Λεβ Γιασίν: ένας ταπεινός καινοτόμος του ποδοσφαίρου
Στις 15 Ιουνίου του 1958 η Βραζιλία αγωνίστηκε απέναντι στη Σοβιετική Ένωση για το Μουντιάλ της Σουηδίας επικρατώντας με 2-0, σφραγίζοντας παράλληλα το εισιτήριο για τη φάση των νοκ-άουτ. Εκείνη η αναμέτρηση, που κρίθηκε με τα δύο γκολ του Βαβά, έχει μείνει στην ιστορία του ποδοσφαίρου για ακόμη έναν λόγο. Ίσως και πιο σημαντικό. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που το παγκόσμιο κοινό ήρθε σε επαφή, μαζικά, με τον Λεβ Γιασίν. Η μαύρη εμφάνιση του Ρώσου τερματοφύλακα, σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές του επεμβάσεις αλλά και το τόσο διαφορετικό του, αγωνιστικό στιλ ήταν εκείνα τα στοιχεία που -ουσιαστικά- τον μετέτρεψαν από «τον τύπο που φυλάει την εστία» στον τερματοφύλακα-σύμβολο και το πρόσωπο του Σοβιετικού ποδοσφαίρου εκείνης της περιόδου. Ο Γιασίν, σε μια εποχή που οι τερματοφύλακες έπαιζαν κυριολεκτικά πάνω στη γραμμή της εστίας, ήταν ο πρώτος που έβγαινε μακριά από τα δοκάρια, ακόμα κι έξω από την περιοχή του, για να σταματήσει μακρινές μπαλιές οργανώνοντας το παιχνίδι από πίσω, σαν λίμπερο, πραγματοποιώντας απίστευτες επεμβάσεις τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος, συνήθως γραπώνοντας την μπάλα και με τα δυο του χέρια. Το προσωνύμιό του άλλωστε «η μαύρη αράχνη» δεν βγήκε τυχαία για κάποιον που, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, έμοιαζε να παίζει όχι με δύο αλλά με οχτώ χέρια.
Γεννημένος το 1929, στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης και πεθαίνοντας το 1990, λίγο πριν αυτή καταρρεύσει, έζησε όλη εκείνη την περίοδο της μεγάλης αλλαγής της χώρας του και λόγω του σπουδαίου αθλητικού του αναστήματος, και του χαμηλού του κοινωνικού προφίλ, λατρεύτηκε κυριολεκτικά από την Εργατική Τάξη στην οποία ανήκε η οικογένειά του αλλά και ο ίδιος. Η γέννησή του συνέπεσε με το Πενταετές Πρόγραμμα που είχε ως σκοπό την Κολλεκτιβοποίηση της γης και την ταχεία εκβιομηχάνιση σε έναν αγώνα για να φτάσει η ΕΣΣΔ τα δυνατά κράτη της Δύσης. Ο Στάλιν ήξερε πως για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι εργάτες να έχουν δουλειά, που ήταν και το ζητούμενο, αλλά παράλληλα να δημιουργείται συνεχώς κέρδος για τα κρατικά ταμεία. Κοινώς δουλειά υπήρχε, υπήρχε όμως και φτώχεια. Η οικογένεια Γιασίν ζούσε εκείνη την περίοδο στη Μόσχα, δουλεύοντας σε εργοστάσιο, ζώντας μαζί με ακόμα μία οικογένεια σε ένα εργατικό διαμέρισμα. Στα έξι του χρόνια η λατρεμένη του μητέρα θα φύγει απ’ τη ζωή και ο ίδιος θα αρχίσει να έχει την πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο παίζοντας με φίλους στους δρόμους των εργατικών κατοικιών με τις κλασικές αυτοσχέδιες μπάλες της εποχής από κουρέλια και δέρματα ζώων. Ο Γιασίν ερωτεύθηκε το ποδόσφαιρο, μάλιστα αγωνιζόταν ως επιθετικός, σκοράροντας πολλά τέρματα και ήταν τότε που του κόλλησαν το πρώτο του παρατσούκλι λόγω του ύψους και της σωματοδομής του «Ο Πύργος του Άιφελ. Τον ενοχλούσε, ήταν όμως αρκετά ταπεινός για να το πει. Στα 12 του, με τον πατέρα του να έχει παντρευτεί ξανά και τη μητριά του (που τον αγαπούσε σαν δικό της παιδί) να έχει φέρει στον κόσμο ακόμα ένα παιδί, θα φύγουν για το Ουλιάνοφσκ, τη γενέτειρα του Λένιν, μιας και ο Β’ ΠΠ βρισκόταν στον δεύτερο χρόνο του και οι Γερμανοί είχαν φτάσει έξω από τη Μόσχα. Εκεί, 700 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, θα παρατήσει το σχολείο και θα εργαστεί μαζί με τον πατέρα του σε εργοστάσιο πυρομαχικών. Εκείνη η περίοδος ήταν σκληρή και δύσκολη μιας και υπήρχε μόνο φτώχεια, πολλή δουλειά και φυσικά καμία όρεξη για παιχνίδι. Ήταν η εποχή που τα παιδιά μεγάλωσαν πριν από την ώρα τους και οι νέοι γέρασαν ή άφησαν αυτόν εδώ τον κόσμο.
Για να αρχίσει και πάλι να φτιάχνει τις νέες του αναμνήσεις ο μικρός Λεβ Ιβάνοβιτς Γιασίν έπρεπε να φτάσει το 1944 και η οικογένεια να επιστρέψει στη Μόσχα. Η ζωντάνια είχε επιστρέψει κι αυτή μαζί με την ελπίδα και κάπου εκεί επέστρεψε και το παιχνίδι με τη μορφή μιας μπάλας με το όνομα ποδόσφαιρο. Ήταν στα 15-16 όταν στο εργοστάσιο που δούλευε είδε μια αφίσα για την ομάδα Red October Factory Football Club που έψαχνε για παίκτες. Σε μια καθημερινότητα που κυριαρχούσε η σκληρή δουλειά, η φτώχεια και ο χρόνος για διασκέδαση ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος, η ένταξη σε μια ομάδα ποδοσφαίρου ίσως του έδινε μερικές νότες χαράς. Αυτός ήταν και ο λόγος που παρουσιάστηκε για το δοκιμαστικό, με τον προπονητή να τον στέλνει αμέσως κάτω από το τέρμα. «Είσαι ψηλός και γεροδεμένος και εμείς δεν έχουμε τερματοφύλακα. Αν θες πάρε τα γάντια και έλα. Αλλιώς στο καλό». Ο Γιασίν μισούσε τη θέση του τερματοφύλακα, ήξερε όμως πως ίσως να μην υπήρχε άλλη ευκαιρία και -κάπως έτσι- φόρεσε τα σκισμένα γάντια που του χάρισαν και σε ένα κρύο Μοσχοβίτικο απόγευμα έγινε τερματοφύλακας. Μέχρι τα 18 του η ζωή κυλούσε κάπως έτσι. Δουλειά στο εργοστάσιο, προπονήσεις 2-3 φορές την εβδομάδα και τις Κυριακές ποδόσφαιρο, μέχρι που η καθημερινότητα και η πλήξη λύγισαν το μυαλό του. Η κατάθλιψη ήταν εκεί και του χτυπούσε βιαίως την πόρτα. Φυσικά το να μιλήσεις εκείνα τα χρόνια για θέματα ψυχικής υγείας ήταν κάτι εξωπραγματικό, ειδικά αν ήσουν φτωχός και ζούσες στη Σοβιετική Ένωση. Ο Γιασίν σταμάτησε να πηγαίνει για δουλειά και αυτή του η άρνηση τον έφερε ουσιαστικά πολύ κοντά στη φυλάκιση με την ταμπέλα του απροσάρμοστου. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Για να μη φυλακιστεί υπήρχε ένας τρόπος και ήταν να καταταγεί στο Στρατό. Το έκανε.
Η στράτευση στη Σοβιετική Ρωσία δεν ήταν κάτι απλό. Υπήρχαν 17 ώρες την ημέρα στο πόδι που συνδύαζαν ιδεολογική μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και αυτή η καθημερινότητα ουσιαστικά βοήθησε τον Γιασίν να ξεπεράσει τα ψυχολογικά του θέματα και να τα βρει με τον εαυτό του. Φυσικά το ποδόσφαιρο δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη μέσα σε αυτή την πραγματικότητα μέχρι που μια μέρα, την ώρα ξεκούρασης στο θάλαμο, εισέβαλε ένας ανώτερος κρατώντας ένα σημειωματάριο, ξεστομίζοντας την ερώτηση που άλλαξε τα πάντα. «Υπάρχει κάποιος εδώ μέσα που να παίζει ποδόσφαιρο».
Να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στο 1949 και στη Σοβιετική Ένωση ο Στρατός και η Αστυνομία ελέγχουν ένα σωρό αθλητικά σωματεία. Η Ντιναμό Μόσχας ανήκε στην Αστυνομία και κουμάντο έκανε εκεί ο Λαβρέντι Μπέρια. Ο στρατιωτικός που είχε μπει στο θάλαμο που βρισκόταν ο Γιασίν έψαχνε ποδοσφαιριστές για την Ντιναμό Μόσχας. Μιλάμε για μια πανίσχυρη ομάδα της εποχής δυνατή τόσο εντός όσο και εκτός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Ο Γιασίν σήκωσε το χέρι του, έδωσε το όνομά του και την επόμενη μέρα βρέθηκε στη φημισμένη Ακαδημία της Ντιναμό κάτω από τις προπονητικές φτερούγες του θρύλου Αρκάντι Τσερνίσοφ για να δοκιμαστεί. Εκεί έγινε η γέννηση του τερματοφύλακα που καθόρισε τη θέση και θεωρείται μέχρι και στις μέρες μας ως ο σπουδαιότερος τερματοφύλακας που έχει γνωρίσει το υπέροχο άθλημα που λέγεται ποδόσφαιρο. Ο Τσερνίσοφ διέκρινε αμέσως το εντελώς διαφορετικό του στιλ και ήταν αυτός που τον παρότρυνε να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά για να βελτιώσει τις αρετές του. Οι Ρώσοι έτριβαν τα χέρια τους καθώς το καλούπι είχε σπάσει και από μέσα του είχε βγει κάτι εντελώς νέο, κάτι πρωτοποριακό που φάνταζε ανίκητο. Παράλληλα ο Τσερνίσοφ, που ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Λίγκας του Χόκεϊ επί Πάγου, τον δοκίμασε, ως τερματοφύλακα, στην ομάδα της Ντιναμό Μόσχας και ο Γιασίν ήταν και εκεί καταπληκτικός φτάνοντας μάλιστα να κατακτήσει το Κύπελλο ΕΣΣΔ του 1953. Το 1954 έγινε διεθνής και στα δύο αθλήματα και τελικά επέλεξε να αφήσει το Χόκεϊ για να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. Ήταν άλλωστε η περίοδος που η κατάμαυρη στολή, η τραγιάσκα (ενίοτε) και το πακέτο τσιγάρα δίπλα στο δοκάρι είχαν γίνει κάτι τόσο γνώριμο στο κοινό της χώρας, φτιάχνοντας δειλά-δειλά το μύθο αυτού του σπουδαίου ποδοσφαιριστή.
Το ντεμπούτο με τη φανέλα της Σοβιετικής Ένωσης έγινε απέναντι στη Σουηδία, σε νίκη με 7-0, μα το παιχνίδι που κατάλαβαν όλοι τη σπουδαιότητά του έγινε το καλοκαίρι του 1955 σε φιλική αναμέτρηση με τη Γερμανία στη Μόσχα. Έναν χρόνο νωρίτερα οι Γερμανοί είχαν υπογράψει το Θαύμα της Βέρνης κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο απέναντι στους φανταστικούς Ούγγρους αλλά κανένας δεν είχε δει εκείνη την ομάδα στη Σοβιετική Ένωση καθώς δεν είχε μεταδοθεί η διοργάνωση κι ας ήταν η πρώτη που είχε τηλεοπτική κάλυψη. Όπως είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό υπήρχε ο φόβος της αβεβαιότητας απέναντι στους «ανίκητους» πρωταθλητές κόσμου. Κι όμως, η Σοβιετική Ένωση επικράτησε με 3-2 δείχνοντας σε όλους την αξία και το ταλέντο της. Τότε ξεκίνησε μια φανταστική περίοδος για τον Γιασίν. Σε προσωπικό επίπεδο είχε φτιάξει τη ζωή του αφού είχε κάνει οικογένεια με την αγαπημένη του Βάλια φέρνοντας στον κόσμο τις δύο κόρες του Ιρίνα και Γελένα και σε επαγγελματικό επίπεδο έμπαινε σε μια δεκαετία που του χάρισε πολλούς και σημαντικούς τίτλους εκτός της εξωπραγματικής αγάπης που δέχθηκε από όλους τους φίλους του ποδοσφαίρου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το 1956 κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, το 1960 το χρυσό στο πρώτο Γιούρο (και οι δύο νίκες απέναντι στη Γιουγκοσλαβία) ενώ το 1966 έφτασε ως την 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας με όλους τους σπουδαίους αντιπάλους του να τον εκθειάζουν για τις απίστευτες επεμβάσεις. Φυσικά δίπλα σε όλα αυτά θα μπαίνει για πάντα η κατάκτηση της Χρυσής Μπάλας του 1963. Η μοναδική φορά που το έχει καταφέρει τερματοφύλακας, κάτι που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσουμε το πότε έγινε και το πόσο επιδραστικό ήταν όλο αυτό για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αλλάζοντας την αντίληψη που είχαμε για τη θέση του τερματοφύλακα και το ρόλο που είχε στο παιχνίδι. Το μόνο μελανό σημείο εκείνης της περιόδου (εκτός της μέτριας εμφάνισής του στο Μουντιάλ του 1962 απέναντι στη Χιλή – συμβαίνουν και στις καλύτερους) ήταν το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης. Όχι γιατί δεν κέρδιζε πρωταθλήματα με την Ντιναμό Μόσχας (5 πήρε άλλωστε) αλλά γιατί οι Σοβιετικές ομάδες μπήκαν -δυστυχώς- στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις τη σεζόν 1966-1967.
Να σταθούμε όμως στη Χρυσή Μπάλα του 1963. Για την ιστορία η Ντιναμό Μόσχας εκείνη τη χρονιά είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα και ο ίδιος είχε μαζέψει τη μπάλα από την εστία του μόλις 7 φορές στα 27 παιχνίδια που είχε αγωνιστεί. Αριθμός εξωπραγματικός. Είχε όμως το κοινό εικόνα εκείνων των παιχνιδιών και των τρομερών του επεμβάσεων; Φυσικά και όχι. Η αξία του εννοείται ήταν γνωστή σε όλους αλλά δεν μπορούσε -ακόμα κι- αυτό το «εξωγήινο» στατιστικό να του έδωσε το βραβείο. Αυτό που ουσιαστικά επικύρωσε τις σκέψεις που υπήρχαν ήταν ένα φιλικό παιχνίδι μοναδικής όμως σπουδαιότητας για το ποδόσφαιρο, στο σύνολό του, και αυτό έγινε στο Γουέμπλεϊ λίγο πριν την απονομή της Χρυσής Μπάλας. Η Αγγλία για να γιορτάσει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μας σπορ διοργάνωσε μια αναμέτρηση απέναντι στους κορυφαίους του κόσμου. Στην ενδεκάδα της Μικτής Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής αυτός που βρέθηκε κάτω απ’ τα δοκάρια φυσικά και δεν ήταν άλλος από τον Λεβ Γιασίν. Στα 34 του ο σπουδαίος Ρώσος αγωνίστηκε στα πρώτα 45 λεπτά της αναμέτρησης και ήταν αυτός που με τις σπουδαίες επεμβάσεις του κράτησε ανέπαφη την εστία του. Η Αγγλία έπαιζε σαν δαιμονισμένη και ο Ρώσος ήταν κυριολεκτικά ανίκητος κάνοντας μεγάλο μέρος των 87.000 Άγγλων θεατών να σηκωθεί όρθιο και να τον χειροκροτήσει. Ο τρόπος που οργάνωνε το παιχνίδι της ομάδας του από την περιοχή του, βάζοντας τις φωνές σε συμπαίκτες τιτάνιας αξίας όπως ο Εουσέμπιο και ο Πούσκας, αλλά και το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα παρουσίασε στο πιο απαιτητικό κοινό της εποχής μια νέα εκδοχή του τρόπου παιχνιδιού ενός τερματοφύλακα, τόσο ξένη αλλά και τόσο μοντέρνα και ελκυστική, ήταν αυτό που τον γιγάντωσε στα μάτια όλων και του έδωσε το σπουδαίο ατομικό βραβείο.
Ο Λεβ Γιασίν σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1970 και συνέχισε να ζει μια ήρεμη και ταπεινή ζωή μέχρι και το 1990 όταν πέθανε μετά από επιπλοκές της βεβαρημένης υγείας του. Ήταν τόσο ταπεινός που όταν κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα δήλωσε «Σας ευχαριστώ, νομίζω όμως πως δεν είμαι ούτε ο κορυφαίος τερματοφύλακας, πόσο μάλλον ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής». Στη σπουδαία καριέρα του απέκρουσε πάνω από 150 πέναλτι και κράτησε ανέπαφη την εστία του 275 φορές σε περίπου 800 επίσημα παιχνίδια. Τελειοποίησε την μέθοδο W (που δίνει στον τερματοφύλακα τη δυνατότητα να μπλοκάρει την μπάλα με τα δύο του χέρια) και θα μνημονεύεται πάντα και γι’ αυτό. Έγινε πραγματικός φίλος με τον Πελέ και τον Εουσέμπιο και κατάφερε να κάνει ακόμα και το δύσκολο κοινό της Αγγλίας να τον αγαπήσει τόσο ως άνθρωπο όσο και ως αθλητή. Έγινε γραμματόσημο στη Ρωσία, άγαλμα στη Βραζιλία ακόμα και ποιήματα γράφτηκαν γι’ αυτόν από ανθρώπους του πνεύματος σε ολόκληρο τον κόσμο. Λάτρευε το κάπνισμα και τη βότκα και ήταν άνθρωπος ταπεινός και συνετός που δεν θαμπώθηκε ποτέ από τα φώτα και τα γεμάτα πορτοφόλια πολλών φίλων του που έπαιζαν σε ομάδες του εξωτερικού. Του αρκούσε το ζεστό σπιτάκι του και το μικρό αυτοκίνητο μάρκας Volga που οδηγούσε για πάρα πολλά χρόνια, θύμίζοντάς του τα φτωχικά του χρόνια στο Ουλιάνοφσκ, τότε που όλα ήταν τόσο δύσκολα και αβέβαια. Ο Λεβ Γιασίν ήταν από τους λίγους πραγματικά σπουδαίους που άλλαξαν το άθλημα και το έκαναν με έναν τρόπο τόσο ταπεινό, αφήνοντας πάντα τους άλλους να μιλούν για το μεγαλείο τους, χωρίς ο ίδιος να ζητήσει τίποτα και αυτό -στα δικά μου μάτια- τον κάνει ακόμα πιο σπουδαίο, Ακόμα πιο λαμπερό, ακόμα πιο καινοτόμο. «Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους και μία επανάσταση, το μόνο που ήθελα ήταν να βοηθάω τους συνανθρώπους μου και να χαίρομαι το ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να κάνεις καλύτερους τους συμπαίκτες σου, αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το μετρήσεις με χρήματα, πρέπει μόνο να το θες. Το ποδόσφαιρο άλλωστε, όσο κι αν αλλάξει, θα ανήκει πάντα στην Εργατική Τάξη».
2 σχόλια σχετικά με το “Λεβ Γιασίν: ένας ταπεινός καινοτόμος του ποδοσφαίρου”
(Περίπου αντιγραφή από σχόλιο στο Τουίτερ)
Για τα 150 πέναλτι δεν υπάρχουν στοιχεία -μόνο το TransferMarkt δίνει αριθμούς, 12 saved σε 39 faced- και μοιάζει μύθος σύμφωνα και με τη λογική: με μ.ό. 1 faced ανά 7 ματς, στα 800 ματς δύσκολο να έχει καν αντιμετωπίσει 150. Χώρια ότι και τα 800 ματς που λέγεται πως έπαιξε μοιάζουν φουσκωμένα, κάνα 450άρι πρέπει να ‘ταν.
@Stavros
Ακούγεται και είναι υπερβολικό. Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν από εκείνα τα χρόνια, αυτό είναι κάτι που το ξέρουμε όλοι. Γι΄αυτό υπάρχει και η λέξη «περίπου». Εκείνα τα χρόνια έπαιζε το «περίπου» σε πολλά στατιστικά. Οι αριθμοί άλλωστε δεν είναι το πιο σημαντικό σε αυτό το κείμενο. Αυτούς βρήκα σε διάφορες πηγές και αυτούς ηθελημένα χρησιμοποίησα μιας και μεγαλώνουν το μύθο του Γιασίν. Αυτό θέλω να μείνει από το κείμενο, αν μείνει κάτι, τι ήταν ο Γιασίν.
Σε ευχαριστώ για το σχόλιο.