Βίος και πολιτεία του Λουτσιάνο Γκαούτσι
Μέσα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, οι μεγάλες στιγμές, οι σπουδαίοι παίκτες και οι τεράστιες ομάδες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με υπερ-γραφικές παρουσίες. Ειδικά στις μικρότερες ομάδες της χώρας. Μια τέτοια περίπτωση είναι κι ο Λουτσιάνο Γκαούτσι που οι ιστορίες του και ο μύθος του περιπλέκονται μέσα στα περίπου 40 χρόνια ενεργούς παρουσίας στα δρώμενα της Ιταλίας. Ο Γκαούτσι εμφανίζεται αρχικά ως οδηγός αστικού λεωφορείου στη Ρώμη, στην ATAC και στη συνέχεια ιδρύει μια εταιρεία καθαρισμού. Το όνομά της “Λα Μιλανέζε” κι ο αστικός μύθος λέει ότι επέλεξε το όνομα γιατί ήθελε να πιάσει η εταιρεία στο δύσκολο και υπεροπτικό βορρά της χώρας. «Δεν θα έκανα δουλειές στη βόρεια Ιταλία, αν ήξεραν ότι έχουμε έδρα τη Ρώμη», φέρεται να έχει πει. Σιγά σιγά μεγαλώνει την εταιρεία και καταφέρνει να κάνει συμβόλαιο με το Μαλπένσα, το αεροδρόμιο του Μιλάνου.
Η μεγάλη του αγάπη όμως είναι τα άλογα (θυμίζοντας μια δική μας περίπτωση). Ο «Μπιγκ Λουτσιάνο» γίνεται ιδιοκτήτης στη Allevamento White Star, μια εταιρεία που μεγαλώνει καθαρόαιμα άλογα για ιπποδρομίες. Αγοράζει ένα καθαρόαιμο ιρλανδέζικο άλογο που κανείς δεν πιστεύει ότι έχει ταλέντο, πέρα από τον Λουτσιάνο. Του δίνει το όνομα Τόνι Μπιν (τόσο σπουδαίο έγινε το άλογο που έχει δικό του λήμμα στη wikipedia), το όνομα είναι ενός Ιταλού ζωγράφου που ο Γκαούτσι είχε γνωρίσει στους δρόμους του Παρισιού και από τον οποίο τελικά αγόρασε και έναν πίνακα. Ο Τόνι Μπιν, μέσα στη ζωή του αυτοδημιούργητου Γκαούτσι, είναι ίσως η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη επιχειρηματική κίνηση. Τον αγοράζει με 12 εκατομμύρια λιρέτες κι ο Τόνι εξελίσσεται σε πουλέν (καλό ε), κατακτώντας ένα σωρό αγώνες. Ανάμεσα σε αυτούς και τον αγώνα της Αψίδας του Θριάμβου, που αν κατάλαβα καλά πρέπει να είναι κάτι σαν το Τσάμπιονς Λιγκ των ιπποδρομιών ή έστω το Γιουρόπα Λιγκ. Ο Γκαούτσι βγάζει ένα σωρό χρήματα από τους αγώνες, αλλά τα περισσότερα τα βγάζει όταν πουλάει τον Τόνι Μπιν σε μια οικογένεια Γιαπωνέζω για περίπου 5 δισεκατομμύρια λιρέτες (μερικά εκατομμύρια Ευρώ).
Έφτασε η στιγμή μετά από τόσα χρόνια στο Σομπρέρο να βάλουμε βίντεο… ιπποδρομίας.
(μετά τα 2′ στο βίντεο το φοβερό φίνις του Τόνι Μπιν)
Ο Γκαούτσι δεν μένει στάσιμος όμως επιχειρηματικά και ιδρύει μια ακόμα εταιρεία, τη Galex, αυτή τη φορά με ρούχα. Έχει όμως ήδη μπει στο ποδόσφαιρο, καθώς γίνεται αντιπρόεδρος της Ρόμα στα χρόνια του Ντίνο Βιόλα. Το σαράκι του παραγοντισμού και η συμβουλή του Τζούλιο Αντρεότι, τότε προέδρου της Ιταλίας, τον οδηγούν στην επόμενη κίνηση. Έτσι, το 1991 αγοράζει την Περούτζια που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Ο Γκαούτσι βλέπει μια ευκαιρία και όπως κάνει συχνά στη ζωή του, την αρπάζει. Ο Μπιγκ Λουτσιάνο με το κλασικό του χαμόγελο χρησιμοποιεί όσα έχει μάθει στις δουλειές του. Όσα τον έχουν φτάσει εκεί. Τον παρορμητισμό, τα ρίσκα, το να αγοράζει φτηνά και να πουλάει ακριβά. Η Περούτζια μετά την εκπληκτική χρονιά του 1979 (όταν και βγήκε 2η στη Serie A και έγινε η πρώτη αήττητη ομάδα που δεν κατέκτησε πρωτάθλημα στην Ιταλία), πέρασε σε χρόνια παρακμής. Έμπλεξε δυο φορές σε σκάνδαλα και υποβιβάστηκε εξαιτίας τους δύο φορές. Το 1991 τη βρίσκει στην 3η κατηγορία κι ο Γκαούτσι προσπαθεί να την αναστήσει. Για να το καταφέρει, αλλάζει τους προπονητές σαν τα πουκάμισα (από το 1991 μέχρι το 1999 έχει αλλάξει 15 προπονητές).
Πράγματι, το 1993, η Περούτζια κατακτά την άνοδο στα πλέι-οφ. Ο απίστευτος Γκαούτσι λίγο πριν το ταξίδι για το ματς της ανόδου διώχνει τον κόουτς Νοβελίνο που δεν θέλει πολιτικούς να ταξιδεύουν μαζί με την ομάδα στο τσάρτερ. Η απόλυση δεν επηρεάζει την ομάδα. Ο κόσμος στην Περούτζια πανηγυρίζει τελικά την άνοδο. Αλλά για μια ομάδα μπλεγμένη μονίμως σε σκάνδαλα, ένα ακόμα δεν αποτελεί έκπληξη. Βλέπετε, εκείνη τη χρονιά, ο Γκαούτσι έχει πουλήσει ένα άλογο στον πεθερό του διαιτητή Σεντζάκουα, ένα άλογο όμως που προορίζεται για τον ίδιο τον διαιτητή που είναι κι αυτός λάτρης τους. Ο Γκαούτσι έχει συναντηθεί αρκετές φορές με τον Σεντζάκουα κι ο τελευταίος έχει παίξει σε 2 αγώνες την Περούτζια. Ο Λουτσιάνο αρνείται ότι οι συναντήσεις είχαν κάποια σχέση με την μπάλα, αλλά ο διαιτητής πέφτει σε αντιφάσεις. Η Περούτζια τιμωρείται, χάνει την άνοδο και στον Γκαούτσι απαγορεύεται η είσοδος στους αγωνιστικούς χώρους για τρία χρόνια.
Δεν μυρίζει λίγο Ελλαδίτσα; Πέσιμο στον διαιτητή, καβγάς με τον αντίπαλο πρόεδρο…
Τίποτα από όλα αυτά δεν σταματά τον “Λουτσιανόνε”. Συνεχίζει να πηγαίνει κανονικά στο γήπεδο και κάθε φορά μαζεύει καινούριο πρόστιμο, το οποίο και πληρώνει σαν κύριος. Θεωρεί ότι υπεύθυνος είναι ο Βιτσέντζο Ματαρέζε, πρόεδρος της Μπάρι, με τον οποίο έχουν κάκιστη σχέση. Η Περούτζια τα καταφέρνει την επόμενη χρονιά και ανεβαίνει στη Β’ εθνική. Όχι φυσικά χωρίς διάφορα τραγελαφικά. Οι παίκτες διαμαρτύρονται έντονα γιατί ο Γκαούτσι τους τιμωρεί σχεδόν μετά από κάθε ήττα. Τους απομονώνει σε ξενοδοχεία μόνο με ψωμί και νερό (!!). Εννοείται ότι αλλάζει κόουτς, παρά την άνοδο, κάνοντας τον βοηθό Βιβιάνι πρώτο προπονητή. Αποκαλύπτεται όμως ότι ο Βιβιάνι δεν έχει δίπλωμα και έτσι ο Γκαούτσι μένει χωρίς κόουτς πριν το ματς με την Ουντινέζε. Κανένα πρόβλημα. Ο τιμωρημένος ιδιοκτήτης, κάθεται ο ίδιος στον πάγκο, δίνει εντολές και καθοδηγεί την Περούτζια (πληρώνοντας φυσικά και το πρόστιμο).
Παρά τις γραφικότητες και τις παραξενιές, ο Γκαούτσι κάνει και σωστά πράγματα. Κυρίως, ξέρει να ανακαλύπτει ταλέντα. Καταφέρνει τελικά και οδηγεί την ομάδα στη Serie A, το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα. Το πετυχαίνει με τον Τζιοβάνι Γκαλεόνε στον πάγκο, έναν πολύ αξιόλογο προπονητή, ο οποίος παραλίγο να το πληρώσει με τη ζωή του την επόμενη περίοδο. Μπαίνει στο νοσοκομείο αφού έχει καταρρεύσει ψυχολογικά από την πίεση και βρίσκεται στα όρια καρδιακής ανακοπής. Ο παλιός κόουτς Νοβελίνο τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο και βγαίνοντας δηλώνει ότι για όλα φταίει ο Γκαούτσι. Η Περούτζια με παίκτες όπως ο Μίχελ Κρέεκ (που πέρασε από την ΑΕΚ), ο Μάρκο Νέγκρι, ο Λούκα Μπούτσι και με μικρότερο ρόλο οι νεαροί και ταλαντούχοι Ματεράτσι και Γκατούζο βρίσκεται στην 8η θέση την 11η αγωνιστική, αλλά η συνέχεια δεν είναι καλή. Ο Γκαλεόνε απολύεται τελικά, ο Νέβιο Σκάλα έρχεται, αλλά δεν σώζει την ομάδα που υποβιβάζεται.
Η Περούτζια καταφέρνει να ανέβει ξανά και περνάει την πιο σταθερή περίοδο της ιστορίας της, καθώς βρίσκεται στη μέση της βαθμολογίας. Αυτό γίνεται χάρη και στον Σέρσε Κόσμι τον εξίσου εκκεντρικό προπονητή που καταφέρνει να μείνει σταθερός για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι τον υποβιβασμό το 2004. Ο Κόσμι οδηγεί την Περούτζια στην κατάκτηση μιας από τις τρεις θέσεις του Ιντερτότο το 2003 (“κατακτώντας” το μαζί με τη Βιγιαρεάλ και τη Σάλκε, σε ένα ρεσιτάλ γραφικότητας της ΟΥΕΦΑ) και παίρνει το εισιτήριο για το κύπελλο ΟΥΕΦΑ, εκεί που αποκλείει τον Άρη για να φτάσει στον 3ο γύρο και να χάσει από την PSV του Κέζμαν. Σε όλα αυτά τα χρόνια, ο Γκαούτσι βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο. Ως… οραματιστής ανοίγει την πόρτα του συλλόγου σε παίκτες από άλλες ηπείρους. Αυτό έχει άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά αποτελέσματα. Είναι αυτός που φέρνει τον Χιντετόσι Νακάτα το 1998 στην Ιταλία και δικαιώνεται από την μετέπειτα πορεία του Γιαπωνέζου, τον μοσχοπουλάει στη Ρώμη, αφού οι φανέλες της Περούτζια ξεπουλάνε στην Ιαπωνία κι ο Γκαούτσι συναντά σε δείπνο τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο Μπιγκ Λουτσιάνο θα μπει στα πολιτικά.
Παράλληλα, γίνεται διάσημος παγκοσμίως όταν το 2002 μετά τον διαβόητο αποκλεισμό της Ιταλίας από τη Ν. Κορέα στο Μουντιάλ δηλώνει ότι δεν θα πληρώνει το Νοτιοκορεάτη παίκτη του Αν, που σκόραρε το γκολ και “έβλαψε το ποδόσφαιρο της χώρας”. Μετά από τον χαμό, παίρνει πίσω την απόφασή του και προσπαθεί να τον κρατήσει στην ομάδα, αλλά δεν τα καταφέρνει. Παίρνει στην Περούτζια… δέκα Αιθίοπες διεθνείς που ζητούν πολιτικό άσυλο (ελπίζοντας να πιάσει κελεπούρι), αλλά τελικά κανείς δεν παίζει. Ο Γκαούτσι όμως κερδίζει το παράσημο του “Ιππότη της Ειρήνης” γι’ αυτό. Φέρνει δύο παίκτες από το Εκουαδόρ που μαθαίνει από το Ίντερνετ, ένας εξ αυτών ο Ιβάν Καβιέδες από την Έμελεκ, 1ος σκόρερ στη χώρα που τελικά γίνεται γυρολόγος. Φυσικά ανοίγει και τον δρόμο για Έλληνες, όπως ο Ζήσης Βρύζας κι ο Τραϊανός Δέλλας, αλλά κι οι Λουμπούτης και Ναλιτζής. Εκτός από Γιαπωνέζο και Κορεάτη, φέρνει και τον πρώτο Κινέζο στην Ιταλία. Τον Μα Μινγκιού. Ο Γκαούτσι έχει δει τον αγώνα Κίνας-Ιαπωνίας και εντυπωσιάζεται από έναν παίκτη. Ο αστικός μύθος λέει ότι οι σκάουτερ της Περούτζια, στο επόμενο ματς της Κίνας είδαν την ομάδα με διαφορετικά νούμερα και παίκτες σε άλλες θέσεις, οπότε βλέπουν κάποιον άλλον παίκτη και τελικά φέρνουν άλλον στην Ιταλία. Αν και η ιστορία ακούγεται τραβηγμένη, το σίγουρο είναι ότι ο Μα Μινγκιού μοιάζει πολύ μεγαλύτερος από τα 27 του, δεν μιλάει σε κανέναν κι οι Ιταλοί τον φωνάζουν Λούκα. Δεν παίζει παρά μόνο σε ένα φιλικό και πηγαίνει στη Β’ ομάδα, εκεί που του κολλάνε το παρατσούκλι “ο παππούς. Κι αν ο Κινέζος βγήκε παλτό, το μεγαλύτερο παλτό στα χρόνια Γκαούτσι δεν ήταν από την Ασία (ο Γκαούτσι έφερε και Ιρανούς), αλλά από την Αφρική.
Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Δίπλα του ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο.
Ο Αλ Σαάντι Καντάφι είναι γιος του Μουαμάρ Καντάφι και από μικρός λάτρευε το ποδόσφαιρο. Το όνειρό του να γίνει σπουδαίος και τρανός ποδοσφαιριστής ήταν εύκολη στη Λιβύη που δύσκολα κάποιος τον μάρκαρε στενά και έκανε κουμάντο. Αλλά τα πράγματα άλλαξαν όταν μετά έγινε παίκτης της Περούτζια. Ο Γκαούτσι ελπίζοντας σε οικονομική βοήθεια από το κράτος της Λιβύης και αφού ο Μπερλουσκόνι του λέει ότι θα έτσι θα βελτιωθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, τον έφερε στην Ιταλία και τον υποδέχτηκε με όλες τις τιμές που άρμοζαν. Οι κάμερες του Αλ Τζαζίρα τον ακολουθούσαν στις προπονήσεις, στις οποίες φτάνει με την κατακίτρινη Λαμποργκίνι του. Έχει κλείσει έναν όροφο γι’ αυτόν και τη γυναίκα του στο ξενοδοχείο πέντε αστέρων που μένει. Ο Γκαούτσι τον παρουσιάζει ως παράδειγμα μάλιστα στους άλλους παίκτες του, να δουν τι θυσίες κάνει ένας πλούσιος άνθρωπος για να παίξει ποδόσφαιρο, ενώ αυτοί τεμπελιάζουν. Πράγματι, ο Καντάφι έχει προσλάβει για γυμναστή τον Μπεν Τζόνσον μπας και καταφέρει να σταθεί στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Δεν αποτελεί έκπληξη σε κανέναν όταν βρίσκεται ντοπαρισμένος. Ο Καντάφι δεν είναι φυσικά σε επίπεδο Περούτζια, δεν είναι σε επίπεδο ούτε για 5×5. Παίζει 15 λεπτά σε ένα ματς με τη Γιουβέντους κόβοντας βόλτες στον αγωνιστικό χώρο κι αυτό είναι. Περνάει από Ουντινέζε και Σαμπντόρια με την ίδια επιτυχία και τελικά αργότερα γίνεται αρχηγός των ειδικών δυνάμεων στη Λιβύη (ξεκάθαρα επειδή το αξίζει). Πριν λίγα χρόνια πάντως, εμφανίστηκε στο ebay η (ας πούμε) ιδρωμένη φανέλα του από εκείνο το ματς, με τιμή 10.000 δολάρια.
Την ίδια περίοδο, ο Γκαούτσι αγοράζει κι άλλες ομάδες, όπως τις Βιτερμπέζε και Σαμπενετέζε, αλλά και την Κατάνια στην οποία βάζει πρόεδρο τον 23χρονο γιο του Ρικάρντο. Έτσι, για να παίζει. Στη Βιτερμπέζε (που την έχει για θυγατρική της Περούτζια) κάνει ακόμα κάτι ξεχωριστό. Βάζει μια γυναικά για προπονητή, την παλιά διεθνή επιθετικό Καρολίνα Μοράτσε, τραβώντας για μια ακόμα φορά τα φώτα πάνω του. Η Μοράτσε αντέχει μόλις δύο αγώνες στον πάγκο, αφού παραιτείται γιατί δεν ανέχεται τις παρεμβάσεις του (τουλάχιστον ξέρουμε ότι δεν ήταν κάτι σεξιστικό, ο Λουτσιανόνε το κάνει ανεξαρτήτως φύλου).
Εδώ με την Ελιζαμπέτα Τουλιάνι, από ένα φλογερό έρωτα το 2002. Η Τουλιάνι είναι η συμβία του γνωστού πολιτικού Τζανφράνκο Φίνι πλέον.
Όπως συνήθως γίνεται, η απότομη άνοδος έχει ως αποτέλεσμα μια ακόμα πιο απότομη πτώση. Ο Γκαούτσι συνεχίζει να προσπαθεί να αποκτήσει τη δημοσιότητα που τόσο ποθεί. Θέλει να υπογράψει γυναίκα ποδοσφαιριστή για να παίξει στην ανδρική ομάδα, τα βάζει με την Ομοσπονδία, αλλά τα πραγματικά προβλήματα είναι άλλα. Η Περούτζια χρωστάει. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλους συλλόγους, αλλά ο Γκαούτσι δεν έχει να πληρώσει ούτε κάποιες δόσεις. Η Περούτζια μετά από βασανιστικά μπαράζ υποβιβάζεται το 2004 και περίπου ένα χρόνο μετά πτωχεύει. Ο Γκαούτσι φεύγει στον Άγιο Δομίνικο “για διακοπές” με ένα ένταλμα να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Οι διακοπές κρατάνε τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ οι γιοι του Αλεσάντρο και Ρικάρντο (στους οποίους έχει αφήσει την Περούτζια) καταδικάζονται και μπαίνουν φυλακή. Οι κατηγορίες είναι ότι πάνω από 40 εκατομμύρια € από τα ταμεία της Περούτζια πήγαν σε άλλες επιχειρήσεις της οικογένειας, ενώ τα 20 εκατομμύρια για τη μεταγραφή του Νακάτα στη Ρόμα χάθηκαν κάπου στον δρόμο. Ο Γκαούτσι αποκτά ακόμα έναν γιο στα 71 του, το κλίμα του Σάντο Ντομίνγκο βοηθάει. Μετά από τρία χρόνια και αφού έχει πετύχει η ποινή του για τρία χρόνια να είναι με αναστολή επιστρέφει στην Ιταλία. Από τότε χάνεται. Αντιμετωπίζει και προβλήματα υγείας, οπότε οι εμφανίσεις του είναι λίγες. Ο γιος του Ρικάρντο συνεχίζει το έργο του μπαμπά, καθώς γίνεται ιδιοκτήτης της Φλοριάνα στη Μάλτα. Ο Γκαούτσι είναι ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους ενός ποδοσφαίρου που πεθαίνει. Είναι δύσκολο πλέον να συναντήσεις τέτοιες μορφές. Ίσως και για το καλύτερο.
4 σχόλια σχετικά με το “Βίος και πολιτεία του Λουτσιάνο Γκαούτσι”
Φοβερό άρθρο. Εύγε!
Καλά θα ήταν να είχαν εξαφανιστεί. Το όνομα Κουγιας δε σας λέει κάτι;
το δεξι (οπως φαινοταν απο την τιβι) πεταλο του ρενατου κουρι ειναι το πιο καλλιφωνο που εχω ακουσει…
συμπαθης ομαδα των 90’ς, οχι απαραιτητα για τους ελληνες που επαιξαν εκει…
διορθωση: ρενατο κουρι…