Όταν ο Ρενέ Χιγκίτα κατέληξε στη φυλακή για 7 μήνες
Θα ήταν ένα συνηθισμένο βραδάκι για τους περισσότερους Κολομβιανούς, αλλά όσοι αποφάσισαν να ανοίξουν την τηλεόρασή τους στις 4 Ιουνίου του 1993 και να δουν ειδήσεις βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Σε μια χώρα που έχει μάθει να ζει με το έγκλημα και τον φόβο, με τους νεκρούς και τα καρτέλ, μια σύλληψη δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό. Όταν όμως η σύλληψη έχει να κάνει με έναν από τους πιο δημοφιλείς αθλητές της χώρας, ένα ίνδαλμα, έναν άνθρωπο που το ιδιόρρυθμο στιλ του τον έκανε αναγνωρίσιμο σε κάθε σπίτι που βλέπει μπάλα, όλοι μένουν έκπληκτοι. Έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ, όταν ένας σταρ εμφανίστηκε να αποβιβάζεται από το ελικόπτερο της αστυνομίας φορώντας χειροπέδες, με δεμένο το πόδι (ήταν τραυματίας εκείνη την εποχή) και να μπαίνει μέσα σε ένα περιπολικό για να μεταφερθεί στις φυλακές. Ήταν η αρχή μιας πολύμηνης περιπέτειας του Ρενέ Χιγκίτα, του σπουδαίου και εκκεντρικού τερματοφύλακα της Κολομβίας.
Θα πει κάποιος ότι δεν είναι τόσο περίεργο. Ο Χιγκίτα ήταν παίκτης της Ατλέτικο Νασιονάλ, ήρωας στο ιστορικό της Κόπα Λιμπερταδόρες του 1989 που κατέκτησε με πολλές… υποσημειώσεις. Η ομάδα από το Μεντεγίν είχε απειλήσει και πιθανώς χρηματίσει, ενώ ο Εσκομπάρ φέρεται να είχε βοηθήσει πολύ εκείνη την περίοδο. Ο Χιγκίτα δεν ήταν άγνωστος του Εσκομπάρ, τον είχε επισκεφτεί μαζί με άλλους ποδοσφαιριστές στη “φυλακή” που είχε φτιάξει ο ίδιος ο έμπορος. Η αλήθεια είναι όμως, ότι ο Ελ Λόκο συνελήφθη για μια περίπτωση για την οποία ο ίδιος πίστευε και πιστεύει ότι έκανε “καλή πράξη”. Παραδέχεται ότι στη ζωή του εκείνα τα χρόνια γνώρισε πολλούς ανθρώπους που δεν ήταν… νόμιμοι. «Έκανα πολλούς φίλους, αρκετοί ήταν έμποροι ναρκωτικών. Δεν μπορώ να αλλάξω, η καρδιά μου δεν μπορεί να αλλάξει. Γνώρισα παραστρατιωτικούς, γνώρισα και αντάρτες, μου φέρθηκαν όλοι με σεβασμό και τους σεβάστηκα κι εγώ. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, μιλάω με όλους. Γι’ αυτό ζω με ηρεμία γιατί είμαι φίλος με όλους», δήλωσε σε συνέντευξή του.
Ανάμεσα σε αυτούς τους φίλους του Χιγκίτα ήταν κι ο Λουίς Κάρλος Μολίνα Γιέπες. Φαινομενικά, ο Μολίνα ήταν ένας φιλήσυχος τραπεζίτης. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας “συνεργάτης” του Πάμπλο Εσκομπάρ και αργότερα, μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ, δούλεψε και με το καρτέλ του Κάλι. Καταδικάστηκε ερήμην το 1995 ως ηθικός αυτουργός για τη δολοφονία του Γκιγιέρμο Κάνο Ισάσα, εκδότη της εφημερίδας Ελ Εσπεκταδόρ (η συγκεκριμένη εφημερίδα μέτρησε έξι θανάτους εργαζομένων της από το καρτέλ, το τίμημα της σωστής δημοσιογραφίας), και τελικά συνελήφθη το 1997 για το έγκλημα. O «τραπεζίτης του καρτέλ» ξέπλενε χρήμα, αλλά ήταν κι ο άνθρωπος στον οποίο οι sicarios (οι εκτελεστές του καρτέλ) πήγαιναν για να πληρωθούν. Έτσι λειτούργησε ως ενδιάμεσος κρίκος και στη δολοφονία του εκδότη, πληρώνοντας τους δολοφόνους. Επειδή συνήθως, όπως λέει και ο σοφός λαός, όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, έτσι κι ο Μολίνα έμπλεξε άσχημα. Με τον Εσκομπάρ να βρίσκεται στη δύση της καριέρας του και κυνηγημένος, ο Μολίνα μπήκε στο μάτι του “Πατρόν” γιατί άρχισε να συνεργάζεται με τους εχθρούς του. Όπως λέγεται, ο Εσκομπάρ διέταξε την απαγωγή της 15χρονης κόρης του τραπεζίτη, καθώς εκείνη την περίοδο χρειαζόταν χρήματα και κατέφευγε σε αρκετές τέτοιες ενέργειες.
Τι κάνεις σε αυτές τις περιπτώσεις; Πας στην αστυνομία; Στην Κολομβία των 90s κάτι τέτοιο δεν έπαιζε ως ενδεχόμενο, ειδικά αν είσαι κι εσύ χωμένος στο έγκλημα. Ο τραπεζίτης έπρεπε να βρει ένα έμπιστο άτομο και πλησίασε τον Χιγκίτα. «Ήμουν λίγο φίλος του Εσκομπάρ. Αλλά αυτό το λίγο φίλος ήταν αρκετό για να με θέλουν όλοι για φίλο τους», έχει πει ο Ρενέ. Έτσι λοιπόν, η οικογένεια Μολίνα επέλεξε τον διάσημο Χιγκίτα και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει, να δώσει τα χρήματα που χρειάζονταν. Σύμφωνα με τα όσα λέει ο Χιγκίτα, δεν μπόρεσε να πει όχι. Θέλετε η καλή του η καρδιά; Θέλετε η χαζομάρα που τον έδερνε; Πάντως συμφώνησε. Πήρε τα χρήματα (ένα ποσό που γράφεται ότι ήταν περίπου 300.000 δολάρια), συνάντησε τους απαγωγείς και τελικά η κόρη του Μολίνα απελευθερώθηκε. Στη συνέχεια βέβαια, ο Μολίνα πλησίασε τους Los Pepes (όσοι έχουν δει Narcos, γνωρίζουν) για να κυνηγήσουν άτομα του Εσκομπάρ, αλλά ξεφεύγουμε πολύ από το θέμα μας.
Η απαγωγή έγινε τέλη Απριλίου και τον Ιούνιο η αστυνομία συνέλαβε τον εν ενεργεία τερματοφύλακα. Ο Χιγκίτα είχε πάρει 50.000 ως δώρο για τη συμβολή του. Ο ίδιος επέμενε ότι δεν τα ήθελε, δεν ήταν μίζα, αλλά ότι η οικογένεια του τα χάρισε για το μεγάλο καλό που τους έκανε. Το σίγουρο όμως είναι, ότι ο Χιγκίτα δεν γνώριζε για το νόμο που είχε περάσει η κυβέρνηση Γκαβίρια πριν μόλις έναν μήνα. Ο “Νόμος Κατά των Απαγωγών” ήταν ένας πολύ σκληρός νόμος που δεν επέτρεπε σε κανέναν να δώσει χρήματα για την απελευθέρωση κάποιου ατόμου. Ακόμα και συγγενείς δεν μπορούσαν να πληρώσουν και κινδύνευαν. Ο σκληρός νόμος δημιουργήθηκε για να αποτρέψει τις απαγωγές που είχαν γίνει κάτι σαν… βιομηχανία στη χώρα. Στο πλαίσιο του “δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες”, ο Γκαβίρια πέρασε αντίστοιχο νόμο για τους απαγωγείς. Πολλά από τα άρθρα του νόμου κρίθηκαν αργότερα ως αντισυνταγματικά.
Ο Χιγκίτα συνελήφθη με τις κατηγορίες της απόκρυψης πληροφοριών σχετικά με απαγωγή, για τις επαφές με έναν καταζητούμενο και κατηγορούμενο (τον τραπεζίτη) και φυσικά για τα 50 χιλιάρικα που πήρε. Ο Χιγκίτα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, ειδικά από τις εφημερίδες που είχαν πληγεί πολύ από ανθρώπους όπως ο Μολίνα και έβλεπαν έναν σταρ να έχει σχέσεις μαζί τους, να γίνεται μεσάζοντας. Την ίδια στιγμή, πολλοί ποδοσφαιριστές υπερασπίζονταν τον Χιγκίτα, λέγοντας ότι ο νόμος ήταν πολύ σκληρός και ο καθένας θα ήθελε να σωθεί ένα παιδί. Οι αρχές πάντως, δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τον Χιγκίτα, όσο για τον Εσκομπάρ. Θεωρώντας ότι ο Χιγκίτα ήταν κάτι παραπάνω από “λίγο φίλος” του Εσκομπάρ, άρχισαν να τον πιέζουν για να μάθουν πού βρίσκεται ο μεγαλέμπορος. «Δώσε μας τον Πάμπλο και δεν θα μπεις ούτε μια μέρα φυλακή. Είσαι διάσημος και μπορεί να μείνεις για πολύ καιρό μέσα [σ.Σ. η ποινή θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και 16 χρόνια]». Ο Χιγκίτα απάντησε ότι δεν έκανε κάτι κακό, τους είπε ότι δεν έχει ιδέα που βρίσκεται ο Εσκομπάρ, αλλά και ότι αν ήξερε, πάλι δεν θα τους έλεγε.
Ο εν ενεργεία διεθνής τερματοφύλακας μεταφέρθηκε εν μέσω τηλεοπτικού σόου από το Μεντεγίν στην Μπογκοτά. Ήταν το πιο μεγάλο θέμα στις ειδήσεις. Ο Χιγκίτα δεν γλίτωσε έτσι εύκολα. Έμεινε για καιρό στη φυλακή, μακριά από την οικογένειά του και μακριά από το αγαπημένο του ποδόσφαιρο. Έχασε την ευκαιρία να βρίσκεται στο χορτάρι όταν η σπουδαία εθνική Κολομβίας έριξε 5 γκολ μέσα στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή των Μπατιστούτα, Σιμεόνε και Ρεδόνδο. Ο Χιγκίτα παρακολούθησε το ματς στη φυλακή και όπως διηγείται, με το τέλος του αγώνα, όλοι κρατούμενοι άρχισαν να φωνάζουν “Λευτεριά για τον Ρενέ”. Ήταν όμως ακόμα Σεπτέμβριος του 1993 και ο Χιγκίτα είχε μέλλον. Θα έμενε τελικά στο κελί του μέχρι τις 3 Ιανουαρίου του 1994.
Η μέρα που ο Χιγκίτα βγήκε από τη φυλακή
Ο Χιγκίτα αφέθηκε ελεύθερος τελικά μετά από απόφαση του εισαγγελέα και έξω από τη φυλακή τον περίμεναν κανάλια και πλήθος κόσμου. “Ήταν μια ανθρωπιστική πράξη” είπε στους δημοσιογράφους την ώρα που υπέγραφε αυτόγραφα. Ο απλός κόσμος τον αποθέωνε φωνάζοντας “Ζήτω ο Χιγκίτα” κι ο Ρενέ επέστρεψε στο σπίτι του και την οικογένειά του μετά από εφτά ολόκληρους μήνες. Αν δεχτούμε ότι ο Χιγκίτα απλώς μεσολάβησε στο να γυρίσει ένα κορίτσι στους δικούς του ανθρώπους, η περιπέτεια ήταν άδικη. Αλλά στην Κολομβία ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο υπάρχει αρκετό γκρι. Ο Ρενέ Χιγκίτα ήταν ο άνθρωπος που είχε σχέσεις με έναν εγκληματία και μάλιστα είχε δηλώσει ότι του φάνηκε καλός άνθρωπος, ότι οι έμποροι ναρκωτικών απλώς εκμεταλλεύονται μια φυσική πηγή της χώρας και ότι έχουν κι αυτοί καρδιά. Άλλωστε, η σχέση του Χιγκίτα με τον Εσκομπάρ δεν ήταν μόνο η επίσκεψη στη “φυλακή” Λα Κατεντράλ. Υπήρχαν φήμες ότι μετά το Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990, ο Χιγκίτα είχε πάρει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τα έξοδα για τα ζώα που είχε ο Εσκομπάρ στη φάρμα του, αλλά και ότι είχε μεσολαβήσει σε μια ακόμα απαγωγή το 1991, μιας δημοσιογράφου. Οι σχέσεις του τερματοφύλακα με τον υπόκοσμο ήταν κάτι παραπάνω από το “πήγα να φωτογραφηθώ για να μην με σκοτώσουν” και αυτό το πλήρωσε με τη φυλάκισή του. Και, ποδοσφαιρικά, ακόμα περισσότερο, όταν εξαιτίας αυτής της απουσίας από την ενεργό δράση έχασε το Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ. Ο Όσκαρ Κόρδοβα βρέθηκε κάτω από τα δοκάρια της Κολομβίας, ένας σημαντικός τερματοφύλακας με μεγάλη καριέρα τόσο στην Μπόκα, όσο και στην Μπεσίκτας, αλλά δεν κατάφερε να σώσει την Κολομβία από την τελευταία θέση. Ποιος ξέρει. Ίσως αν ο Χιγκίτα δεν είχε μπλέξει έτσι, να είχε καταφέρει να κάνει μια άλλη ανθρωπιστική πράξη. Να σώσει κάποιο γκολ και μαζί ίσως τη ζωή του Αντρές Εσκομπάρ.
1 σχόλια σχετικά με το “Όταν ο Ρενέ Χιγκίτα κατέληξε στη φυλακή για 7 μήνες”
Εμένα δεν μου αρέσει ο νόμος και οι πολιτικοί να επιρεάζουν το ποδόσφαιρο