Ο Καταλανός καλλιτέχνης των πάγκων
Ο Γκουαρδιόλα έπαιζε δεξί χαφ στην Μπαρσελόνα Β όταν ο Γιόχαν Κρόιφ τον είδε για πρώτη φορά. Αμέσως ζήτησε από τον προπονητή να τον αλλάξει θέση, βάζοντάς τον στον άξονα μιας και διέκρινε αμέσως τον τρόπο που μπορούσε να πασάρει, την υψηλή του τεχνική και φυσικά τον τρόπο που μπορούσε να διαβάσει το παιχνίδι, κάτι που πρόδιδαν οι κινήσεις του σε ένα τόσο έμπειρο μάτι όπως ήταν αυτό του Ολλανδού. Όταν ο Κρόιφ τον ανέβασε στην πρώτη ομάδα, το 1990, ενώ όλοι περίμεναν να τον δουν ψηλά στο γήπεδο, ως ένα τυπικό δεκάρι ο Κρόιφ τον μετέτρεψε στον πιο εγκεφαλικό πίβοτ εκείνης της εποχής. Ο 19χρόνος Καταλανός θα έπαιζε στο 6, στα χαρτιά δηλαδή θα ήταν ο αμυντικός χαφ της ομάδας, ασχέτως αν τα ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά του αλλά και τα σωματικά του προσόντα ήταν απαγορευτικά για εκείνο το εγχείρημα. Το 6 εκείνης της εποχής, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, ακόμα και για την πιο ντελικάτη ισπανική σχολή ήταν ένας ποδοσφαιριστής που φημιζόταν για την δύναμή του, τα τρομερά του τάκλιν και φυσικά την άνεση που είχε στις εναέριες μονομαχίες. Ο Πεπ δεν είχε τίποτα από αυτά. Άσε που δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει προς τους συμπαίκτες του. Ο νεαρός αμέσως ξαφνιάστηκε και σε αρκετά ήρεμο κλίμα διαφώνησε με τον προπονητή του. «Κύριε, συγγνώμη, πως είναι δυνατόν να αγωνιστώ εγώ σε αυτή τη θέση. Εγώ καλά-καλά δεν ξέρω να μαρκάρω» για να πάρει την απάντηση που του άλλαξε την ποδοσφαιρική του κοσμοθεωρία. «Δεν θέλω από εσένα να μαρκάρεις. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να παίρνεις την μπάλα και να δίνεις αμέσως την μπάλα. Η μπάλα συνήθως θα είναι δική μας».
Κάπως έτσι ξεκίνησε για την Μπαρσελόνα αυτός ο ρόλος του παίκτη που αγωνίζεται στο 6 και που έχουμε την τύχη να τον θαυμάζουμε ακόμα και στις μέρες μας, πλέον όμως όχι μόνο στον ποδοσφαιρικό καμβά των μπλαουγκράνα αλλά σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, εκεί που έχουν επιλέξει αυτόν τον όμορφο τρόπο παιχνιδιού, εκεί που το μυαλό μπορεί και τρέχει γρηγορότερα απ’ τα πόδια. Ο Κρόιφ είχε τρεις (3) κανόνες για την άμυνά του που τους έβαλε για τα καλά και στο μυαλό του Γκουαρδιόλα. 1. Τις μακρινές, ψηλές μπαλιές προς την περιοχή μας τις καθαρίζει πάντα ο τερματοφύλακας. Γι΄αυτό και πρέπει να είναι καλός τόσο στον αέρα όσο και με τα πόδια για να μπορεί να βγαίνει και να παίζει με άνεση και εκτός περιοχής. 2. Τις διαγώνιες μπαλιές τις καθαρίζουν οι πλάγιοι μπακ. Γι΄αυτό και πρέπει να είναι πολύ γρήγοροι εκτός φυσικά του να έχουν πολύ καλή τεχνική. 3. Τις κάθετες συρτές τις καθαρίζουν οι στόπερ. Γι’ αυτό και θα πρέπει να έχουν πρώτα απ΄όλα εξαιρετική αντίληψη του χώρου, να διαβάζουν άριστα το παιχνίδι και φυσικά να διαθέτουν εξαιρετική τεχνική για να μπορούν όταν κόβουν την μπάλα να την κουβαλούν και και να δημιουργούν σωστά από πίσω. Δεν είναι τυχαίο πως ο Πεπ Γκουαρδιόλα αγωνίστηκε εκείνα τα χρόνια με μεγάλη επιτυχία και στο κέντρο της άμυνας της Μπάρσα, πλάι στον σπουδαίο Ρόναλντ Κούμαν συνθέτοντας ένα από τα πιο εγκεφαλικά δίδυμα εκείνης της εποχής. Η τέλεια εφαρμογή του Ολλανδικού μοντέλου που λέει πως ο καλός ποδοσφαιριστής δεν αρκεί να είναι καλός μόνο στην φυσική του θέση. Κάτι που έγινε Ευαγγέλιο για τον μετέπειτα προπονητή Γκουαρδιόλα.
Ο Γκουαρδιόλα απ’ την αρχή της προπονητικής του καριέρας, το 2008 στο Καμπ Νου, πάτησε πάνω σε όλες τις διδαχές του Κρόιφ και της Μασία και εξέλιξε στο τέλειο όλα αυτά που είχε μάθει απ’ τον Κρόιφ και φυσικά τα είχε δουλέψει ο ίδιος στην Ακαδημία της Μπάρσα. Ακόμα και η φράση ότι τα έκανε όλα αυτά με σπουδαίες παίκτες έχει δύο επίπεδα ανάγνωσης, ίσως και παραπάνω, μιας και πολλούς από αυτούς τους παίκτες τους δημιούργησε ο ίδιος και φυσικά άλλους, που ήταν ήδη τεράστιας αξίας, τους έμαθε ξανά ποδόσφαιρο, το δικό του ποδόσφαιρο, κάτι που δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο για κάποιον που παίζει ήδη σε κορυφαίο επίπεδο και έχει κερδίσει ένα σωρό τίτλους (και χρήματα). Για κάθε Ζλάταν που ήρθε στην ομάδα του Πεπ και δεν δέχτηκε ποτέ (ή δεν μπορούσε) να μπει στο ποδόσφαιρο του προπονητή του, υπάρχει ο Ροναλντίνιο και ο Ντέκο που αν και ήταν μεγάλα αστέρια της ομάδας εκείνη την εποχή, όταν ανέλαβε ο ίδιος ζήτησε να φύγουν επειδή δεν ταίριαζαν σε αυτό που είχε στο μυαλό του. Υπάρχει φυσικά η περίπτωση Τσάβι που την περίοδο που ανέλαβε ο Γκουαρδιόλα είχε ζητήσει να φύγει ο ίδιος επειδή δεχόταν σκληρή κριτική από μεγάλη μερίδα των Καταλανών και έμεινε όταν ο προπονητής του (και μέντοράς του) του παρουσίασε όλα τα πλάνα του. Ο Τσάβι σε όλα τα συστήματα του Γκουαρδιόλα θα ήταν ο κινητήριος μοχλός, ο εγκέφαλος. Το πείραμα φυσικά και πέτυχε. Ο Μπουσκέτς που καθόρισε τη θέση τόσο για την Μπαρσελόνα όσο και για την Ισπανία ήταν δημιούργημα του Πεπ, όπως φυσικά και ο Πικέ που ήρθε ως αποτυχημένος από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και στην αρχή δεν τον πίστευε κανένας πλην του προπονητή του. Φυσικά σε όλους αυτούς υπάρχει και ο Μέσι. Ο σπουδαίος Αργεντίνος που χάρη και στον Πεπ, και του τρόπου παιχνιδιού της Μπάρσα, εξελίχθηκε και έγινε για τους περισσότερους, και άδικο δεν τους ρίχνω, ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία.
Το επόμενο βήμα στο Μόναχο και τη Μπάγερν ήταν όντως αρκετά δύσκολο για τον ίδιο μιας και η Γερμανία μάλλον δεν ήταν ακόμα έτοιμη για αυτή τη μετάβαση την ίδια ώρα που στο Ντόρτμουντ ένας ημίτρελος Γερμανός προπονητής με γυαλιά και καπέλο baseball παρουσίαζε κάτι αρκετά διαφορετικό αλλά και τόσο όμορφο. Η κριτική ήταν αδυσώπητη, και άδικη κατά την ταπεινή μου γνώμη, μιας και το πέρασμα από την Μπουντεσλίγκα εκτός του ότι ήταν επιτυχημένο για την Μπάγερν, βοήθησε και στην τακτική εξέλιξη του Γερμανικού μοντέλου και -κυρίως- των Γερμανών μέσων της εποχής. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα κατάφερε να διαδεχτεί τον Χάινκες, μετά από ένα επικό τρεμπλ, κι όμως μπόρεσε να αφήσει αμέσως το στίγμα του.
Και μετά το Μάντσεστερ και η Σίτι. Η Πρέμιερ Λιγκ και η λάμψη της με τα πρώτα σχόλια να μην είναι θετικά μιας και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεωρούσαν πως το ποδόσφαιρο κατοχής, αυτό το Take the Ball – Pass the Ball, δεν μπορούσε να λειτουργήσει στα αγγλικά γήπεδα της δύναμης, της ταχύτητας και της γιόμας. Η απάντηση φυσικά και έχει δοθεί εδώ και χρόνια με τον Γκουαρδιόλα να έχει μετατρέψει την Πρέμιερ Λιγκ σε κάτι δικό του και εδώ και κάποιες ώρες να έχει φτάσει τους «πολίτες» μετά το νταμπλ και στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, σε ένα ιστορικό τρεμπλ για το αγγλικό ποδόσφαιρο, 24 χρόνια μετά το ’99 και τον θριάμβο της Γιουνάιτεντ στο «δικό» του Καμπ Νου απέναντι στη Μπάγερν. Όλα αυτά φυσικά και ήρθαν μετά από δαπανηρές μεταγραφές, όπως προστάζει το σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά πάνω από όλα με τον δικό του τρόπο και όλα αυτά τα δύσκολα (για εμάς) πράγματα που έχει στον δικό του εγκέφαλο. Ο Γκουαρδιόλα έχει χαρακτηριστεί ξεροκέφαλος από μεγάλη μερίδα ξεχνώντας όμως πως έχει μάθει να μαθαίνει από τα λάθη του (και τις αποτυχίες του) αλλάζοντας συνεχώς πράγματα. Σκεφτείτε εκείνο το 4-3-3 του στα χρόνια της Μπάρσα με τον Μέσι σε ρόλο ψεύτικου 9 και πως άλλαξε -όσο κι αν ήταν επιτυχημένο- στα χρόνια του στο Μόναχο σε 4-5-1 με σέντερ φορ τον Λεβαντόφσκι ή και σε εκείνο το ευέλικτο 3-4-3 με τον Αλάμπα και τον Λαμ σε ρόλους τόσο ως στόπερ όσο και ως κεντρικών μέσων.
Τα χρόνια του στο Μάντσεστερ η κάθε χρονιά είχε και κάτι το νέο, κάτι το εντελώς διαφορετικό. Ήταν αυτός που άλλαξε θέσεις στον ντε Μπρούινε και τον Σίλβα και τους έφερε από τα άκρα (και τον ρόλο του δεκαριού) του 4-2-3-1 του Πελεγκρίνι, χαμηλά στον άξονα ως εσωτερικούς στο 4-1-2-3 τις πρώτες του χρονιές. Δεν δίστασε να παίξει με 3-5-2 για να χωρέσει τους Αγουέρο και Ζεσούς όταν βρισκόταν και οι δύο σε δαιμονιώδη φόρμα και δεν πρέπει να ξεχνάμε εκείνο το τρικ με τον Ντελφ σε ρόλο αριστερού μπακ, μετά τον σοβαρό τραυματισμό του Μεντί, τη χρονιά μάλιστα που η ομάδα πήρε το πρωτάθλημα με 100 βαθμούς, έχοντας και τον ντε Μπρούινε τραυματία το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν. Ακόμα και εκείνα τα «μαγικά» με τον Άλβες στα χρόνια της Μπάρσα που ξεκινούσε ως δεξί μπακ και έπαιζε ουσιαστικά ως κεντρικός μέσος, βγάζοντας ένα σωρό ασίστ το έκανε από τα αριστερά με τον Κανσέλο, βαφτίζοντάς το Phantom Back. Πράγματα δοκιμασμένα σε προηγούμενες σεζόν και σε διαφορετικά πρωταθλήματα που έρχονται στην επιφάνεια αναλόγως τις συνθήκες και βαφτίζονται καινοτομίες ενώ η βάση τους είναι ουσιαστικά όλα εκείνα που δίδαξε πριν πολλά χρόνια ο σπουδαίος Γιόχαν Κρόιφ.
Ακόμα και το φετινό «κουτί» του τελευταίου διμήνου με τον Τζον Στόουνς να αγωνίζεται δίπλα στον Ρόντρι έχοντας μπροστά τους τούς ντε Μπρούινε και Γκουντογκάν, με τον Άγγλο σε συνθήκες άμυνας να παίζει είτε ως στόπερ σε τριάδα είτε ως δεξί μπακ σε τετράδα, οι βάσεις του βρίσκονται σε εκείνο το «διαμάντι» που είχε παρουσιάσει μοναδικά ο Κρόιφ στα χρόνια του στην Μπαρσελόνα με τον Πεπ Γκουαρδιόλα σε αυτόν τον υβριδικό, όπως χαρακτηρίστηκε, ρόλο. Κομμάτια της σπάνιας θεωρίας του Ολλανδού που γίνονται και πάλι πράξη λόγω της ιδιοφυίας του Καταλανού καλλιτέχνη των πάγκων. Είναι αλήθεια πως στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Ίντερ η τακτική προσέγγιση του Ινζάγκι έβαλε πολύ δύσκολα στον Πεπ, είναι όμως αλήθεια πως ο τρόπος που διαχειρίστηκε το δικό του σύστημα, ξεκινώντας με 3-4-3 αλλάζοντας το «κουτί» στη διάρκεια του ματς και φέρνοντας τον Στόουνς ως δεξί εσωτερικό μέσο με τον ντε Μπρούινε αριστερό, σε μεγάλο διάστημα του ματς, ήταν ένα προπονητικό σεμινάριο τακτικής. Και επειδή η τύχη παίζει πάντα ρόλο στον αθλητισμό είναι επίσης αλήθεια πως ο τραυματισμός του Βέλγου και η είσοδος του Φόντεν, ουσιαστικά σε έναν πιο ελεύθερο και ευέλικτο ρόλο βοήθησε την Σίτι να βρει κάποιους χώρους και να φτάσει και στο γκολ.
Το Τσάμπιονς Λιγκ του Γκουαρδιόλα με την Σίτι ούτε έκανε την ομάδα καλύτερη ούτε φυσικά έκανε τον ίδιο καλύτερο προπονητή. Χάρισε απλώς μια μοναδική στιγμή στον οργανισμό των «πολιτών» και στους φιλάθλους τους και φυσικά έδωσε ακόμα ένα σπουδαίο μετάλλιο στον προπονητή και τους παίκτες. Για όλους εμάς, τους απλούς παρατηρητές, τους απλούς φίλους του ποδοσφαίρου δεν νομίζω να άλλαξε κάτι. Όπως από το 2018 γράφω εδώ μέσα ότι η Σίτι είναι η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη θα συνεχίσω να το γράφω μέχρι να πάψει να είναι. Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Όλοι άλλωστε υποστηρίζουμε μια ομάδα (άντε δύο) και όσο καλή κι αν είναι δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια, γι’ αυτό και για εμένα τουλάχιστον οι τίτλοι μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Μεγαλύτερη σημασία έχει το στίγμα του καθενός, η προσφορά του, αυτά που δίνει στο κάθε σπορ, πόσο το αλλάζει, τι θα θυμόμαστε όταν φύγει. Σκεφτείτε πως ο Γκουαρδιόλα θεωρεί ως κορυφαίο τον Μπιέλσα και αν με ρωτάτε δεν έχει καθόλου άδικο. Δεν είναι λοιπόν μόνο οι τίτλοι. Είναι το πως βλέπεις κάτι και πόσο το αλλάζεις για να το δουν και οι άλλοι. Φυσικά και ο Πεπ Γκουαρδιόλα γιγαντώνεται σε όλο αυτό επειδή συνδυάζει άψογα και τα δύο. Τίτλους και επιρροή στο άθλημα που υπηρετεί. Το Τσάμπιονς Λιγκ της Σίτι δεν αλλάζει κάτι ως την προσφορά του και την αξία του ως προπονητής. Είναι σίγουρα μια δικαίωση για τον ίδιο, τους παίκτες και την διοίκηση της ομάδας και μια στιγμή απερίγραπτης χαράς για τους φανατικούς της ομάδας. Όλοι οι άλλοι που θα τον παραδεχτούν ως προπονητή επειδή πήρε Τσάμπιονς Λιγκ με την Σίτι και όχι για όλα αυτά που μας έχει χαρίσει από το 2008 μέχρι και σήμερα, συγγνώμη, αλλά μάλλον δεν είναι στραβός ο γιαλός.
3 σχόλια σχετικά με το “Ο Καταλανός καλλιτέχνης των πάγκων”
Αν τον είδες καλό στην Μπάγερν, με τον Χάινκες να του έχει στρωμένη ομάδα και να καταφέρνει να τρώει 4 από τη Ρεάλ και 3 από την Μπαρτσελόνα πανεύκολα, ε οκ σίγουρα αρμενίζουμε στραβά.
Δεν αμφισβητεί κανείς την ικανότητα του Πεπ, αλλά ότι έκανε στα πρώτα του χρόνια στην Μπαρτσελόνα, δεν τα ξανά έφτασε, παρά τα χρήματα. Γιατί είναι και θέματα τύχης. Δεν βρίσκεις πχ Μπουσκέτς να αγοράσεις, αλλά είχες την τόλμη να τον χρησιμοποιήσεις όπως θες, αλλά πάλι τότε αν είχε περάσει το δικό του κι είχε διώξει τον Ετό μάλλον δε θα μιλούσαμε για το μυθικό εκείνο τρεμπλ.
@balkou
Δεν υπάρχει συζήτηση για το αν ήταν καλός στη Μπάγερν Μονάχου όπως υπάρχουν φυσικά και οι αποκλεισμοί του στο Τσάμπιονς Λιγκ. Το ένα δεν ακυρώνει το άλλο. Με αυτή τη λογική αν φέτος έχανε με 2-0 από την Ίντερ θα έβγαινε κόσμος να πει «έλα μωρέ τώρα, έχασε, τον κατάπιε ο άλλος» κτλ. Ο Κρόιφ το ’94, με μια ομάδα που είχε χαρακτηριστεί Dream Team, έχασε με 4-0 στην Αθήνα από μία επίσης μεγάλη ομάδα (με απουσίες σε εκείνο το ματς). Συμβαίνουν αυτά στον αθλητισμό. Μεγάλες νίκες – μεγάλες ήττες – τρόπαια – τραγωδίες. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο, και το γράφω στο κείμενο, είναι αυτό που μας έχει δώσει ποδοσφαιρικά ο Γκουαρδιόλα όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε Σίτι υποστηρίζω, ούτε φανμποϊ του Πεπ είμαι. Φίλος του ποδοσφαίρου είμαι και γι’ αυτό, επειδή τον θεωρώ τον κορυφαίο τον ημερών μας παρακολουθώ στενά τις ομάδες του.
Τώρα αν θεωρείς ότι αρμενίζω στραβά επειδή θεωρώ ότι το πέρασμά του από το Γερμανικό ποδόσφαιρο επηρέασε θετικά την Μπουντεσλίγκα και κάποιους διεθνείς, κυρίως μέσους, της Εθνικής, κανένα πρόβλημα. Αν διαφωνείς -που διαφωνείς- μαζί μου στην άποψη που εγώ έχω για τον Καταλανό, και πάλι κανένα πρόβλημα.
Καλημέρα
Φίλε balkou, μετά το μυθικό τρεμπλ, η Μπαρτσελόνα ήταν επί 4 χρόνια η τοπ ομάδα της Ευρώπης, χάνοντας τσλ (πχ με Ίντερ του Μουρίνιο) ή εγχώριες κούπες (κύπελλο) στις λεπτομέρειες. Παίζοντας όμως όλο και καλύτερη μπάλα, όπως φαινόταν κι από το άπειρο ξύλο/λεωφορεία που ρίχναν οι αντίπαλες ομάδες για να το αντιμετωπίσουν. Δεν το είπαν τυχαία total football.
Όσο για τη Μπάγερν που αναφέρεις, νομίζω όταν μια ομάδα τα έχει πάρει όλα, είναι δύσκολο να συνεχίσει να κάνει τον ίδιο πρωταθλητισμό. Θυμάσαι πολλές μετά από τρεμπλ να έγιναν την επόμενη χρονιά καλύτερες;
Κατά τη γνώμη μου, ο Πεπ έχει ένα θέμα στα νοκ άουτ, ο τρόπος που παίζει η ομάδα και λειτουργούν οι παίκτες του φαίνεται να τους κάνει ‘χέστες’. Έτσι, όταν κάτι πάει στραβά σε ένα παιχνίδι, τα βάφουν κατευθείαν μαύρα.