Ο γύρος του κόσμου με ένα σομπρέρο

Ο μποέμ σταρ της Αργεντινής που έκανε τα πάντα στο γήπεδο

Οι λίστες με τους καλύτερους γίνονται συνήθως για να ανοίγει μια κουβέντα. Να διαφωνούμε και να προσπαθούμε ο ένας να πείσει τον άλλον. Λίστες με τηλεοπτικές σειρές, τραγούδια, ηλεκτρονικά παιχνίδια, μπασκετμπολίστες (όπως μας έκανε τελευταία το The Last Dance) και φυσικά ποδοσφαιριστές. Ο σημερινός μας πρωταγωνιστής είναι άγνωστος στην Ευρώπη. Στη Λατινική Αμερική όμως, και ειδικά στην Αργεντινή, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Και γι’ αυτό φιγουράρει ως ο 25ος καλύτερος παίκτης του περασμένου αιώνα σύμφωνα με την ψηφοφορία του IFFHS και ως ο 5ος καλύτερος νοτιοαμερικάνος, μετά τους Πελέ, Μαραντόνα, ντι Στέφανο και Γκαρίντσα. Και μπορεί οι λίστες να μην έχουν τόσο μεγάλη σημασία, τουλάχιστον για μένα, αλλά το γεγονός ότι ο Χοσέ Μανουέλ Μορένο γεννήθηκε το 1916 στη γειτονιά της Λα Μπόκα και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αναφέρεται, δείχνει το πόσο σπουδαίος ήταν.

Ο Μορένο μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή που ζει και αναπνέει για την τοπική Μπόκα Τζούνιορς, αλλά μόλις στα 15 του απορρίφθηκε από τους Μποστέρος. Τότε αποφάσισε να τους κάνει να μετανιώσουν. Γεννήθηκε φτωχός και χρειαζόταν να δουλεύει από πιτσιρικάς. Τα χρήματα που έβγαζε, τα έπαιζε στοίχημα στο μπιλιάρδο για να αγοράσει ποδοσφαιρικά παπούτσια. Δούλευε σε μια εταιρεία που έπλενε τα ρούχα των ναυτών που έφταναν στο λιμάνι και πάντα ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Δοκιμάστηκε στη Ρίβερ Πλέιτ (που ας μην ξεχνάμε ότι κι αυτή το 1901 όταν ιδρύθηκε βρισκόταν κοντά στη Λα Μπόκα και μετακόμισε αργότερα), το ταλέντο του εκτιμήθηκε και έπαιξε μπάλα εκεί. Ο Μορένο ξεχώριζε και έκανε ντεμπούτο μόλις στα 18 του στην πρώτη ομάδα, όταν η Ρίβερ έκανε τουρνέ στη Βραζιλία. Πριν από ένα ματς με την Μποταφόγκο, με όλη την άγνοια κινδύνου ενός πιτσιρικά είπε στους συμπαίκτες του: «Ήρεμα παιδιά, θα τους βάλουμε πέντε γκολ. Δεν βλέπετε αυτόν που με μαρκάρει πόσο άσχημος είναι; Θα τον χορέψω». Πράγματι, ο πιτσιρικάς Μορένο σκόραρε ένα γκολ κι η Ρίβερ κέρδισε με 5-1. Ο Μορένο την επόμενη χρονιά έγινε βασικός και κατέκτησε στη συνέχεια το πρωτάθλημα του 1936. Το 1937 κατέκτησε ακόμα ένα πρωτάθλημα και το όνομά του πλέον ακουγόταν σε όλη τη χώρα.

Ο Μορένο στο εξώφυλλο του ιστορικού ποδοσφαιρικού περιοδικού El Gráfico το 1941

Ο “Ελ Τσάρο”, όπως ήταν το παρατσούκλι του από τα χρόνια του στο Μεξικό, ήταν σύμφωνα με τους ιστορικούς ο πρώτος “ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής” της χώρας. Με εξαιρετικά σωματικά προσόντα, υψηλή τεχνική, άριστα τελειώματα, πολύ καλή κεφαλιά, δυνατός τόσο στο ένας εναντίον ενός, αλλά και στο να μοιράζει ασίστ, ο Μορένο ήταν ένα “επιθετικό χαφ”/επιθετικός πολύ μπροστά από την εποχή του. Κατάφερε να αφήσει το στίγμα του για πάνω από μια δεκαετία και να είναι το ίνδαλμα του Αλφρέδο ντι Στέφανο (με τον οποίον υπήρξαν συμπαίκτες στο ξεκίνημα της καριέρας του δεύτερου). Μέχρι να εμφανιστεί ο Μαραντόνα αρκετά χρόνια αργότερα, δεν ήταν σπάνιο οι Αργεντινοί να θεωρούν τον Μορένο ως το αντίπαλο δέος του Πελέ για τα πρωτεία του καλύτερου παίκτη. Αλλά είπαμε, οι λίστες και οι κατατάξεις είναι κάτι το υποκειμενικό.

Ο Μορένο όμως δεν ήταν μόνο ένας καλός ποδοσφαιριστής. Ήταν ένας σταρ. Εκτός από την μπάλα λάτρευε τις γυναίκες, το ταγκό (και πιο ειδικά τη μιλόνγκα) και τα ξενύχτια. Φορούσε το κοστούμι του, ξεκινούσε με λίγο μπιλιάρδο και ολοκλήρωνε τη νύχτα με χορό, αλκοόλ και φυσικά δροσερές παρουσίες. Συχνά στις εξόδους ήταν κι ο πατέρας του μαζί, ο καλύτερος φίλος του. Μπορεί το ποδόσφαιρο να μην ήταν τόσο απαιτητικό όσο σήμερα, αλλά η ζωή του δεν περνούσε απαρατήρητη. Οι δημοσιογράφοι του έκαναν συχνά κριτική. Ο ίδιος αδιαφορούσε: «Ναι, μου αρέσει η νυχτερινή ζωή. Και τι μ’ αυτό; Δεν έχω χάσει ούτε μια προπόνηση. Μην μου λέτε να πίνω γάλα, μια φορά ήπια γάλα και έπαιξα χάλια». Ο αστικός μύθος λέει, ότι ο Μορένο μια φορά μόνο είχε κοιμηθεί νωρίς χωρίς διασκέδαση, πριν από ένα κρίσιμο ματς απέναντι στην Ιντεπεντιέντε το 1939. Έπαιξε χάλια και η Ρίβερ έχασε. Η διοίκηση αποφάσισε να τον τιμωρήσει για “έλλειψη επαγγελματισμού”, αλλά ο Μορένο εκτός από εξαιρετικός παίκτης και μπον βιβέρ, ήταν και ένας αρχηγός. Σύμφωνα με το βιβλίο Di Stefano: La historia completa, πολλοί από τους συμπαίκτες του τον στήριξαν και ξεκίνησαν απεργία διαρκείας. Η Ρίβερ αναγκάστηκε να επιστρατεύσει αρκετούς αναπληρωματικούς μέχρι το τέλος της σεζόν για να καλύψει τα κενά των απουσιών του Μορένο και των υποστηρικτών του.

Σε ένα παιχνίδι με τη Χιμνάσια Λα Πλάτα, μετά από έναν καβγά, ο Μορένο αποχωρεί καθώς έχει αποβληθεί.

Παρά την καλή ζωή όμως, ο Μορένο δεν ήταν κανένας λιγόψυχος. Το αντίθετο. Σε ένα παιχνίδι στην πάντα σκληρή έδρα της Τίγκρε, κάποιος οπαδός των γηπεδούχων πήρε μια πέτρα από τις διπλανές γραμμές του τρένου και την εκτόξευσε χτυπώντας τον Μορένο. Οι συμπαίκτες του δεν πήραν χαμπάρι, μέχρι που είδαν τη ματοβαμμένη φανέλα του Μορένο στο ημίχρονο στα αποδυτήρια. Τον ρώτησαν αν είναι τρελός και γιατί δεν πήγε για πρώτες βοήθειες. Ο ίδιος απάντησε: «Γιατί να πάω για τις πρώτες βοήθειες; Για να τους δώσω την ικανοποίηση να τραγουδάνε ότι ο Μορένο την έφαγε; Όχι φίλε. Όταν χρειαστούν οι πρώτες βοήθειες θα είναι επειδή θα αποχωρήσω από το γήπεδο πάνω σε φορείο». Μια άλλη φορά, πριν από ένα κρίσιμο ματς με τη Ράσινγκ, ο Μορένο είχε τόσο αλκοόλ στο αίμα του που ο γιατρός προειδοποίησε ότι αν έβγαινε να παίξει, κατά πάσα πιθανότητα θα πέθαινε μέσα στα πρώτα λεπτά. Ο Μορένο όχι μόνο έπαιξε, αλλά ήταν ο κορυφαίος του αγώνα. Σε αγώνα με την Εστουδιάντες, όταν οι οπαδοί των γηπεδούχων έκαναν ντου στο γήπεδο για να διαμαρτυρηθούν για τη διαιτησία, ο Μορένο έμεινε εκεί και έπαιξε μπουνιές μαζί τους.

«Το ταγκό είναι η καλύτερη προπόνηση γιατί πρέπει να κρατάς τον ρυθμό, να τον αλλάζεις μέσα σε μια στιγμή και να δουλεύεις ταυτόχρονα τη μέση και τα πόδια»

Ο Τσάρο, μετά τα πρώτα δύο πρωταθλήματα ήταν και από τα βασικά στελέχη της καλύτερης ομάδας που παρουσίασε ποτέ η Ρίβερ Πλέιτ, της θρυλικής Λα Μάκινα που δεν έπαιζε απλά όμορφο ποδόσφαιρο, αλλά άλλαξε πολλά από τα όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε για το άθλημα. Κατέκτησε μαζί της ακόμα τρία πρωταθλήματα και ήταν μέλος της ιστορικής πεντάδας της Μηχανής. Όταν κάποτε ο ντι Στέφανο ρωτήθηκε για τον καλύτερο επιθετικό που έπαιξε μαζί (οι λίστες που λέμε) δεν είπε ένα όνομα, αλλά πέντε: Μουνιός, Μορένο, Πεδερνέρα, Λαμπρούνα και Λουστάου. Η Λα Μάκινα κατέκτησε τίτλους, αλλά κυρίως έφερε επανάσταση στο ποδόσφαιρο της Αργεντινής και γενικότερα της Λατινικής Αμερικής. Σε αντίθεση όμως με τον ντι Στέφανο που έγινε θρύλος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ο Μορένο περιορίστηκε στην Αμερική και γι’ αυτό δεν είναι γνωστός πιο έξω.

Κατά πολλούς, ήταν η έλλειψη επαγγελματισμού του που δεν τον έφερε στην κορυφή του κόσμου, τα προβλήματά του με το αλκοόλ και τα ξενύχτια. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Μορένο απλώς έπεσε σε λάθος εποχή. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε Μουντιάλ. Το 1938 η Αργεντινή, μαζί με την Ουρουγουάη, αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους ως διαμαρτυρία για το γεγονός ότι η Ευρώπη θα διοργάνωνε το δεύτερο συνεχόμενο Μουντιάλ σε χώρα της. Και τη δεκαετία του 1940, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος σταμάτησε τα Παγκόσμια Κύπελλα και στέρησε από την Αργεντινή της εποχής να φτάσει σε τελικούς και να κατακτήσει τρόπαια. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί Αργεντινοί έφυγαν για την Ιταλία, πολιτογραφήθηκαν Ιταλοί και έγιναν διάσημοι εκεί. Ο Μορένο δεν τα κατάφερε λόγω του πολέμου, δεν έχτισε ένα όνομα σαν τον ντι Στέφανο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η καριέρα του δεν ήταν πετυχημένη. Εκτός από τα πέντε πρωταθλήματα με τη Ρίβερ, έπαιξε 34 φορές με τη φανέλα της Αργεντινής και σκόραρε 19 φορές. Κατέκτησε δύο Κόπα Αμέρικα το 1941 και το 1947 και μάλιστα τη δεύτερη φορά βγήκε και καλύτερος παίκτης του τουρνουά. Επίσης έχει το ρεκόρ των πέντε γκολ σε αγώνα Κόπα Αμέρικα, σε ένα 12-0 απέναντι στο Εκουαδόρ που εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του θεσμού.

Μια εξαιρετική ρετρό φωτογραφία (με χρώμα). Ο Μορένο κι ο Λαμπρούνα, δύο από τους σπουδαιότερους παίκτες της Ρίβερ και της Αργεντινής.

Ο Μορένο, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον Λαμπρούνα, δεν ήταν παίκτης-οπαδός της Ρίβερ. Όταν ήρθε σε διαμάχη με τη διοίκηση του συλλόγου, σηκώθηκε και έφυγε. Έπαιξε από το 1944 ως το 1946 στο Μεξικό και κατέκτησε και εκεί πρωτάθλημα. Επέστρεψε στη Ρίβερ το 1946 και στο πρώτο του παιχνίδι περίμεναν 10.000 άνθρωποι έξω από το γήπεδο για να τον δουν. Ο Μορένο σκόραρε δύο φορές. Όταν αποχώρησε οριστικά από τη Ρίβερ έπαιξε σε διάφορες χώρες και ομάδες. Κατέκτησε με την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα το πρωτάθλημα στη Χιλή, γύρισε για ένα πέρασμα από την Μπόκα το 1950, πέρασε από Ουρουγουάη και πήγε στην Κολομβία, που έγινε η τέταρτη διαφορετική χώρα στην οποία θα κατακτούσε πρωτάθλημα. Εκεί, στην Ιντεπεντιέντε του Μεντεγίν, θα κρεμούσε τα παπούτσια με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Σύμφωνα με τις διηγήσεις της εποχής και τον Εντουάρντο Γκαλεάνο, ήταν ένα φιλικό της Μεντεγίν με την Μπόκα. Ο 44χρονος πια Μορένο ήταν προπονητής. Η Μπόκα κέρδιζε με 2-1, οι παίκτες του έκαναν λάθη κι ο Μορένο απηυδισμένος έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε τη φανέλα της ομάδας, μπήκε μέσα ως αλλαγή και έκανε πράξη το “μάθε μπαλίτσα”. Σκόραρε δυο φορές, η ομάδα του γύρισε το ματς σε 5-2 κι ο Μορένο αποχώρησε εν μέσω αποθέωσης. Σταρ ακόμα και στην τελευταία του παράσταση.

Ο θρύλος λέει ότι πριν από τα ματς ήθελε μια κοτόσουπα και ένα μπουκάλι κρασί για να πάρει τα πάνω του. Τον είπαν “μποέμ ποιητή της μπάλας”, ένας χαρισματικός άνθρωπος και ποδοσφαιριστής με το χαρακτηριστικό μουστάκι, το αφοπλιστικό χαμόγελο και το προσεγμένο μαλλί του. Ποτέ δεν τα είχε καλά με τις διοικήσεις, οι τιμωρίες που μάζευε ήταν πολλές. Τα καμπαρέ του Μπουένος Άιρες, της πόλης του Μεξικού και του Σαντιάγο της Χιλής είχαν πάντα μια θέση γι’ αυτόν. Ο αστικός μύθος λέει ότι όταν ο Πελέ πάτησε για πρώτη φορά στην Αργεντινή για αγώνα της Σάντος, ζήτησε να γνωρίσει τον Μορένο. Ο Μορένο απάντησε ότι δεν μπορούσε γιατί είχε κανονίσει μπάρμπεκιου. Έτσι ζούσε μέχρι το τέλος, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Κι αν δεν κατάφερε, κυρίως λόγω συνθηκών, να έχει ψηλότερη θέση στις λίστες τούτου του μάταιου κόσμου, ο Μορένο έφυγε από τη ζωή στα 62 του, λίγο καιρό μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ από την Αργεντινή το 1978, γνωρίζοντας ότι όσοι τον είδαν ήξεραν ποιος είναι και πως έζησε τη ζωή του όπως ήθελε αυτός. Σε μια συνέντευξη λίγα χρόνια πριν πεθάνει και ενώ ζούσε πλέον στην εξοχή, τον ρώτησαν ποια ήταν η ανταμοιβή που αναζητούσε περισσότερο. “Η κολακεία, τα κοπλιμέντα. Να νιώθω ξεχωριστός, να νιώθω την αναγνώριση, να με τιμούνε“.

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Ιστορίες για το τζάκι, ποδόσφαιρο Λατινικής Αμερικής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ρόδα, μπάλα και κοπάνα: Η μυθική ζωή του χαλαρού Ούγκο Σοτίλ

Τη ρόδα τη βλέπετε στην παρακάτω φωτογραφία. Τι δουλειά έχει ο ψηλόλιγνος, μοντέρνος πιτσιρικάς – ο Γιόχαν πάντα μικρόδειχνε- με αυτόν τον μελαμψό, τετράγωνο κύριο; Και αυτός ο κύριος δεν σκάει από τη ζέστη με το μάλλινο κοστούμι; Αν κάνετε τον κόπο να διαβάσετε το κείμενο που ακολουθεί θα έχετε την απάντηση, θα μάθετε και […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ημερολόγια μοτοσικλέτας

Δεν είχα ποτέ κάποια συμπάθεια στις μηχανές, μηχανάκια, μοτοσικλέτες. Κυρίως μάλλον λόγω του φόβου μου ότι κάτι κακό θα μου συμβεί. Είμαι άνθρωπος του αυτοκινήτου. Καταλαβαίνω όμως την αγάπη και τη λατρεία που έχουν οι μηχανόβιοι για τα σιδερένια τους άλογα. Αν και το “μηχανόβιος” δεν μου αρέσει σαν λέξη και μου θυμίζει βιντεοκασέτα με […]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

3 σχόλια σχετικά με το “Ο μποέμ σταρ της Αργεντινής που έκανε τα πάντα στο γήπεδο”

  1. Ο/Η Veronica Lodge λέει:

    Ασάδο, μιλόνγκα, ποδόσφαιρο, ο ορισμός του Αργεντίνου, δεν είναι τυχαίο ότι αγαπήθηκε τόσο πολύ και εξυμνήθηκε από τον Γκαλεάνο.

  2. Ο/Η Elaith λέει:

    Χρόνια και χρόνια, πού χάθηκες εσύ;

  3. Ο/Η Veronica Lodge λέει:

    Κάπου στο Ριο δε λα πλατα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *