Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Ρόδα, μπάλα και κοπάνα: Η μυθική ζωή του χαλαρού Ούγκο Σοτίλ

Τη ρόδα τη βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία.

Τι δουλειά έχει ο ψηλόλιγνος, μοντέρνος πιτσιρικάς – ο Γιόχαν πάντα μικρόδειχνε- με αυτόν τον μελαμψό, τετράγωνο κύριο; Και αυτός ο κύριος δεν σκάει από τη ζέστη με το μάλλινο κοστούμι;

Αν κάνετε τον κόπο να διαβάσετε το κείμενο που ακολουθεί θα έχετε την απάντηση, θα μάθετε και για την κοπάνα και ίσως αναφωνήσετε και σεις, όπως εμείς: “Πόσα κιλά μπάλα σηκώνει αυτή η μηχανή!

Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 70 στην Ισπανία. Ο στρατηγός Φράνκο είναι βαριά άρρωστος, μια αόριστη αβεβαιότητα αλλά και ένα αεράκι ελευθερίας κυριαρχούν στην Ιβηρική και η Μπαρτσελόνα έχει μόλις -ή πρόκειται να- κερδίσει το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 14 χρόνια. Μιλάμε για τη γνωστή, μυθική σχεδόν, ομάδα του Ρίνους Μίχελς και του Γιόχαν Κρόιφ, τόσο μυθική που συχνά ξεχνάμε πως αυτό το πρωτάθλημα, του 1973-1974, ήταν, μαζί με το Κύπελλο του 1978, ο μοναδικός τίτλος που κέρδισε.

Μπορούμε να φανταστούμε τι σήμαινε αυτό το πρωτάθλημα για τους Καταλανούς, όπως και, λίγες εβδομάδες πριν αυτό εξασφαλιστεί και μαθηματικά, τι σήμαινε η manita, η πεντάρα επί της Ρεάλ μέσα στο Μπερναμπέου. “Ήρθαν να μας υποδεχτούν στο αεροδρόμιο, γινόταν χαμός, οι άνθρωποι έκλαιγαν στους δρόμους!”, θυμάται ο Ούγκο Σοτίλ, ο κύριος με το κοστούμι, ο σκόρερ, δηλαδή, του πέμπτου γκολ.

 

Ο Ούγκο, σε μια από τις πολλές εκφάνσεις της ανεμελιάς που τον διέκρινε, θα τρέξει αμέσως μετά να πανηγυρίσει κοντά στην εξέδρα. Ο Κρόιφ θα τον σβερκώσει -“Τι πας να κάνεις; Δεν είναι δικοί μας! Είμαστε στη Μαδρίτη! Θα μας σκοτώσουν όλους!

Ο Κρόιφ και ο Σοτίλ είχαν προλάβει να γίνουν κολλητοί. Είχαν γνωριστεί σε ένα φιλικό με τις εθνικές τους, ήρθαν και οι δύο στην αρχή της σεζόν στη Βαρκελώνη, ήταν οι μόνοι ξένοι, κατά κάποιον παράδοξο τρόπο ταίριαξαν εντός και εκτός γηπέδου. Ο Περουβιάνος μάλιστα, θα βγάλει τον γιο του Γιόχαν -ο μικρός Γιόχαν Σοτίλ, επιθετικός όπως ο μπαμπάς του, θα κάνει αργότερα μια αξιοπρεπή καριέρα στο Περού και το Βέλγιο.

Οι δυο φίλοι, τη χρονιά του τίτλου, θα συνεργαστούν άψογα, όπως το έκαναν και μέσα στην έδρα του εχθρού, και γενικά θα χορτάσουν τον κόσμο μπάλα. Ο Σοτίλ θα βάλει 13 γκολ, θα βγάλει μάτια με την τεχνική του ευκολία, την ταχύτητα, την εκρηκτικότητά του και θα χαρίσει στην ιστορία της ομάδας μια θρυλική πλέον ατάκα: “Mamita, campeonamos!”, “Μαμάκα, βγήκαμε πρωταθλητές!” σε άψογα περουβιάνικα ισπανικά. Είναι τα λόγια που είπε στη μαμάκα του όταν της τηλεφώνησε στις 7 Απριλίου 1974, τη μέρα που νίκησαν τη Χιχόν και εξασφάλισαν τον τίτλο -είμαστε σίγουροι πως στη Βαρκελώνη θα γιορτάσουν του χρόνου τον μισό αιώνα της φράσης. Διότι ο Σοτίλ δεν ήταν τυχαίος.

Ρετρό φάσεις και γκολ

Οι συμπαίκτες του στην καταλανική ομάδα τον χάζευαν. Ο Χουάν Μανουέλ Ασένσι θυμάται ότι το πόδι του έμοιαζε να χαϊδεύει την μπάλα και ότι τους έδειχνε ντρίπλες που δεν ήξεραν μέχρι τότε και ψηλοκρεμαστά χτυπήματα φάουλ -σπεσιαλιτέ του Βραζιλιάνουν Ντίντι, προπονητή της Εθνικής Περού- και άλλα τα οποία απέφευγαν να μιμηθούν από φόβο μη ρεζιλευτούν. “Ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει ό,τι κανείς μας δεν έκανε· είτε επειδή δεν είχαμε καμία όρεξη είτε επειδή δεν μπορούσαμε“. Αυτά τα λέει ο “Τσάρλι” Ρέσακ. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Χόρχε “Μάχικο” Γκονζάλεζ, θα κάνει παρόμοια πράγματα, με παρόμοια χαλαρότητα, μόνο που δε θα καταφέρει να παίξει στη Μπαρτσελόνα.

Το ερώτημα που καίει όλα τα χείλη; Πώς στο καλό, σε μια εποχή που οι ομάδες είχαν δικαίωμα για δυο ξένους ποδοσφαιριστές, βρέθηκε ένας Περουβιάνος σε μια τόσο φιλόδοξη ομάδα που διψούσε για τίτλους, με προπονητή έναν λάτρη της πειθαρχίας που, όπως θα αποδειχθεί, εμπιστευόταν περισσότερο συμπατριώτες του;

Χαλαρά.

Η όαση Ουακατσίνα στην Ίκα του Περού

Ο Ούγκο Σοτίλ γεννήθηκε στην Ίκα, στα όρια της ερήμου Ατακάμα, δυτικά της οροσειράς των Άνδεων και ήταν ακριβώς ό,τι ανακαλούν αυτά τα τοπωνύμια και ό,τι φανερώνουν τα ινδιάνικα ζυγωματικά και το σουλούπι του: ένα παιδί μιας οικογένειας αυτοχθόνων, η οποία, ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη, βρέθηκε, όταν ο Ούγκο ήταν 7 ετών, στη Λίμα. Εξ ου και το παρατσούκλι του: El Cholo, κάτι ανάμεσα σε χωριάτης, μισο-Ινδιάνος, και παρακατιανός, παρατσούκλι για το οποίο ο ίδιος ήταν περήφανος.

Ξεκινά να παίζει μπάλα στις μικρές ομάδες της Αλιάνσα Λίμα. Η μάνα του τον κλειδώνει γυμνό στο σπίτι για να τον εμποδίσει να τρέχει στα ποδόσφαιρα κι εκείνος το σκάει από τον φεγγίτη. Ήδη από πολύ μικρός διαπρέπει παρέα με έναν άλλο μελλοντικό αστέρι της χρυσής περιόδου του περουβιάνικου ποδοσφαίρου, τον Τεόφιλο “Το παιδί” Κουμπίγιας. Ώσπου ξαφνικά θα εξαφανιστεί. Είναι 13 χρονών και απλώς θα ριχτεί στη βιοπάλη. Όλη την εβδομάδα τα πρωινά κουβαλάει σάκους με καφέ, τα βράδια γυαλίζει παπούτσια και πουλάει ποπκόρν στα σινεμά αλλά την Κυριακή παίζει μπάλα. Σε αυτοσχέδιους αγώνες μεταξύ αχθοφόρων και εργατών. Και επειδή βάζει γκολ κατά βούληση, τον χαρτζιλικώνουν για κάθε ματς που παίζει και παίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Το 1968, η άλλη ομάδα της πρωτεύουσας, η Ντεπορτίβο Μουνισιπάλ, με παρατσούκλι που αυτολογοκρινόμαστε και δεν το γράφουμε, πέφτει κατηγορία. Ευκαιρία για νέα αρχή! Καλούν για δοκιμή ανώνυμα ταλέντα από τις αλάνες ώστε να περικοπεί και το κόστος λειτουργίας. Ο Τσόλο δοκιμάζει την τύχη του, όπως και εκατοντάδες άλλοι. Νηστικός, περιμένει στην ουρά πολλές ώρες, χωρίς πολύ κουράγιο ή ελπίδα. Τέλος πάντων, φτάνει η ώρα της οντισιόν του, μπαίνει, βάζει τρία γκολ, γυρίζει σπίτι. Το ίδιο βράδυ υπογράφει συμβόλαιο και την αλλη μέρα βάζει για πρώτη φορά παπούτσια με τάπες: “Ήταν μέχρι να τα συνηθίσω. Μετά έπαιζα χαλαρά, όπως στις αλάνες“. Τα ματς της ομάδας γίνονται κορυφαία ατραξιόν. Χιλιάδες θεατές συρρέουν για να τον καμαρώσουν και γρήγορα γίνεται λαϊκό είδωλο.

Κουμπίγιας και Σοτίλ

Γρήγορα θα φορέσει την ωραιότερη φανέλα στον κόσμο, αυτήν της Εθνικής Περού, όπου και θα ξανασυναντήσει τον παιδικό του φίλο Κουμπίγιας. Θα γίνουν η Χρυσή δυάδα της σπουδαίας, τότε, ομάδας. Το ντεμπούτο του θα είναι εντυπωσιακό σε ένα φιλικό με τη Βουλγαρία: μπαίνει αλλαγή στο β΄ ημίχρονο και βάζει τρία γκολ σε 33 λεπτά. Ο ίδιος διηγείται: “Παίζω με την Εθνική Β΄, τελειώνει το ματς, είμαι με το βρακί, ο Ντίντι έρχεται και μου λέει, ξαναντύσου, θα παίξεις και με την κανονική“. Τα δύο ματς μάλλον είχαν απόσταση τριών ημερών αλλά η ιστορία είναι ακόμη καλύτερη από την πραγματικότητα και τον συγχωρούμε. Λίγους μήνες μετά, ο Κουμπίγιας, ο Σοτίλ και η παρέα τους θα εντυπωσιάσουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Θα αποκλειστούν από τη φοβερή Βραζιλία.

Το 1968, τη χρονιά που ο μικρός λουστράκος ξαναρχίζει σοβαρά την μπάλα, το Περού μπαίνει στην περίοδο που θα ονομαστεί Velasquismo από το όνομα του Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο, του ηγέτη της στρατιωτικής χούντας που παίρνει την εξουσία. Ο φυλετικά μικτός χαρακτήρας της χώρας και η κουλτούρα των αυτοχθόνων θα αποτελέσουν τη βάση της εθνικιστικής και λαϊκίστικης ρητορικής του καθεστώτος. Το νεαρό αστέρι της Ντεπορτίβο και της Εθνικής -και μιας μικτής Αλιάνσα-Ντεπορτίβο που θα διαλύσει 4-1 την Μπάγερν του Γκερντ Μίλερ, του Μάγερ και του Μπεκενμπάουερ – εκφράζει ακριβώς αυτό. Το λαϊκό είδωλο αποκτάει αύρα ροκ σταρ. Ή μάλλον σταρ του σινεμά.

Το 1972, ο Αργεντινός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπατιέφσκι, γυρίζει δυο ταινίες: το Espejismo, το Θαύμα, που βασίζεται, εν ολίγοις, στα παιδικά χρόνια του Σοτίλ, και το Cholo που είναι η ιστορία ενός νεαρού Περουβιάνου που γίνεται σταρ του ποδοσφαίρου και κάνει καριέρα στη Ευρώπη. Χμ. Πρωταγωνιστεί ο Ούγκο Σοτίλ. Το φιλμ, δεν είναι ακριβώς βιογραφικό -ο ήρωας είναι και ταλαντούχος ζωγράφος, συμμετέχει σε εκθέσεις στο Λονδίνο και στην Ιταλία- αλλά, όσο νάναι, οι ομοιότητες είναι πολλές. Αντίθετα με ό,τι συμβαίναι συνήθως, οι ταινίες δεν είναι για γέλια -το Θαύμα ήταν υποψήφιο στις Χρυσες Σφαίρες το 1973 ενώ πρόσφατα αποκαταστάθηκε από το UCLA η κόπια του Cholo και έκτοτε προβάλλεται σε διάφορα φεστιβάλ. Η απεικόνιση της εποχής είναι εντυπωσιακή, η ερμηνεία του Σοτίλ και η μπάλα που βλέπουμε απολαυστική και η μουσική του γκρουπ El Polen είναι, λέει, ένα από τα πρώτα δείγματα άσιντ φολκ.

Ζωγραφίζει και στο χορτάρι και στο φιλμ

Αλλά στην Μπαρτσελόνα δεν ήταν σινεφίλ.

Στην πραγματικότητα, ο Μίχελς, που μόλις είχε φάει πόρτα από τον Γκερντ Μίλερ, πήγε στο Περού για να κλείσει τον Κουμπίγιας, τον καλύτερο παίκτη της Ν. Αμερικής για το 1972 με δεύτερο τον Πελέ. Τα φέρνει έτσι η βάσκανος μοίρα και στο ματς που πήγε να δει βγάζει μάτια ο Σοτίλ – ο Κουμπίγιας, για να καταλάβετε, θα καταλήξει στην ελβετική Βασιλεία…

Ο Σοτίλ δεν είχε βέβαια ιδέα ούτε για τους Ολλανδούς ούτε για την Μπαρτσελόνα. “Εγώ το μόνο που ήξερα για την Ισπανία ήταν οι ταυρομαχίες“. Μετά το περίφημο ματς, λέει, καθόταν ανύποπτος, και μια κοπέλα που δούλευε στο σπίτι του έρχεται και του λέει:

-Σας ζητούν τέσσερις Γκρίνγκος.

-Γκρίνγκος; Εδώ έρχονται μόνο Ινδιάνοι και χωριάτες.

Ήταν ο Μίχελς και η συνοδεία του.

Θέλεις να έρθεις να παίξεις στην Ισπανία;

Λέει ναι, χωρίς καν να ξέρει για ποια ομάδα πρόκειται, συμφωνούν να περάσουν να τον πάρουν την άλλη μέρα το πρωί για να υπογράψει και να φύγουν. Στο αεροδρόμιο δεκάδες φωτογράφοι, δημοσιογράφοι: “Ποιον περιμένουν;“. Εσένα!

Οι οδηγίες του Μίχελς ήταν πολύ απλές -“Παίξε όπως στην Ντεπορτίβο. Αλλά όταν θα είμαστε στην άμυνα, θα καλύπτεις δεξιά” – και η συνέχεια ήταν αυτή που είδαμε. Και σύντομη.

Μετά την πρωταθληματική χρονιά, ο Κρόιφ και ο Μίχελς αποφασίζουν να φέρουν τον δικό τους άνθρωπο, τον Νέσκενς. Το δίδυμο διαλύεται και μάλλον αυτό ήταν μοιραίο για τον Σοτίλ που πλέον περισσεύει, τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσει ισπανικό διαβατήριο. Και αυτό αργεί. Όλη τη σεζόν 1974-75 θα την περάσει χωρίς να παίξει ούτε ένα επίσημο ματς. Τι να κάνει ο άνθρωπος; Το ρίχνει έξω. Ξενυχτάει, πίνει και βρίσκει την ωραιότερη δικαιολογία όταν τον καταλαβαίνουν.

Ο Τσόλο με το που φθάνει στη Βαρκελώνη, αγοράζει ένα Φίατ. Παρκάρει δίπλα στη Μαζεράτι του Κρόιφ: “Ένιωσα σαν ταξιτζής“. Κάνει λοιπόν ρελάνς, αγοράζει μια Φεράρι, μοντέλο Dino, το ίδιο με του Τόνι Κέρτις στη σειρά Αντίζηλοι [The Persuaders], μεγάλη επιτυχία της εποχής. Μόνο που ο Περουβιάνος την προτιμά σε κίτρινο. Περιττό να πούμε πως όλη η Βαρκελώνη ήξερε πού και πότε ξενυχτούσε. “Μα όχι! Ένας θαυμαστής μου έχει αγοράσει το ίδιο ακριβώς μοντέλο. Αυτός ξενυχτάει, κύριε Μίχελς, όχι εγώ!“.

Όπως και να έχει, η καριέρα του Περουβιάνου στη Βαρκελώνη δε μοιάζει να οδηγεί πουθενά, ακόμη και όταν εκδίδεται το πολυπόθητο ισπανικό διαβατήριο.

Το Περού, εντωμεταξύ, και χωρίς τον είδωλό του, εντυπωσιάζει στο Κόπα Αμέρικα. Αποκλείει τη Βραζιλία και φτάνει στα τελικά με την Κολομβία. Ο Σοτίλ υποφέρει. Λέγεται ότι, αφενός το ισπανικό του διαβατήριο, αφενός η απουσία του από τα ματς της εθνικής, έχουν απογοητεύσει τον λαό του, μέχρι και τη μανούλα του που πιστεύει ότι απαρνήθηκε τις ρίζες του. Τον Οκτώβριο του 1975, ο Τσόλο παίρνει το νυχτερινό αεροπλάνο, κρυφά και κόντρα στις εντολές του προπονητή και της διοίκησης, και πετάγεται στο Καράκας για να παίξει. Βάζει βέβαια, το νικητήριο γκολ και πανηγυρίζει ακόμη έναν ιστορικό τίτλο. Αυτή είναι, θεωρητικά, η κοπάνα του τίτλου. Θεωρητικά, διότι, μάλλον, η συμφωνία με την Μπαρτσελόνα ήταν ότι, αν ο διπλός τελικός δεν έδινε νικητή και παιζόταν, όπως και παίχτηκε, τρίτο ματς, θα του έδιναν άδεια να πάει -έτσι φάνηκε και στην επιστροφή του, όταν όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε αλλά τον τίμησαν για την επιτυχία. Αλλά, ακόμη μια φορά, η πραγματικότητα είναι λίγο πιο βαρετή από τον μύθο.

Ο Σοτίλ φιλάει την κούπα, ενώ κάποιος δίπλα του κραδαίνει ένα μαγνητόφωνο

Η συνέχεια είναι λιγότερο λαμπρή. Ο Σοτίλ γυρίζει στο Περού και στην Αλιάνσα το 1977. Θα συνεχίσει να παίζει καμιά δεκαριά χρόνια σε διάφορες ομάδες, συχνά σε άθλια κατάσταση -οι ντρίπλες αντικαταστάθηκαν από παραπατήματα λόγω αλκοόλ. Ή λόγω τραυματισμών. Τους οποίους τους αντιμετωπίζει με εναλλακτικό τρόπο, καθώς η γυναίκα του, οπαδός της γιαπωνέζικης σέχτας Sūkyō Mahikari, η οποία διδάσκει τη δύναμη του θεραπευτικού αγγίγματος, αναλαμβάνει η ίδια την αποκατάστασή του, με φτωχά μάλλον αποτελέσματα.

Ο Τσόλο, ακόμη και σήμερα, τις σπάνιες φορές που βγαίνει από το σπίτι του, κουβαλάει πάντα μαρκαδόρο για να δίνει αυτόγραφα. Τα τελευταία άδοξα χρόνια δεν έσβησαν τη λατρεία του κόσμου. Έχει ζητήσει να θαφτεί με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα και της Εθνικής του.

Το 2015 βρέθηκε στην Καταλωνία. Οι δύο φίλοι, που κάποτε πήγαιναν δικάβαλο στα ωραία προάστια της Βαρκελώνης, συναντήθηκαν ξανά. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και τη νιώθουμε και μεις. Ο Κρόιφ ήταν ήδη άρρωστος και θα πέθαινε σε λίγους μήνες.

Πέρσι, μια περουβιάνικη εφημερίδα ξέθαψε ένα άρθρο του 1972, σύμφωνα με το οποίο ο Παναθηναϊκός, ο δικός μας, προσπάθησε να αποκτήσει τον Σοτίλ και θα τα κατάφερνε αν δεν προέκυπτε ένα γραφειοκρατικό ζήτημα από πλευράς Περού -εμείς ως πιο έμπειροι μπορούμε να υποθέσουμε πως ίσως στράβωσε η ελληνοποίησή του; Αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι πως ο σύνδεσμος ανάμεσα στη Λίμα και την Αθήνα ήταν ο Νταν Γεωργιάδης, παλιός παίκτης του ΠΑΟ και προπονητής του Ολυμπιακού, που πέρασε, και μας φαίνεται απίστευτο, από τον πάγκο της Αλιάνσα και της Εθνικής Περού και από πολλά άλλα μέρη -την Αργεντινή, τη Βολιβία, την Αϊτή.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Είναι τρελοί αυτοί οι Λατινοαμερικάνοι, Ιστορίες για το τζάκι

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Όταν τα πλάγια εκτελέστηκαν με τα πόδια

Ποιος να θυμάται τώρα το Παγκόσμιο Κυπέλλου ποδοσφαίρου U-17 του (μακρινού πλέον) 1993; Πιθανότατα οι Νιγηριανοί που το κέρδισαν με μια φουρνιά σημαντικών παικτών και όσοι είδαν για πρώτη φορά ποδοσφαιριστές όπως ο Νουάνκο Κανού ή ο Γουίλσον Ορούμα (που πέρασε από την Καβάλα). Κι όμως αυτή η διοργάνωση είχε κάτι το ξεχωριστό σε σχέση […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Η απίθανη ιστορία του πρώτου Μουντιάλ που δεν έμοιαζε καθόλου με Μουντιάλ

Σύμφωνα με τα στατιστικά που ανακοίνωσε η ΦΙΦΑ τον Δεκέμβριο του 2018, το Μουντιάλ της Ρωσίας παρακολούθησαν περισσότεροι από 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι ενώ την ώρα του τελικού περισσότεροι από 1,1 δις ήταν συντονισμένοι σε κάποια από τα εκατοντάδες κανάλια που μετέδιδαν το παιχνίδι. Τα νούμερα αυτά απλά επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι λόγω εμπειρίας ξέρουμε. Κατά […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *