρο και η μαγεία που αυτό περικλείει άλλωστε ξεκίνησε σε μια αλάνα, και όσο και αν έχει αλλάξει στις μέρες μας, η λογική της αλάνας θα παραμένει για πάντα η βάση του. Ένας κοντός θα εμφανίζεται πάντα, και χωρίς πολλά πολλά, θα βγαίνει εκτός συστήματος και θα κάνει του κεφαλιού του. Κάπως έτσι θα μας χαρίζει πάντα μια σπουδαία στιγμή. Αυτή την μαγική στιγμή της αλάνας. Μπροστά όμως σε εκατοντάδες φλας, σύγχρονων γηπέδων και υπό το βλέμμα εκατομμυρίων θεατών.
Ξαναδιαβάζοντας το διήγημα δεν μπορώ να αποφασίσω σε ποιον αναφέρεται ο τίτλος. Αν φυσικά αναφέρεται σε κάποιον και όχι σε κάτι άλλο. Αυτό το «Γεννιέται φονιάς» πολλοί θα σκεφτούν πως θέλει να μας φανερώσει, ίσως να μας φωτογραφίσει, τον ταξιδιώτη ή κάτι άλλο από την χαμένη περιπλάνησή του στην πρωτεύουσα της Καταλωνίας. Ίσως όμως, αυτός ο φονιάς να ήταν ο πιτσιρίκος που, σοβαρός στα όρια του επαγγελματία, ζάλιζε τους φίλους του με τις ντρίμπλες του, έχοντας αυτό το παγωμένο βλέμμα, και βλέποντας στην μπάλα όλα τα όνειρα, και τις φιλοδοξίες, που μπορεί να έχει ένα παιδί μπας και καταφέρει να ξεφύγει από τον δρόμο και τις φτωχογειτονιές της πόλης του για κάπου πιο όμορφα. Για κάπου πιο λαμπερά. Εκεί που ίσως καταφέρει να βρει την γαλήνη και την ηρεμία που ψάχνει και ο ήρωας του σπουδαίου Ούγγρου συγγραφέα. Τώρα που το σκέφτομαι ξανά, για μένα, αυτή είναι και η καλύτερη εκδοχή και αυτή σκέφτομαι τελικά και να κρατήσω.