Πώς να επιβιώσεις στον πόλεμο, πώς να γίνεις θρύλος της ομάδας σου και άλλες ιστορίες
Μια μέρα του Ιουλίου του 1944 ο Φρέντερικ Ζακ Φίλιπς βρισκόταν στα γραφεία της, πασίγνωστης σήμερα, εταιρείας του στο Αϊντχόφεν όταν κάποιος γνωστός του τον ενημέρωσε ότι οι ναζί είχαν αποφασίσει να τον συλλάβουν και να τον στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Ο “Φριτς”, όπως τον φώναζαν όλοι, κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη βγαίνοντας από το παράθυρο και παρέμεινε κρυμμένος στις σοφίτες φίλων μέχρι την απελευθέρωση της πόλης από τους συμμάχους δυο περίπου μήνες αργότερα. Η πληροφορία εκείνη του έσωσε τη ζωή αλλά προηγουμένως ο ίδιος είχε φροντίσει να σωθούν εκατοντάδες άλλες.
Ο γιος του Άντον Φίλιπς, ενός εκ των δυο ιδρυτών της ομώνυμης εταιρείας, γεννήθηκε το 1905 και από μικρός προοριζόταν να διαδεχθεί τον πατέρα και τον θείο του και να αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής, τότε ακόμα, επιχείρησης. Μέχρι να γίνει αυτό όμως ξόδευε ένα μέρος του χρόνου του παρακολουθώντας και στηρίζοντας την ομάδα που δημιούργησαν στις αρχές της δεκαετίες του 1910 οι εργαζόμενοι του πατέρας του, με τη στήριξη βέβαια της διοίκησης της επιχείρησης. Ο Φριτς Φίλιπς ήταν μάλιστα αυτός που κλότσησε για πρώτη φορά τη μπάλα στη σέντρα του πρώτου αγώνα στην ιστορία της PSV που διεξήχθη στο σημείο που βρίσκεται και σήμερα το γήπεδο της ομάδας. Ήταν μόλις 5 ετών.
Ο “κύριος Φριτς” αγαπήθηκε ιδιαίτερα στο Αϊντχόφεν γιατί συμπεριφερόταν σε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, αδιαφορώντας για το αν είναι απλοί εργαζόμενοι ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Αυτή ήταν γενικότερα η στάση ζωής του. Ακόμα και στο γήπεδο δεν ήθελε να ξεχωρίζει, παρ’ότι θεωρούνταν πάντα και από όλους ο “Νο1 οπαδός της ομάδας”. Αν και η οικογένεια του είχε στη διάθεση της την καλύτερη σουίτα, ο ίδιος δεν πατούσε το πόδι του εκεί. Καθόταν σε μια απλή θέση στην κεντρική κερκίδα, δίπλα ακριβώς με τους υπόλοιπους ανώνυμους φιλάθλους. Όταν έφυγε από τη ζωή, λίγους μήνες μετά τη γιορτή για την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 2005 κατά την οποία ο Φαν Μπόμελ ανέβηκε στην κερκίδα για να του δώσει να κρατήσει κι αυτός το τρόπαιο, η ομάδα τοποθέτησε πάνω ακριβώς από τη θέση του μια τιμητική πλακέτα για να υπενθυμίζει σε όλους ότι εκεί καθόταν για χρόνια ένας άνθρωπος που έζησε κυριολεκτικά μια ολόκληρη ζωή δίπλα στην αγαπημένη του ομάδα. Από την πρώτη της σέντρα μέχρι την κατάκτηση του 35ου τίτλου της σχεδόν έναν αιώνα μετά!
Η μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής του δεν ήταν ούτε επιχειρηματική, ούτε ποδοσφαιρική. Στα μέσα της δεκαετίας του 30 ανέλαβε το πόστο του υποδιευθυντή στη Φίλιπς αλλά τα δεδομένα άλλαξαν λίγα χρόνια μετά όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Ολλανδία όλα τα μέλη της οικογένειας έφυγαν εσπευσμένα για τις ΗΠΑ. Ο Φριτς ήταν ο μόνος που επέλεξε να μείνει για να προσπαθήσει να κρατήσει ζωντανή την επιχείρηση. Τελικά κατάφερε πολλά περισσότερα.
Όταν οι ναζί κατέλαβαν την πόλη, ζήτησαν από τη Φίλιπς να κατασκευάσει διάφορα ηλεκτρονικά εξαρτήματα για τους Γερμανούς. Επειδή κάποια από τα εργοστάσια της εταιρείας είχαν καταστραφεί, δημιουργήθηκε ένα ειδικό τμήμα κατασκευής μέσα στο κοντινό στρατόπεδο Φουχτ, εκεί όπου κουμάντο έκαναν τα Ες-Ες. Μέσω αυτού ο Φίλιπς βρήκε μια χρυσή ευκαιρία για να σώσει όσους περισσότερους Εβραίους μπορούσε.
Σαν άλλος Όσκαρ Σίντλερ, έπεισε τους αξιωματούχος των ναζί ότι οι εργαζόμενοι του είναι αναντικατάστατοι και με αυτό τον τρόπο τους εξασφάλιζε μεγαλύτερες μερίδες φαγητού και, το πιο βασικό από όλα, τους κρατούσε στη ζωή. Κάθε λίγες εβδομάδες εκατοντάδες κρατούμενοι από το Φουχτ (που ήταν κατά κύριο λόγο Εβραίοι και αντιφρονούντες από την Ολλανδία και το Βέλγιο), μεταφέρονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και της Πολωνίας, εκεί που οι πιθανότητες επιβίωσης ήταν πρακτικά ελάχιστες. Σχεδόν όλοι όσοι δούλευαν στη Φίλιπς έμεναν εκτός αυτής της διαδικασίας επιλογής, παρ’ότι αρκετοί από αυτούς είχαν ελάχιστη επαφή με το αντικείμενο, αφού είχαν προσληφθεί εικονικά με μοναδικό σκοπό να αποφύγουν τη μεταφορά στη Γερμανία.
Ο Φρις Φίλιπς στην αγαπημένη του θέση στο γήπεδο
Για μερικά χρόνια ο Φριτς Φίλιπς προσπαθούσε καθημερινά να κρατήσει μια μαγική ισορροπία, ‘μαγειρεύοντας’ σε αρκετές περιπτώσεις τα νούμερα της εταιρείας. Από τη μια η Φίλιπς δεν έπρεπε να πιάνει τους στόχους της για να μην ενισχύεται, έστω και έμμεσα, η γερμανική πολεμική μηχανή (σύμφωνα με κάποιες καταγραφές πολλά προϊόντα που παρήγαγε εκείνη την περίοδο ήταν ελαττωματικά και όχι από κάποιο τυχαίο λάθος), από την άλλη έπρεπε να εμφανίζει και κάποιο έργο για να πείθει τους Γερμανούς ότι αξίζει να κρατήσουν ζωντανούς τους εκατοντάδες εργαζόμενους της. “Είναι πολύ δύσκολο να κυνηγήσεις κουνέλια με απρόθυμα σκυλιά” ήταν η ατάκα που είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει την κατάσταση.
Ο Φίλιπς υπερασπίστηκε τους εργαζόμενους του ακόμα και το 1943, όταν οι εργάτες όλης της χώρας κατέβηκαν σε γενική απεργία. Γι’αυτή του την αδυναμία να συμμορφώσει τους ανθρώπους του συνελήφθη και πέρασε και αυτός πέντε μήνες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αυτή τη φορά ως κρατούμενος. Όπως υπολογίστηκε, από τους 469 Εβραίους εργαζόμενους του κατάφερε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να σώσει τους 382! Το 1996 κάποιοι εξ αυτών τον πρότειναν για το βραβείο Γιαντ Βασέμ, που δίνεται σε ανθρώπους που ρίσκαραν τη ζωή τους για να σώσουν Εβραίους την περίοδο του Ολοκαυτώματος. Κατά την απονομή του βραβείου ο Φριτς Φίλιπς δήλωσε ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ήρωα και ότι αρκετοί άνθρωποι συνεργάστηκαν για να καταφέρουν να σωθούν οι εργαζόμενοι του.
Την ίδια εποχή που ο Φριτς Φίλπς κρυβόταν σε μια σοφίτα, 111 χιλιόμετρα μακριά από το Αϊντχόφεν ο Γιάαπ φαν Πράαχ καθόταν ακίνητος σε μια καρέκλα σε ένα σκοτεινό πατάρι στο Άμστερνταμ, προσπαθώντας να αποφύγει οποιοδήποτε θόρυβο που μπορεί να τον προδώσει. Για 2,5 χρόνια!
Στα δεξιά της φωτογραφίας ο Γιάαπ φαν Πράαχ, περιβόητος γυναικάς της εποχής του
Ο φαν Πράαχ, που πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε ένα μαγαζί με μουσικά είδη, βίωνε τον ίδιο εφιάλτη με χιλιάδες άλλους Ολλανδούς που είχαν εβραϊκές ρίζες. Σύμφωνα με κάποια στατιστικά, από τους 80.000 που ζούσαν στο Άμστερνταμ στη δεκαετία του 30′ μόνο το 20% επιβίωσε! Τους πρώτους μήνες μετά την απαρχή των διώξεων ο 30χρονος είχε εκμεταλλευτεί την ιδιαίτερη σχέση που είχε με τον Άγιαξ και είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός ποδοσφαιριστή της ομάδας. Όταν τα πράγματα ζόρισαν, κάποιοι φίλοι του τον βοήθησαν να τρυπώσει στο εγκαταλελειμμένο πατάρι ενός γειτονικού φωτογραφείου, εκεί που πέρασε τα επόμενα 2,5 χρόνια αποφεύγοντας τις εργάσιμες μέρες οποιαδήποτε κίνηση μπορεί να προκαλέσει φασαρία γιατί ο ιδιοκτήτης του καταστήματος δεν γνώριζε τίποτα για τον απρόσκλητο μουσαφίρη του.
Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ολλανδία και ο φαν Πράαχ βγήκε επιτέλους από την κρυψώνα του ανακάλυψε το μέγεθος της προσωπικής τραγωδίας που είχε συντελεστεί μέσα στα πλαίσια της γενικότερης παγκόσμιας τραγωδίας. Οι γονείς του και η αδερφή του είχαν δολοφονηθεί στο Άουσβιτς, πολλοί φίλοι του είχαν εξαφανιστεί και κανένας δεν γνώριζε αν ζούσαν ή πέθαναν και η γυναίκα του τον είχε παρατήσει για χάρη του καλύτερου του φίλου!
Μίχελς και φαν Πράαχ πριν από τον τελικό στο Γουέμπλει απέναντι στον Παναθηναικό
Μετά το τέλος του πολέμου χρειάστηκε μερικά ακόμα χρόνια για να ορθοποδήσει αλλά όταν αυτό έγινε η επιστροφή του στα κοινά ήταν δυναμική. Τη δεκαετία του 60′ εκτός από το μαγαζί του, είχε αποκτήσει μια εκπομπή στην τηλεόραση και το 1964 έκανε ένα από τα όνειρα του πραγματικότητα: Ανέλαβε την προεδρία του Άγιαξ. Στα 14 χρόνια που έκατσε στο τιμόνι του ο ‘Αίαντας’ έζησε την καλύτερη περίοδο της ιστορίας του, κυριάρχησε εντός και εκτός συνόρων και σήκωσε τρία συνεχόμενα κύπελλα πρωταθλητριών. Όλα αυτά ο φαν Πράαχ τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό κάνοντας μια απλή αλλά πολύ σωστή επιλογή στο ξεκίνημα της θητείας του: Στο τέλος της πρώτης του σεζόν ως πρόεδρος προσέλαβε τον 37χρονο πρώην παίκτη της ομάδας Ρίνους Μίχελς ως προπονητή. H παρουσία αυτού στον πάγκο σε συνδυασμό με την ανέλιξη ενός αδύνατου πιτσιρικά από τις ακαδημίες, ονόματι Γιόχαν Κρόιφ, συντέλεσαν στο να αλλάξει ο Άγιαξ επίπεδο.
Ο Γιάαπ φαν Πράαχ σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Άμστερνταμ το 1987 σε ηλικία 77 ετών. Ο Φριτς Φίλιπς πέθανε μετά από επιπλοκές που προκλήθηκαν από μια πτώση στον κήπο του το 2005 σε ηλικία 100 ετών. Και οι δυο κατάφεραν να επιβιώσουν από τη φρίκη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου με έναν σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο, να ζήσουν μια γεμάτη ζωή, να δουν τις αγαπημένες τους ομάδες να κυριαρχούν στο ολλανδικό ποδόσφαιρο κερδίζοντας τους περισσότερους τίτλους και να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία τους.