Ο μιγάς με τα πράσινα μάτια
Το 1919 η Βραζιλία κέρδισε την Ουρουγουάη με 1-0 και αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής στα γήπεδα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Αυτός ήταν και ο πρώτος της τίτλος και αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσουμε πως το ποδόσφαιρο της χώρας ήταν σε εμβρυακό στάδιο και σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Επίσης κουβαλούσε μαζί του και ένα σωρό ταξικά προβλήματα που έκαναν ακόμα δυσκολότερη την όλη κατάσταση. Αυτό φυσικά και δεν επηρέασε τον κόσμο που ξεχύθηκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει το σπουδαίο γεγονός. Μπροστά μπροστά δεν δέσποζε καμία σημαία, και κανένα λάβαρο, αλλά αυτό το ρόλο τον είχε αναλάβει ένα λασπωμένο παπούτσι. Ένα λασπωμένο παπούτσι με μια δεμένη μικρή ταμπελίτσα πάνω του που έγραφε: ο glorioso pe de Friendenreich. Το δοξασμένο παπούτσι του Φρίντενραϊχ. Ο Άρθουρ Φρίντενραϊχ ήταν ο μοναδικός σκόρερ της αναμέτρησης κάτι που τον είχε αναγάγει, όπως και ήταν λογικό, σε λαϊκό ήρωα για το Βραζιλιάνικο έθνος. Το εν λόγω παπούτσι μάλιστα έγινε τόσο διάσημο που μπήκε ως έκθεμα στη βιτρίνα του πιο ξακουστού, και ακριβού, κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της πόλης. Εκεί μπορούσε να το θαυμάσει ο καθένας, χωρίς φυσικά να έχει το δικαίωμα να το αγγίξει, όπως δεν μπορούσε να «αγγίξει» και τα κοσμήματα, ως ένα από τα πιο σημαντικά κειμήλια της εποχής. Ίσως και το πιο σημαντικό.
Ο Άρθουρ Φρίντενραϊχ γεννήθηκε το 1892 στο Σάο Πάολο, στη γωνία που σχημάτιζαν οι περιοχές Βιτόρια, που σημαίνει νίκη και η Τριούμφο που σημαίνει θρίαμβος. Γιος ενός Γερμανού επιχειρηματία, που είχε μεταναστεύσει εκεί χρόνια πριν, και μιας φτωχής μαύρης υπηρέτριας, και ήταν ο πρώτος μιγάς ποδοσφαιριστής της Βραζιλίας. Εκείνα τα χρόνια, με το ποδόσφαιρο να είναι ερασιτεχνικό, όπως έγραψα και νωρίτερα, δικαίωμα να παίξουν σε αυτό είχαν μόνο οι προνομιούχοι λευκοί της χώρας. Ο Φρίντενραϊχ δεν είχε γεννηθεί λευκός, ούτε και μαύρος. Ήταν μιγάς. Η καταγωγή και η θέση του πατέρα του στην κοινωνία του έδινε όμως το «ύψιστο δικαίωμα» ώστε να κλωτσά μια μπάλα και να παίζει μαζί της. Η εξαιρετική του τεχνική και η αλεγρία που ήταν εμφανέστατη στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με την φοβερή του κορμοστασιά, δεν άργησαν να του δώσουν τα προσωνύμια Τίγρης και Μαύρο Διαμάντι. Αν και αυτό που ήταν ακόμα πιο εύηχο, και ρεαλιστικό, ήταν αυτό που έβλεπαν τα κορίτσια κυρίως της εποχής και δεν ήταν άλλο από το «Ο μιγάς με τα πράσινα μάτια».
Ένας ιδιαίτερος δηλαδή συνδυασμός. Κάποιος γεννημένος από δύο διαφορετικούς στο χρώμα ανθρώπους που, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο φαινόμενο. Κάθε άλλο. Για την ιστορία ο Άρθουρ Φρίντενραϊχ θεωρείται και είναι, ακόμα και στις μέρες μας, ο σπουδαιότερος σκόρερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ακόμα και από τον σπουδαίο Πελέ. Έχει σκοράρει 1329 γκολ σε 1229 παιχνίδια την ίδια ώρα που ο Πελέ μετράει 1279 και είναι επίσης κάποιος που άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο που έβλεπαν οι Βραζιλιάνοι και κατ’ επέκταση και ο υπόλοιπος πλανήτης το άθλημα. Ο Πελέ πάντως συνηθίζει αστειευόμενος, ακόμα και σήμερα, να δηλώνει πως τα γκολ του Φρίντενραϊχ είναι 1229 σε 1329 παιχνίδια. Την αλήθεια, επισήμως, δεν πρόκειται να την μάθουμε ποτέ μιας και τα αρχεία χάθηκαν, μυστηριωδώς, την δεκαετία του ’60 όταν και πέθανε ο κολλητός του, και συμπαίκτης του σε πολλές ομάδες, Μάριο ντε Αντράντε. Ο μοναδικός άνθρωπος δηλαδή που είχε καταγεγραμμένα όλα τα παιχνίδια και όλα τα γκολ αναλυτικά σε πλήρη συνεργασία με τον πατέρα του διάσημου ποδοσφαιριστή.
Η ποδοσφαιρική του καριέρα ξεκίνησε το 1909 στην ομάδα «Γερμανία», μια ομάδα που είχαν δημιουργήσει Γερμανοί μετανάστες και που έπαιζε φιλικά παιχνίδια με άλλες ομάδες λευκών, κυρίως, τα πρωινά της Κυριακής. Το σπάνιο ταλέντο του φυσικά και δεν μπορούσε να τον εγκλωβίσει σε μια τόσο μικρή ομάδα και κάπως έτσι δεν άργησαν οι κρούσεις για μεταγραφές από μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες ομάδες. Μέχρι το 1929, όταν και πήγε να αγωνιστεί στην σπουδαία Σάο Πάολο, είχε προλάβει να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ με πέντε (5) διαφορετικές ομάδες στο πρωτάθλημα της περιοχής, κάτι που φυσικά και αποτελεί αξεπέραστο ρεκόρ μέχρι και στις μέρες μας. Αλλά δεν ήταν μόνο η σπάνια αίσθηση, και το ταλέντο του, στο να τελειώνει τις φάσεις σκοράροντας με το τσουβάλι τα γκολ αλλά και η μοναδική του ικανότητα στο να ντριμπλάρει τους αντιπάλους αμυντικούς με τέτοια μάλιστα μαεστρία που θεωρείται από μεγάλη μερίδα βραζιλιάνων καλύτερος ακόμα και από τον θρυλικό Γκαρίντσα. Ο πρώτος παίκτης που καθιέρωσε τον κλασικό βραζιλιάνικο τρόπο παιχνιδιού που στις μέρες μας είναι γνωστός ως Joga Bonito, «το όμορφο παιχνίδι», ήταν αυτός. Το παιδάκι που ήθελε μισή ώρα πριν από κάθε παιχνίδι ώστε να ισιώσει το άφρο μαλλί του για να μην χλευαστεί από το κοινό, εκείνος ο μιγάς που τους χάρισε το πρώτο τους μετάλλιο.
Ήταν ο πρώτος που περιφρόνησε ηθελημένα τις συντηρητικές τακτικές των Άγγλων και το κορυφαίο σύστημα της εποχής, το πασίγνωστο 2-3-5, που είχε φτάσει και στη Βραζιλία και το χρησιμοποιούσαν και οι εκεί ομάδες. Ένα σύστημα που ήθελε στην επίθεση πέντε (5) παίκτες να κυνηγούν κυρίως βαθιές μπαλιές. Αυτός έβαλε τον εαυτό του στην επίθεση, έχοντας όμως τέσσερις παίκτες πίσω του, στην ευθεία, ή έχοντας ως στήριγμα κάποιον με παρόμοια χαρακτηριστικά, σε δυάδα, σε ένα πρώιμο 2-4-2-2. Και αυτό πολύ απλά επειδή ήθελε να βρίσκει περισσότερους χώρους για να ντριμπλάρει στο «ένας με ένας». Μάλιστα αυτό ήρθε σε πλήρη εφαρμογή, για πρώτη φορά, απέναντι σε Άγγλους, στο ντεμπούτο του με τα χρώματα της χώρας, όταν και η εθνική Βραζιλίας έδωσε το πρώτο της διεθνές παιχνίδι απέναντι στην Έξετερ, το 1914, επικρατώντας μάλιστα με 2-0. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που ο κόσμος κατάλαβε πως εκτός από ένας χαρισματικός ποδοσφαιριστής ήταν και ένας σπουδαίος μαχητής, μένοντας στην αναμέτρηση ακόμα και μετά από μια βίαιη κλωτσιά που είχε δεχθεί στο πρόσωπο, χάνοντας τα δυο του μπροστινά δόντια και αγωνιζόμενος με αφόρητους πόνους μέχρι και το τελικό σφύριγμα.
Ο Άρθουρ Φρίντενραϊχ ήταν ο πρώτος σπουδαίος σταρ του ποδοσφαίρου μιας χώρας που έχει γεννήσει αμέτρητους από δαύτους. Ο ποδοσφαιριστής που όπου έπαιζε γίνονταν κυριολεκτικά πανζουρλισμός. Αυτός που όταν μάγευε, στα τέλη του 1920, στην Παουλιστάνο, ουσιαστικά ώθησε το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό κοινό να απαιτήσει μια περιοδεία της ομάδας για να μπορέσει να τον δει από κοντά να κάνει τα ζογκλερικά του με την μπάλα στα πόδια. Ο διάσημος αθλητής του ποδοσφαίρου που όταν κυκλοφορούσε, φορώντας τα πανάκριβα κοστούμια του στα καλύτερα νυκτερινά κλαμπ για να πιει τα ακριβά ποτά του και να φλερτάρει δίχως κανένα όριο με κάθε θηλυκό, υπήρχαν γύρω του ακόμα και σωματοφύλακες ώστε να εμποδίζουν τα πλήθη που ήθελαν απλά να τον ακουμπήσουν, ικετεύοντας για ένα αυτόγραφο. Ο μιγάς πρωταθλητής έπεσε όμως θύμα του προέδρου της χώρας, Επιτάσιο Πεσσόα, όταν ο δεύτερος αποφάσισε το 1920 και το 1921 να μην επιτραπεί στους μαύρους Βραζιλιάνους παίκτες να πάρουν μέρος στην εθνική. Ο λόγος; “Να μη χαλάσει η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και να δείξει η Βραζιλία το καλό της πρόσωπο”. Τελικά πείστηκε να δώσει “χάρη” στον Φρίντενραϊχ το 1922 κι η Βραζιλία κατέκτησε τον τίτλο.
Το σπουδαιότερο όμως από όλα στην τεράστια καριέρα του «μιγά με τα πράσινα μάτια» ήταν ότι έφερε στο μεγαλοπρεπές στάδιο των λευκών, που ήταν γεμάτο από κανόνες και σκουριασμένες τακτικές, την ασέβεια και τον τρόπο παιχνιδιού των παιδιών σκούρου χρώματος που έμαθαν να διασκεδάζουν κλωτσώντας, σαν να χορεύουν πολλές φορές, μια κουρελιασμένη μπάλα στα προάστια. Εκεί δηλαδή που γεννήθηκε ένα στυλ γεμάτο φαντασία. Ένα στυλ που προτιμά την ευχαρίστηση από το αποτέλεσμα. Ένα στυλ άναρχο που πάντα θα προσφέρει καλύτερο θέαμα ακόμα και από την πιο οργανωμένη επίθεση. Ένα στυλ ποδοσφαίρου που πηγάζει από ένα πλούσιο σε συναισθήματα λαό που όταν τα εξωτερικεύει αυτά μετατρέπονται σε ποίηση. Ποδοσφαιρική ποίηση. Αυτή η πλαστικότητα και η ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει τους Βραζιλιάνους και που είναι δυσνόητη πολλές φορές για τους Ευρωπαίους. Τότε που, ευτυχώς για το άθλημα, «καταργήθηκαν όλες οι ποδοσφαιρικές γωνίες» όπως έγραψε και ο Γκαλεάνο, δίνοντας τη θέση τους στην ελευθερία. Σε μια πιο αφηρημένη Τέχνη ενός νέου ποδοσφαιρικού καμβά μακριά από κάθε συμβατική έννοια. Μια ελευθερία που έγινε όμορφη στο μάτι και έρωτας στην καρδιά και στο μυαλό για τον απλό φίλο του αθλήματος και που -ευτυχώς- συνεχίζει να συγκινεί ακόμα και στις μέρες μας.
2 σχόλια σχετικά με το “Ο μιγάς με τα πράσινα μάτια”
Τρομερό άρθρο, μαύρος ήταν και ο Αντράντε της Ουρουγουάης που είχε φήμη τεράστια. Η Βραζιλία αν δεν γυρίσει στο Joga Bonito θα χάσει το μυθο της, που τον έχτισαν 2-3 συγκεκριμένες ομάδες του 58, του 70 και του 82…
Υπέροχο αφιέρωμα. Πολύ παλιά είχα διαβάσει μια ιστορία σε αθλητική εφημερίδα για τον Φρίντενραϊχ. Πριν τον τελικό του ’19, καθώς πήγε να μπει στο γήπεδο ένας αστυνομικός τον προπηλάκισε και του αρνήθηκε την είσοδο, λέγοντάς του ότι ως μαύρος δεν είχε θέση εκεί. Τη λύση έδωσαν οι άνθρωποι της ομοσπονδίας -που είχαν αντιληφθεί την απουσία του- εξηγώντας ότι είναι παίχτης της ομάδας. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, ο συγκεκριμένος αστυνομικός φίλησε το παπούτσι του και τον πήρε στους ώμους για να πανηγυρίσει, αποδεικνύοντας τη δύναμη του ποδοσφαίρου. Όσο κι αν έψαξα στο διαδίκτυο δεν μπόρεσα να τη διασταυρώσω, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον ήταν αστικός μύθος, αλλά όπως είπε κάποιος: μην αφήνεις την πραγματικότητα να καταστρέψει μια υπέροχη ιστορία.