Η τελευταία έξοδος του Γιουπ Χάινκες
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Αμερικανών τουριστών μπαίνει σ’ένα ασανσέρ σ’ένα ξενοδοχείο του Μονάχου. Όση ώρα ο σύζυγος προσπαθεί να χωρέσει τις βαλίτσες τους, η κυρία παρατηρεί τον ηλικιωμένο Γερμανό που στέκεται στο βάθος του ασανσέρ. Βλέποντας ότι κρατάει στα χέρια του μια σακούλα με το σήμα της Μπάγερν, χαμογελάει και τον ρωτάει: “Είστε οπαδός της Μπάγερν Μονάχου;” Ο ασπρομάλλης κύριος διστάζει για λίγο, το σκέφτεται και μετά από μερικά δευτερόλεπτα περισυλλογής της ανταποδίδει το χαμόγελο και της απαντάει: “Ναι, φυσικά”.
Αυτή λογικά δεν είναι η μοναδική φορά που κάποιος μη σχετικός με το παιχνίδι, μπερδεύει τον Γιουπ Χάινκες. Σε λίγες ημέρες άλλωστε θα κλείσει τα 73 του χρόνια, μια ηλικία που πολύ σπάνια συναντάς στους αγωνιστικούς χώρους. Όταν πριν λίγους μήνες η Μπάγερν αντιμετώπισε την Χόφενχαιμ, ο Χάινκες αντάλλαξε πριν από το ματς χειραψία με τον Γιούλιαν Νάγκελσμαν, έναν προπονητή με τον οποίο τον χωρίζουν 42 ολόκληρα χρόνια ζωής! Όταν ο Νάγκελσμαν γεννιόταν, ο Χάινκες είχε ήδη στην ‘καμπούρα’ του περισσότερα από 600 ματς στη Μπουντεσλίγκα, ως παίκτης και προπονητής!
Αν το σκηνικό στο ασανσέρ, που σύμφωνα με τον Χάινκες έλαβε χώρα πριν μερικές εβδομάδες, είχε συμβεί μερικούς μήνες πριν, ο Γερμανός τεχνικός δεν θα χρειαζόταν να απαντήσει χιουμοριστικά. Το πιθανότερο είναι απλά να διόρθωνε την κυρία, λέγοντας της ότι στην πραγματικότητα είναι οπαδός της Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ. Μέχρι τον Σεπτέμβριο άλλωστε, ήταν απλά ένας ακόμα Γερμανός συνταξιούχος (ο οποίος μάλιστα λαμβάνει μια πενιχρή σύνταξη των 217 ευρώ, όπως είχε αποκαλύψει το 2013 στο Spiegel) που περνούσε το χρόνο του στη φάρμα του, λίγο έξω από το Μενχενγκλάντμπαχ.
Ένας συνταξιούχος με μια τεράστια ποδοσφαιρική και προπονητική καριέρα την οποία λίγοι μπορούν να ανακαλέσουν επακριβώς (αφού έχει περάσει από 9 διαφορετικές ομάδες, επιστρέφοντας μάλιστα σε κάποιες απ’αυτές και για δεύτερη θητεία) αλλά απειροελάχιστοι πρόκειται να σταθούν σε οτιδήποτε άλλο, πέρα από το (τότε) μαγικό φινάλε της. Ήταν τέτοιες μέρες του 2009 όταν οι άνθρωποι της Μπάγερν ζήτησαν από τον 64χρονο Χάινκες να επιστρέψει από την πρώτη ‘συνταξιοδότηση’ του, για να αναλάβει προσωρινά την ομάδα μέχρι να τελειώσει η απογοητευτική εκείνη σεζόν, που είχε ξεκινήσει με τον Κλίνσμαν στον πάγκο. Ο Χάινκες δέχτηκε την πρόκληση και μετά από δυο χρόνια ξεκούρασης και περισυλλογής επέστρεψε στα γήπεδα. Η Μπάγερν έκανε 4 νίκες και 1 ισοπαλία στα τελευταία 5 ματς και όλοι, ανάμεσα τους και ο ίδιος, κατάλαβαν ότι έχει ακόμα πράγματα να δώσει στο παιχνίδι.
Ακολούθησαν δυο άκρως πετυχημένες σεζόν στο Λεβερκούζεν που έπεισαν τη Μπάγερν να τον καλέσει ξανά, σαν μόνιμο αυτή τη φορά προπονητή. Και τότε γράφτηκε ιστορία. Πρώτα αρνητική και μετά θετική. Οι Βαυαροί κατάφεραν μέσα σε λίγες εβδομάδες να χάσουν όλους τους τίτλους που κυνηγούσαν, φτάνοντας μια ανάσα πριν απ’όλα τα τρόπαια. Δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα, ήττα στον τελικό κυπέλλου από τη Ντόρτμουντ, ήττα στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στα πέναλτι από την Τσέλσι, μέσα στο Μόναχο. Η κριτική προς όλους εκείνο το καλοκαίρι ήταν πολύ έντονη αλλά το αποτέλεσμα της απάντησης που ετοίμασαν οι Γερμανοί ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.
Η Μπάγερν μπήκε στη νέα σεζόν με πατημένο το γκάζι και διέλυσε κυριολεκτικά όποιον βρήκε στο πέρασμα της. Η αφηνιασμένη ομάδα του Χάινκες κατέκτησε το πρωτάθλημα με περίπατο, σπάζοντας αμέτρητα ρεκόρ, κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ διασύροντας στα ημιτελικά τη Μπαρτσελόνα με συνολικό σκορ 7-0 και ολοκλήρωσε τον θρίαμβο κερδίζοντας και το κύπελλο Γερμανίας. “Αυτό ήταν το καλύτερο ποδόσφαιρο στην ιστορία της Μπάγερν” δήλωνε στο τέλος της σεζόν ενθουσιασμένος ο πρόεδρος, Ούλι Χένες, κάτι με το οποίο συμφωνούσε και ο Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε: “Αυτό που ζούμε είναι ανώτερο από κάθε άλλο κατόρθωμα της Μπάγερν”. “Δεν έχουμε ξαναδεί καμία ομάδα να κυριαρχεί σε τόσο μεγάλο βαθμό σε όλες τις διοργανώσεις” πρόσθετε ο Αντρέας Μπρέμε.
Εκείνο ήταν το πρώτο και μοναδικό τρεμπλ από γερμανική ομάδα και το τέλειο αντίο για τον 68χρονο τότε Χάινκες. Παρά τις προσπάθειες των ανθρώπων της Μπάγερν να τον μεταπείσουν ο Χάινκες είχε πάρει την απόφαση του και δεν σκόπευε να την αλλάξει ούτε για τους Γερμανούς, ούτε για τα εκατομμύρια που του πρόσφερε ο Αμπράμοβιτς, ούτε γι’αυτά που του έδινε η Παρί, ο πρόεδρος της οποίας του πρότεινε μάλιστα να κουβαλήσει όλους τους προσωπικούς του σεφ στη φάρμα του, για να του κάνει το τραπέζι, προσπαθώντας να τον πείσει να αναλάβει τη γαλλική ομάδα. “Μετά τα όσα πέρασα τα τελευταία 2 χρόνια νομίζω πως είμαι έτοιμος για λίγη ησυχία” δήλωνε τότε και πρόσθετε: “Θα μπορούσα να πάω σε όποια ομάδα θέλω στην Ευρώπη αλλά σας διαβεβαιώνω πως δεν έχω σκοπό να προπονήσω ποτέ ξανά, παρ’όλο που δεν μ’αρέσει να χρησιμοποιώ τη λέξη ποτέ. Νομίζω ότι είχα ένα αξιόλογο τελείωμα”.
Ένα επικό τελείωμα που ανύψωσε αισθητά μια καριέρα γεμάτη επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Η προπονητική πορεία του Γερμανού είχε αρκετές σπουδαίες στιγμές αλλά και κάμποσες απογοητεύσεις. Στο πρώτο πέρασμα του από τη Μπάγερν στα τέλη των 80s η ομάδα κέρδισε 2 πρωταθλήματα σε 4,5 σεζόν αλλά η κατάσταση στα αποδυτήρια δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή (λίγο έλειψε να έρθει στα χέρια με τον Έφενμπεργκ, που επίσης δεν φημιζόταν για την ψυχραιμία του) και το ποδόσφαιρο της μόνο ελκυστικό δεν χαρακτηριζόταν. “O Χάινκες είναι ιδανικός για να διαφημίσει υπνωτικά χάπια” δήλωνε τότε ο βασικός του αντίπαλος, Κριστόφ Ντάουμ, που προπονούσε τη Στουτγκάρδη. Λίγα χρόνια μετά ως προπονητής της Μπενφίκα γνώριζε το διασυρμό με 7-0 από τη Θέλτα στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ενώ αποτυχημένα θεωρούνται και τα περάσματα του από Άιντραχτ και Σάλκε. Κοιτάζοντας κανείς το βιογραφικό του διαπιστώνει ότι 5 φορές αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πόστο του μέσα στη σεζόν, είτε λόγω απόλυσης, είτε λόγω συμβιβαστικού διαζυγίου.
Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της καριέρας του είναι η σχέση του με την αγαπημένη του Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ, την ομάδα με την οποία αναδείχτηκε και διέπρεψε ως παίκτης και την οποία ανέλαβε δυο φορές ως προπονητής. Στο τελευταίο του πέρασμα απ’αυτήν, λίγο πριν την πρώτη συνταξιοδότηση του, η ομάδα έκανε 14 ματς χωρίς νίκη. Ο κόσμος της ομάδας ήταν τόσο αγανακτισμένος που ο Χάινκες αναγκάστηκε να ζητήσει αστυνομική προστασία στα τελευταία του παιχνίδια στον πάγκο, καθώς δεχόταν μέχρι και απειλές θανάτου. Τελικά αποχώρησε στα τέλη Γενάρη του 2007, με την ομάδα προτελευταία και την ψυχολογία στα τάρταρα. Κύριος ακόμα και στις αποτυχίες του πάντως, αρνήθηκε να συζητήσει οποιαδήποτε αποζημίωση για την πρόωρη έξοδο του. “Η Μπορούσια είναι ο σύλλογος μου” συνήθιζε να λέει κάθε φορά που τον ρωτούσαν.
Όπως αποδείχτηκε τελικά, τα δυο χρόνια ξεκούρασης που ακολούθησαν του έκαναν πολύ καλό. Ο μόνιμα νευρικός και ευέξαπτος Χάινκες, που γινόταν πολλές φορές αντικείμενο σάτιρας γιατί κοκκίνιζε υπερβολικά κάθε φορά που ταραζόταν, ηρέμησε και – όπως λένε οι φίλοι του – είδε τη ζωή με νέο μάτι. Σημαντικό ρόλο στην απότομη αυτή χαλάρωση, εκτός από την ηλικία, έπαιξε η σοβαρή ασθένεια της γυναίκας του.
Όταν τελικά επέστρεψε στους πάγκους το 2009 λίγα πράγματα θύμιζαν τον παλιό Χάινκες, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, τον προπονητή που όταν έχανε την ψυχραιμία του ξεσπούσε στους παίκτες του, τον άνθρωπο που το 1998 κέρδισε το πρώτο Τσάμπιονς Λιγκ της Ρεάλ μετά από 32 χρόνια και παρ’όλα αυτά απολύθηκε λίγο καιρό μετά γιατί, εκτός του ότι η ομάδα είχε μείνει 4η στο πρωτάθλημα, η διοίκηση δεν έβλεπε με καλό μάτι το πως διαχειριζόταν τα μεγάλα αστέρια της ομάδας, στα οποία προσπαθούσε να επιβάλλει τη δική του πειθαρχία με κάθε τρόπο. Στη θέση του υπήρχε ένας ήρεμος και κατασταλαγμένος άνθρωπος που κρατούσε την πίεση μακριά από τους παίκτες και τους ζητούσε να απολαύσουν το παιχνίδι. “Ήταν σαν πατέρας για εμάς” έλεγε τότε ο Μπόατενγκ.
Όταν η Μπάγερν του ζήτησε το φθινόπωρο του 2017 για άλλη μια φορά να αφήσει την ήσυχη ζωή στη φάρμα του και να επιστρέψει στη δράση, ο Χάινκες δεν το σκέφτηκε και πολύ. “H γυναίκα μου και η κόρη μου είπαν να το κάνω. Ακόμα και ο σκύλος μου γάβγισε δυο φορές, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να το κάνω”.Ένας άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή μέσα στα γήπεδα, δεν άντεχε ακόμα και στα 72 του να μένει εκτός χόρτου. Σύμφωνα με τα γερμανικά ρεπορτάζ, ο Αντσελότι άφησε πίσω του μια ομάδα-παιδική χαρά, όπου ο καθένας έκανε πάνω-κάτω ό,τι ήθελε και οι προπονήσεις ήταν πιο χαλαρές και από αγώνες 5Χ5 40αρηδων μπυροκοιλιάδων.
Ο Χάινκες έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, εφάρμοσε εξ αρχής νέους αυστηρούς κανόνες (κομμένα τα κινητά παντού, νέες πιο ζόρικες προπονήσεις, νέα μενού διατροφής και αρκετά ακόμα), βρήκε το ‘κουμπί’ κάποιων βασικών παικτών που ήταν για πολύ καιρό εκτός φόρμας και κατάφερε μέσα σε ελάχιστους μήνες να επαναφέρει τη Μπάγερν στην κορυφή και να την οδηγήσει σε ένα ακόμα άνετο πρωτάθλημα. Το πάθος του για το ποδόσφαιρο ήταν τέτοιο, ακόμα και σ’αυτή την ηλικία, που λίγο πριν τα Χριστούγεννα αποκάλυψε ότι ακόμα δεν είχε βρεθεί με τη διοίκηση για να υπογράψει και τυπικά το συμβόλαιο του, γιατί πολύ απλά δεν έβρισκε ελεύθερο χρόνο για να το κάνει!
Σήμερα το βράδυ στη Μαδρίτη απέναντι στη Ρεάλ, η Μπάγερν Μονάχου καλείται να κάνει μια μεγάλη υπέρβαση, αν θέλει να ανατρέψει το σκορ του πρώτου αγώνα και να προκριθεί στον τελικό. Παρ’ότι βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, ο Χάινκες παραμένει ψύχραιμος και αισιόδοξος και πιστεύει ότι η ομάδα του μπορεί να τα καταφέρει. Αν αποτύχει, αυτό θα είναι το τελευταίο ευρωπαϊκό παιχνίδι της καριέρας του, αφού όσες απεγνωσμένες προσπάθειες έκανε η διοίκηση της Μπάγερν να τον μεταπείσει για να μην αποσυρθεί οριστικά το καλοκαίρι, έπεσαν στο κενό.
Αν όμως οι Βαυαροί καταφέρουν να κλέψουν την πρόκριση, τότε ο 73χρονος Γιουπ Χάινκες θα έχει μια σπουδαία ευκαιρία (για την ακρίβεια δυο, αν προσθέσουμε και τον τελικό του κυπέλλου με την Άιντραχτ) να κάνει μια ακόμα τέλεια τελευταία έξοδο, επαναλαμβάνοντας το κατόρθωμα του 2013: Να αποχωρήσει δηλαδή από τα γήπεδα, έχοντας κερδίσει ένα δεύτερο τρεμπλ. Και για έναν άνθρωπο που μια δεκαετία πριν έφευγε από το ποδόσφαιρο σχεδόν στιγματισμένος και κυνηγημένος (κυριολεκτικά) από τους οπαδούς της αγαπημένης του ομάδας, μια τέτοια εξέλιξη μοιάζει λίγο με παραμύθι. Ένα παραμύθι στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ένας 73χρονος Γερμανός παππούς που κάνει πλάκα σε συνομήλικες αθώες γιαγιάδες τουρίστριες.